Η ΓΟΡΓΟΝΑ
- Κύριος Συγγραφέας: ΜΠΑΖΑΝ ΜΠΑΡΝΤΟ ΕΜΙΛΙΑ () BAZAN PARDO EMILIA
- Εκδοτικός Οίκος: ΠΑΠΥΡΟΣ
- Έτος έκδοσης: 2010
- Σελίδες: -
- ISBN: 9789604860135
- Σύντομη Περιγραφή:
- Μια παλιά κατάρα βαραίνει τον οίκο των Απόντε στη Γαλικία. Ποτέ καμιά γενιά δεν απέκτησε πάνω από έναν απόγονο ούτε και κανείς αρσενικός Απόντε κατάφερε ν αντισταθεί στο κάλεσμα της θάλασσας και της Γοργόνας, στο κάλεσμα του πόθου, της σαγήνης αλλά και του θανάτου μαζί. Η νουβέλα ``Η γοργόνα``, γραμμένη το 1921 από την Εμίλια Πάρδο Μπαθάν (1851-1921) και βασισμένη σ έναν αρχαίο γαλικιανό θρύλο, είναι ένα κομψοτέχνημα της ισπανικής λογοτεχνίας. Συνδυάζοντας στοιχεία ύστερου ρομαντισμού και νατουραλισμού, το έργο συνιστά ένα έξοχο δείγμα της πρόζας της συγγραφέως, με τις γλαφυρές περιγραφές και το υποδόριο χιούμορ του. Η Εμίλια Πάρδο Μπαθάν μαζί με τον Γκαλδός και τον Κλαρίν θεωρείται μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους των ισπανικών γραμμάτων του 19ου αιώνα. Ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη, αλλά γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία με τα πεζογραφήματά της, ενώ υπήρξε πρωτοπόρος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της γυναίκας και η πρώτη καθηγήτρια πανεπιστημίου της χώρας της. Αυτό είναι το πρώτο έργο της που μεταφράζεται στα ελληνικά. Η μετάφραση της νουβέλας είναι προϊόν του μαθήματος λογοτεχνικής μετάφρασης της ισπανικής κατεύθυνσης, το οποίο δίδαξε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-8
| |||||||||
Το τραγικό αίσθημα ζωής
Του Νίκου ΞένιουΟ ισπανός φιλόσοφος αρνείται πως το εναπομένον ίζημα λογικής είναι επαρκές ώστε να προσδώσει νόημα στη φύσει παράλογη ανθρώπινη ζωή
Ο πυρήνας της ατομικότητάς μας δεν διαμορφώνεται από τις απόψεις ή τις εμπειρίες μας, ούτε από την ιδιοσυγκρασιακή μας δομή, παρά μάλλον από κάτι πολύ πιο αδιόρατο, την καρδιά καθενός
Miguel de Unamuno
Μτφρ: Η. Π. Νικολούδης
Επιμέλεια σειράς: Ελευθέριος Καρτάκης
Σάββατο, 22 Μαρτίου 2014
benavente
μπορεί να μας αποζημιώσει αν δεν είμαστε.
* Η ειρωνεία είναι μια θλίψη που δεν μπορεί να κλάψει, και γι' αυτό χαμογελάει.
* Ο εχθρός αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος όταν αρχίζει να έχει δίκιο.
* Όταν δεν σκέφτεται κανείς τι λέει, λέει αυτό που σκέφτεται.
* Η ζωή μάς έχει μάθει πως, καμιά φορά, για να είσαι καλός, θα πρέπει
να σταματήσεις να είσαι τίμιος.
* Η πειθαρχία είναι όταν ένας ηλίθιος αναγκάζει να τον υπακούν
άνθρωποι που είναι πιο έξυπνοι.
ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ ΟΥΝΑΜΟΥΝΟ
Ο Έρνεστ στη διαδρομή σας μιλάει για το «νέο μυθιστόρημα». Δωρικό, χωρίς επίθετα και καλλωπιστικά στοιχεία, στιβαρό κι απέριττο. Εσείς του λέτε ότι προτιμάτε την οργιώδη γραφή του Χένρι Μίλλερ, αλλά ο Γιάνκης φίλος σας στραβώνει τα μούτρα.
«Αυτό δεν είναι γραφή, είναι παραλήρημα», λέει περιφρονητικά.
Στη Μαδρίτη παρακολουθείτε με φρίκη μια ταυρομαχία. Ο Έρνεστ είναι ενθουσιασμένος με τους ταυρομάχους, αλλά εσείς δεν αντέχετε τις άνισες και άσκοπες μάχες. Τον αποχαιρετάτε, του λέτε ότι δε θα πάτε μαζί του στο Κιλιμάντζαρο, για σαφάρι, και περιπλανιέστε στην ενδοχώρα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Κάποια μέρα βρίσκεστε στη Σαλαμάνκα και κάθεστε να πιείτε λίγο αψέντι σε ένα καφέ. Βγάζετε από το σακίδιο σας τα Προσωκρατικά Θραύσματα, για να διαβάσετε κάτι από το «σκοτεινό» Ηράκλειτο. Πριν το ανοίξετε βλέπετε να σας πλησιάζουν ένας ξερακιανός και ευθυτενής γέροντας, με φροϋδικό μουσάκι, μαζί με έναν σαραντάρη, που με το φαρδύ του μέτωπο και το μουστάκι του σας θυμίζει αναμφίβολα τον Νίτσε.
Ο γέροντας αρχίζει να μιλάει αρχαία ελληνικά και κάθεται δίπλα σας. Καταλαβαίνετε ότι ξέρει απ’ έξω όλα τα θραύσματα του Ηράκλειτου. Σας συστήνεται. Λέγεται Μιγκέλ ντε Ουναμούνο. Επάγγελμα; Ουμανιστής. Και γελάει.
Ο άλλος είναι Έλληνας. Λέγεται Νίκος Καζαντζάκης και είναι συγγραφέας.
«Ίσως έχετε διαβάσει κάποιο γραπτό μου με τα ψευδώνυμα μου: Κάρμας Νιρβαμής ή Πέτρος Ψηλορείτης», σας λέει.
Υποκρίνεστε ότι τον έχετε ακουστά για να μην τον πικράνετε. Μετά τον Τζόις και το Χέμινγουεϊ, σας φαίνεται πολύ αστείος αυτός ο Έλληνας που θέλει να παριστάνει το συγγραφέα.
Ο Ουναμούνο σας μιλάει αρκετή ώρα για τον Ηράκλειτο. Κάποια στιγμή σηκώνεται για να πάει στην τουαλέτα.
«Μόλις γύρισε από την εξορία», σας λέει ο Καζαντζάκης.
«Εξορία; Για ποιο λόγο;» ρωτάτε.
«Έκανε δηλώσεις ενάντια στον Πρίμο ντε Ριβέρα.»
Ο συγγραφέας σας εξηγεί ότι ο Ριβέρα ήταν δικτάτορας της Ισπανίας μέχρι πρότινος. Και σας μιλάει για την επιστροφή του εξόριστου.
Ο Ουναμούνο ήταν καθηγητής της αρχαίας ελληνικής γραμματείας και πρύτανης για δεκατρία χρόνια στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Οι αντιχουντικές δηλώσεις του χάρισαν έξι χρόνια εξορίας άνευ αποδοχών. Τη μέρα που γύρισε οι εναπομείναντες καθηγητές και οι φοιτητές που ζούσαν με το θρύλο του αδάμαστου φιλόσοφου, καθηγητή και συγγραφέα είχαν οργανώσει μια διόλου σεμνή γιορτή. Περίμεναν να ακούσουν έναν από τους φλογερούς του λόγους, κάτι σαν την επιστολή που τον έστειλε στον Ατλαντικό.
Εκείνος ανέβηκε στην εξέδρα και περίμενε υπομονετικά να σταματήσουν τα χειροκροτήματα, οι ζητωκραυγές και τα αντιφασιστικά συνθήματα. Μόλις έγινε ησυχία ήπιε λίγο νερό και ξεκίνησε λέγοντας:
«Ντεθίαμος αγέρ…» (Λέγαμε χθες…)
Και ξεκίνησε να μιλάει για τον Πλάτωνα και την αθανασία της ψυχής. Σαν να μην είχε περάσει μια μέρα από την τελευταία του παράδοση. Σαν να μην είχε περάσει έξι χρόνια στην εξορία.
Ο Ουναμούνο γυρνάει από την τουαλέτα εκστασιασμένος.
«Το είδα πάλι», λέει πριν καν να κάτσει. «Ο Κιχώτης και ο Πάντσα, είναι παντού.»
Και σας διηγείται μια κωμική σκηνή που διαδραματίστηκε έξω από τις τουαλέτες, με δύο Ισπανούς που έμοιαζαν να είναι μετεμψύχωση των ηρώων του Θερβάντες.
Ο Καζαντζάκης σας αναφέρει ότι το βιβλίο του Ουναμούνο, «Η ζωή του Δον Κιχώτη και του Σάντσο Πάντσα, κατά το Μιγκέλ Θερβάντες», θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Ισπανικής σκέψης.
Συνεχίζετε τη συζήτηση ώσπου κάποια στιγμή ο Ουναμούνο λέει, χωρίς να
αστειεύεται: «Μην ανησυχείτε, εγώ θα υπάρχω για πάντα.»
«Εννοείτε το έργο σας;» τον ρωτάτε.
«Όχι. Εγώ. Ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο, ο Βάσκος γεννηθείς εν Μπιλμπάο, ο άνθρωπος με σάρκα και οστά.»
Από τη συζήτηση έχετε καταλάβει ότι ο Ουναμούνο δεν είναι φανατικός χριστιανός ούτε και βουδιστής. Πως θα υπάρχει για πάντα αν δεν πιστεύει στο θεό; Τον ρωτάτε.
«Θα υπάρχω επειδή το θέλω», σας απαντάει. «Η βούληση μου είναι ισχυρότερη από το θάνατο.»
Ο Ουναμούνο είναι σίγουρος γι’ αυτό που λέει. Ο Καζαντζάκης τον κοιτάζει με θαυμασμό. Εσείς βρίσκετε μια πρόφαση για να αποχωρήσετε.
Λίγα χρόνια μετά βρίσκεστε στην Αθήνα. Είναι τα χρόνια της Κατοχής. Την προηγούμενη μέρα ήταν η κηδεία του Παλαμά. Κλάψατε όταν μαζί με χιλιάδες άλλους Έλληνες τραγουδήσατε τον Εθνικό Ύμνο πάνω από τον τάφο, ενώ σας σημάδευαν τα σαστισμένα πολυβόλα των ναζήδων. Μοιράζεστε ένα πιάτο φαΐ με το Σικελιανό όταν σας αναφέρει τον Καζαντζάκη . Βρίσκεται στην Αίγινα και παλεύει με τον Όμηρο.
«Δεν ήρθε ούτε στην κηδεία του Ποιητή», σας λέει με πίκρα ο Σικελιανός.
Αποφασίζετε να πάτε στην Αίγινα για να τον συναντήσετε. Εκείνος σας υποδέχεται ψυχρά. Τον διακόπτετε από το έργο του και δεν κρύβει τη δυσαρέσκεια του. Παρ’ όλ’ αυτά ζητάει από τη γυναίκα του, την Ελένη, να φτιάξει δυο καφέδες. Κάποια στιγμή τον ρωτάτε για τον Ουναμούνο. Ο Καζαντζάκης ανάβει την πίπα του και ο καπνός σκοτεινιάζει για λίγο τα μάτια του.
Στις αρχές του Ισπανικού Εμφυλίου ο Ουναμούνο ήταν πάλι πρύτανης στο πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκας. Οι φαλαγγίτες του Φράνκο είχαν καταλάβει την πόλη και σύντομα θα καταστρέφανε όλη τη χώρα.
Ο εθνικιστής στρατηγός Millan Astray είχε αναγκάσει τους καθηγητές και τους φοιτητές να παρευρεθούν σε μια ομιλία του στο πανεπιστήμιο. Αγαπημένο σύνθημα του στρατηγού ήταν το «Viva la muerte» (Ζήτω ο θάνατος). Όταν τέλειωσε την ομιλία του οι φαλαγγίτες άρχισαν να φωνάζουν το προαναφερθέν σύνθημα, αλλά προς μεγάλη τους έκπληξη είδαν τον Ουναμούνο να παίρνει τη θέση του στο βάθρο για να μιλήσει.
«Μόλις τώρα άκουσα», ξεκίνησε να λέει ο γερο-πρύτανης, «μια νεκρόφιλη και δίχως νόημα κραυγή. Ας το πούμε απερίφραστα: Ο στρατηγός είναι ανάπηρος πολέμου. Το ίδιο ήταν και ο Θερβάντες… Δυστυχώς σήμερα στην Ισπανία υπάρχουν πολλοί ανάπηροι. Και σύντομα θα υπάρξουν περισσότεροι… Ένας ανάπηρος, χωρίς την πνευματική μεγαλοσύνη του Θερβάντες, είναι σίγουρο πως θα προσπαθήσει να βρει κακόβουλη ανακούφιση, προκαλώντας παντού γύρω του την παραμόρφωση.»
Τότε ο στρατηγός και οι φαλαγγίτες άρχισαν να φωνάζουν: “Abajo la inteligencia” (Κάτω η διανόηση). Ο Ουναμούνο συνέχισε απτόητος:
«Εδώ είναι ναός του πνεύματος κι εγώ είμαι αρχιερέας του. Εσείς είσαστε αυτοί που βεβηλώνουν τον ιερό τόπο… Θα κερδίσετε, γιατί έχετε μεγάλη και απάνθρωπη δύναμη. Δε θα πείσετε όμως. Γιατί για να πείσετε χρειάζεστε πειθώ. Και για να έχετε πειθώ πρέπει να έχετε και κάτι άλλο, που σας λείπει: Λογική και δίκιο… Είναι ανώφελο να σας παρακαλέσω να σκεφτείτε την Ισπανία… Τελείωσα.»
Ο Ουναμούνο κατέβηκε από το βάθρο ευθυτενής, όπως ήταν πάντα. Ο στρατηγός ούρλιαζε και οι φαλαγγίτες συνέλαβαν τον πρύτανη. Καθώς περνούσε ανάμεσα από τους καθηγητές και τους μαθητές του εκείνοι έκλαιγαν και έσκυβαν το κεφάλι προς ένδειξη σεβασμού. Τα χείλη τους ψιθύριζαν: «Άξιος» και «Δάσκαλε!».
Ο Ουναμούνο καταδικάστηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό. Λίγους μήνες μετά έσβησε…
«Πέθανε;» λέτε τότε εσείς στον Καζαντζάκη που σας διηγήθηκε την ιστορία.
«Δεν πεθαίνει το δίκιο», σας απαντάει αυτός και σας διώχνει για να συνεχίσει το δικό του αγώνα, να γράψει για κάποιον άλλο χορευτή της αθανασίας.
(Διαβάστε: Τα έργα του Ουναμούνο, δίνοντας προτεραιότητα στο «Τραγικό αίσθημα της ζωής».
Το «Ταξιδεύοντας: Ισπανία», του Καζαντζάκη όπου θα ανταμώσετε με τον Γκρέκο και τον Ουναμούνο.
Το «Η ανατομία της ανθρώπινης καταστροφικότητας», του Έριχ Φρομ, απ’ όπου ο Γελωτοποιός αντέγραψε την τελευταία ομιλία του Ουναμούνο.)
---
ΤΕΤΑΡΤΗ 21 ΜΑΪΟΥ 2014
valle inclan [[ ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΩΝ ΜΠΟΕΜ]] ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗΣ ΦΟΙΗΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΝΤΕΙΟΥ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΒΛΕΨΗ ΓΙΑΓΚΟΥ ΑΝΔΡΕΑΔΗ
|
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. RAMÓN DEL VALLE-INCLÁN
2. Η ΓΕΝΙΑ ΤΟΥ 1898
3. LUCES DE BOHEMIA – ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΤΕΙΑΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
ΤΑ ΦΩΤΑ ΤΗΣ ΑΛΗΤΕΙΑΣ
Πρόσωπα του Έργου
- Μαξ Εστρέλλα
- Η σύζυγος του, Μαντάμ Κολλέτ και
- Η κόρη τους Κλαουντινίτα
- Δον Λατίνο ντε Ισπάλις
- Ζαρατούστρα
- Δον Γκάι [ο Προσκυνητής]
- Ένας κουτεντές αλητάκος
- Το κοριτσάκι της θυρωρού
- Ο Σαυροφάγος
- Το αγόρι του μπαρ
- Η Κουνιστή Εριέττα
- Ο Βασιλιάς της Πορτογαλίας
- Ένας μεθυσμένος
- Οι Μοντερνιστές:
- Ντόριο ντε Καντέξ
- Ραφαέλ ντε λος Βέλες
- Λούτσιο Βέρο
- Μιγκουέζ
- Γκαλβέζ
- Κλαρινίτο
- Περές
- Πιτίτο, λοχαγός του ιππικού
- Ένας νυχτοφύλακας
- Η φωνή ενός γείτονα
- Δυο όργανα της τάξης
- Σεραφίνο ο Λιμοκοντόρος
- Ένας δικαστικός κλητήρας
- Ένας φυλακισμένος
- Ο θυρωρός στα γραφεία της εφημερίδας
- Δον Φίλμπερτ, Αρχισυντάκτης
- Αυτού Εξοχότης, ο Υπουργός των Εσωτερικών
- Ντιεγκίτο Γκαρσία, γραμματεύς της Εξοχότητας του
- Ένας κλητήρας του υπουργείου
- Μια παλιόγρια και η Ομορφονιά
- Ένας άγνωστος νεαρός
- Η μητέρα του νεκρού παιδιού
- Ο ενεχυροδανειστής
- Ο αστυνομικός
- Η πορτιέρισσα
- Ένας οικοδόμος
- Μια γριά γυναίκα
- Μια γειτόνισσα [η Κούκα]
- Ο Μπαζίλιο Σουλινάκε
- Ένας οδηγός νεκροφόρας
- Δυο νεκροθάφτες
- Ο Ρούμπεν Ντάριο
- Ο Μαρκήσιος του Μπράντομιν
- Ο Δανδής [Φαν-Φαν]
- Μια παλιά εφημεριδοπώλης [η Πακόνα]
- Πλήθη
- Αστυνομία
- Σκύλοι
- Γάτοι
- Ένας παπαγάλος
Σκηνή Πρώτη
Σκηνή Δεύτερη
Σκηνή Τρίτη
Σκηνή Τέταρτη
Σκηνή Πέμπτη
Σκηνή Έκτη
Σκηνή Έβδομη
Σκηνή Όγδοη
Σκηνή Ένατη
Σκηνή Δέκατη
Σκηνή Ενδέκατη
Σκηνή Δωδέκατη
Σκηνή Δέκατη Τρίτη
Σκηνή Δέκατη Τέταρτη
Σκηνή Δέκατη Πέμπτη
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA (1888-1963)
Διπλή επιλογή από τις GREGUERÍAS*
Στα ελληνικά:
Ποίηση είναι να πιστεύουμε πως θα μας πάρει τηλέφωνο αυτή που είδαμε χτες σ’ ένα συνοικιακό σινεμά.
Καλό πιάνο είναι αυτό που αργεί ένα τέταρτο της ώρας να χάσει την αντήχηση της τελευταίας του νότας.
Στον κύκνο ενώνονται ο άγγελος και το ερπετό.
Όταν η γυναίκα ζητάει φρουτοσαλάτα για δύο, βελτιώνει το προπατορικό αμάρτημα.
Οι γλάροι είναι το υστερόγραφο του πλοίου.
Είχε ένα τουφέκι τόσο τέλειο στη θήκη του, που έμοιαζε βιολί κυνηγίου.
Υπάρχουν στεναγμοί που φέρνουν σ’ επικοινωνία τη ζωή με το θάνατο.
Ο σαλίγκαρος κάνει γιαπωνέζικο χτένισμα.
Ερείπια: μεσημεριανός ύπνος από κολόνες και κιονόκρανα.
Η ζέβρα είναι ένα καπρίτσιο του Δημιουργού.
Τις νύχτες χωρίς φεγγάρι όλα τα πρόβατα είναι μαύρα.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
Από το βιβλίο: Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα, «Greguerias”, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 1995.
ΠΕΝΤΕ ΓΡΕΓΕΡΙΕΣ
RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA
ΠΕΝΤΕ ΓΡΕΓΕΡΙΕΣ
Ο γάιδαρος όλα τα ζυγίζει στη ζυγαριά των αφτιών του.
************
Ο ροδώνας περιμένει πάντα τον ποιητή, αλλά ο ποιητής δεν πάει.
************
Ο τοπιογράφος δεν έπρεπε να υπογράψει τα τοπία του, αφού ούτε ο Θεός τα υπέγραψε.
************
Πρέπει να προσθέσουμε στις Μούσες άλλη μία, τη Ραδιόνα, τη Μούσα των κυμάτων.
************
Το νερό δεν έχει μνήμη: γι' αυτό είναι τόσο καθαρό.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
Από το βιβλίο: Ραμόν Γκόμεθ ντε λα Σέρνα, "Greguerias", Μετάφραση Βασίλης Λαλιώτης, Εκδόσεις Σμίλη, Αθήνα 1995, σελ. 45, 46, 47, 66.
Ρ.Γ.ΔΕ ΛΑ ΣΕΡΝΑ
RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA - GREGUERÍAS
Στα ελληνικά κυκλοφορεί ένα βιβλίο με γκρεγκερίες του ντε λα Σέρνα [Greguerías (επιλογή και μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης), Σμίλη, Αθήνα, 1995]. Εδώ έχω μια επιλογή από τις αγαπημένες μου γκρεγκερίες σε δική μου μετάφραση.
Το δοξάρι του βιολιού ράβει σαν βελόνα με κλωστή νότες και ψυχές, ψυχές και νότες.
Η κότα είναι η μόνη μαγείρισσα που ξέρει να φτιάξει με λίγο καλαμπόκι χωρίς αυγό, ένα αυγό χωρίς καλαμπόκι.
Τα χαϊκού είναι ποιητικά τηλεγραφήματα.
Οι φωτογραφικές μηχανές θα 'θελαν να 'ταν ακορντεόν, και τα ακορντεόν, φωτογραφικές μηχανές.
Οι λίμνες είναι οι νερολακκούβες που απέμειναν από τον Κατακλυσμό.
Τα παγκάκια είναι τα πενταγράμματα των αρχικών του Έρωτα.
Όταν ο μάγειρας κάνει πολύ αφρό στο χτύπημα, το μεγαλώνει ο σκούφος.
Η όπερα είναι η αλήθεια του ψέματος, και το σινεμά είναι το ψέμα της αλήθειας.
Υπάρχει μια στιγμή όπου ο αστρονόμος κάτω από το μεγάλο τηλεσκόπιο μετατρέπεται σε μικρόβιο του μικροσκοπίου της σελήνης, που πλησιάζει να τον παρατηρήσει.
Οι γλάροι γεννήθηκαν απ' τα μαντήλια που λένε αντίο στα λιμάνια.
Οι ζυγαριές δείχνουν δώδεκα ακριβώς.
Το πιο όμορφο στο γυαλί είναι όταν σπάει σε μορφή ιστού αράχνης.
Δεν πρέπει να καταφεύγουμε στην αυτοκτονία, γιατί αξίζει να ζούμε κι ας μην είναι παρά για να βλέπουμε να φτερουγίζουν οι μύγες.
Οι αναμνήσεις μαζεύουν όπως τα πουκάμισα.
Ο εγκέφαλος είναι ένα πακέτο με κουβαριασμένες ιδέες που κουβαλάμε στο κεφάλι.
Οι γυναίκες είναι δυο φορές Ιούδες όταν είναι προδότριες μεταξύ τους, γιατί δίνουν ένα φιλί σε κάθε μάγουλο στο θύμα .
Η μέρα που το ουράνιο τόξο ντυθεί πένθιμα θα είναι η μέρα της Κρίσης.
Το τηλέφωνο είναι το ξυπνητήρι των ξύπνιων.
Τα σύννεφα του απογεύματος καταφεύγουν στη δύση για να σφουγγίσουν το αίμα της και να πέσουν σαν χρησιμοποιημένα μπαμπάκια στον κουβά του άλλου ημισφαιρίου.
Ο πιανίστας ζεσταίνει τα πόδια του στα πετάλια.
Στο πιάνο με ουρά η μουσική υψώνει τη μαύρη και νυχτερινή φτερούγα της ως έκπτωτος άγγελος θέλοντας ν' ανέβει ξανά στον ουρανό.
Στο Γαλαξία συνωστίζεται η λαμπερή σκόνη που σήκωσαν στο δρόμο τους οι αστρικές άμαξες των μεγάλων μύθων.
Τα δάκρυα που χύνονται στους αποχαιρετισμούς πλοίων είναι πιο αλμυρά από τ' άλλα.
Η αιωνιότητα ζηλεύει το θνητό.
Ο αναγνώστης –όπως κι η γυναίκα– αγαπά περισσότερο αυτόν που την εξαπάτησε περισσότερο.
-Τα ψάρια κλαίνε;
-Τα ψάρια δε χρειάζεται να κλάψουν, γιατί η θάλασσα είναι μονάχα αλμυρό δάκρυ.
Η έρημος χτενίζεται με χτένι από άνεμο, η παραλία με χτένι από νερό.
Τα χελιδόνια βάζουν εισαγωγικά στον ουρανό.
Το τζάκι ήταν το εξομολογητήριο της καρδιάς των γυναικών, όμως τώρα, με τα καλοριφέρ, δεν εξομολογούνται ποτέ.
PIO BAROJA MEDITATIONS-PROGIDIS PUBL.
PIO BAROJA...MEDITATIONS
http://www.ppozidis.gr/Pio-Baroja6.6.pdf
Το Καφέ Χιχόν (Gran Cafe Gijόn) είναι ένα από τα πιο διάσημα φιλολογικά και καλλιτεχνικά στέκια της Μαδρίτης, γνωστό ως τόπος συνάντησης διανοουμένων. Βρίσκεται στο κέντρο της ισπανικής πρωτεύουσας, στην περίφημη "promenade" της Πασέο δε Ρεκολέτος (Paseo de Recoletos) αριθ. 31.
Το εσωτερικό του είναι εντυπωσιακό με τις σιδερένιες κολόνες, τα ασπρόμαυρα μαρμάρινα τραπέζια και πλακόστρωτα δάπεδά του.
ΙΣΤΟΡΙΑ [ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ]
Το "Καφέ Χιχόν" ιδρύθηκε το 1888 από τον Αστουριανό Don Gumersindo Gomez, που καταγόταν από την πόλη Χιχόν (Gijόn) στην περιφέρεια Αστούριας της βορειοδυτικής Ισπανίας. Το 1913, το "καφέ" πουλήθηκε με τον όρο να συνεχίσει να λειτουργεί ως "Μέγα Καφέ της Χιχόν" (Gran Cafe de Gijόn) και με το ίδιο όνομα, της ισπανικής πόλης Χιχόν (Gijόn).Οι μεγάλες δόξες του "Καφέ Χιχόν" ξεκινούν από το τέλος του 19ου αιώνα και φθάνουν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, μια περίοδος που είναι γνωστή ως "Μποέμικη Μαδριλένικη Περίοδος". Στο διάστημα αυτό, συγγραφείς και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ διατηρούσαν ζωντανή την παράδοση του θεσμού της "τερτούλια" (tertulia), όπου άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα συγκεντρώνονταν και συζητούσαν για πολιτική, τέχνη και λογοτεχνία ή και ταυρομαχίες.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936 - 1939), το " Καφέ Χιχόν" συνέχισε να λειτουργεί, ως τόπος συνάθροισης των υποστηρικτών του Φράνκο. Από το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου και μέχρι σήμερα, το "Καφέ Χιχόν" απέκτησε και πάλι την παλιά δόξα του, ως εστία φιλολογικών και καλλιτεχνικών συναντήσεων της ισπανικής διανόησης.
ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ [ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ]
Μια πρώτη ομάδα συγγραφέων στα τέλη του 19ου αιώνα, που σύχναζαν στο "Καφέ Χιχόν", περιελάμβανε το Νικαραγουανό ποιητή Ρουμπέν Νταρίο και τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Μια δεύτερη γενιά συγγραφέων, που αποκαλούνταν "Γενιά του '98", περιελάμβανε τον Αθορίν (ψευδώνυμο του μυθιστοριογράφου Χοσέ Μαρτίνεθ Ρουίθ), τον Βάσκο συγγραφέα Πίο Μπαρόχα και τον ποιητή Αντόνιο Ματσάδο.Ο πιο τακτικός όμως θαμώνας στο "Καφέ Χιχόν" ήταν ο διάσημος Ισπανός δραματουργός Ραμόν ντελ Βάλιε-Ινκλάν (Ramόn del Valle-Inclάn, 1869 - 1936), ένα ολόσωμο άγαλμα του οποίου έχει τοποθετηθεί λίγο πιο πέρα από το "Καφέ Χιχόν" στην Πασέο δε Ρεκολέτος.
Άλλοι τακτικοί θαμώνες του "Καφέ Χιχόν" ήταν ο μυθιστοριογράφος Μπενίτο Πέρεθ Γκάλντος και ο Καμίλο Χοσέ Θέλα, όπως και ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο πιο διάσημος Ισπανός δραματουργός του 20ού αιώνα, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1936, λίγο μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, στο "Καφέ Χιχόν" σύχναζαν επίσης ο συγγραφέας του "θεάτρου του παράλογου" Φερνάντο Αραμπάλ και ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου Λουίς Μπουνιουέλ, καθώς και ο Σαλβαδόρ Νταλί και ο Έρνεστ Χεμινγουέι.
RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA - GREGUERÍAS
Στα ελληνικά κυκλοφορεί ένα βιβλίο με γκρεγκερίες του ντε λα Σέρνα [Greguerías (επιλογή και μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης), Σμίλη, Αθήνα, 1995]. Εδώ έχω μια επιλογή από τις αγαπημένες μου γκρεγκερίες σε δική μου μετάφραση.
Το δοξάρι του βιολιού ράβει σαν βελόνα με κλωστή νότες και ψυχές, ψυχές και νότες.
Η κότα είναι η μόνη μαγείρισσα που ξέρει να φτιάξει με λίγο καλαμπόκι χωρίς αυγό, ένα αυγό χωρίς καλαμπόκι.
Τα χαϊκού είναι ποιητικά τηλεγραφήματα.
Οι φωτογραφικές μηχανές θα 'θελαν να 'ταν ακορντεόν, και τα ακορντεόν, φωτογραφικές μηχανές.
Οι λίμνες είναι οι νερολακκούβες που απέμειναν από τον Κατακλυσμό.
Τα παγκάκια είναι τα πενταγράμματα των αρχικών του Έρωτα.
Όταν ο μάγειρας κάνει πολύ αφρό στο χτύπημα, το μεγαλώνει ο σκούφος.
Η όπερα είναι η αλήθεια του ψέματος, και το σινεμά είναι το ψέμα της αλήθειας.
Υπάρχει μια στιγμή όπου ο αστρονόμος κάτω από το μεγάλο τηλεσκόπιο μετατρέπεται σε μικρόβιο του μικροσκοπίου της σελήνης, που πλησιάζει να τον παρατηρήσει.
Οι γλάροι γεννήθηκαν απ' τα μαντήλια που λένε αντίο στα λιμάνια.
Οι ζυγαριές δείχνουν δώδεκα ακριβώς.
Το πιο όμορφο στο γυαλί είναι όταν σπάει σε μορφή ιστού αράχνης.
Δεν πρέπει να καταφεύγουμε στην αυτοκτονία, γιατί αξίζει να ζούμε κι ας μην είναι παρά για να βλέπουμε να φτερουγίζουν οι μύγες.
Οι αναμνήσεις μαζεύουν όπως τα πουκάμισα.
Ο εγκέφαλος είναι ένα πακέτο με κουβαριασμένες ιδέες που κουβαλάμε στο κεφάλι.
Οι γυναίκες είναι δυο φορές Ιούδες όταν είναι προδότριες μεταξύ τους, γιατί δίνουν ένα φιλί σε κάθε μάγουλο στο θύμα .
Η μέρα που το ουράνιο τόξο ντυθεί πένθιμα θα είναι η μέρα της Κρίσης.
Το τηλέφωνο είναι το ξυπνητήρι των ξύπνιων.
Τα σύννεφα του απογεύματος καταφεύγουν στη δύση για να σφουγγίσουν το αίμα της και να πέσουν σαν χρησιμοποιημένα μπαμπάκια στον κουβά του άλλου ημισφαιρίου.
Ο πιανίστας ζεσταίνει τα πόδια του στα πετάλια.
Στο πιάνο με ουρά η μουσική υψώνει τη μαύρη και νυχτερινή φτερούγα της ως έκπτωτος άγγελος θέλοντας ν' ανέβει ξανά στον ουρανό.
Στο Γαλαξία συνωστίζεται η λαμπερή σκόνη που σήκωσαν στο δρόμο τους οι αστρικές άμαξες των μεγάλων μύθων.
Τα δάκρυα που χύνονται στους αποχαιρετισμούς πλοίων είναι πιο αλμυρά από τ' άλλα.
Η αιωνιότητα ζηλεύει το θνητό.
Ο αναγνώστης –όπως κι η γυναίκα– αγαπά περισσότερο αυτόν που την εξαπάτησε περισσότερο.
-Τα ψάρια κλαίνε;
-Τα ψάρια δε χρειάζεται να κλάψουν, γιατί η θάλασσα είναι μονάχα αλμυρό δάκρυ.
Η έρημος χτενίζεται με χτένι από άνεμο, η παραλία με χτένι από νερό.
Τα χελιδόνια βάζουν εισαγωγικά στον ουρανό.
Το τζάκι ήταν το εξομολογητήριο της καρδιάς των γυναικών, όμως τώρα, με τα καλοριφέρ, δεν εξομολογούνται ποτέ.
Συντάκτρια-μεταφράστρια: Βίκυ Ρούσκα
http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=54
Η ποιήτρια και μεταφράστρια Άτη Σολέρτη κάνει εδώ και μήνες μια εξαιρετική δουλειά συγκεντρώνοντας ποιήματα σύγχρονων Ισπανών ποιητών και μεταφράζοντάς τα στα ελληνικά, δημιουργώντας μια ανθολογία σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης σε εξέλιξη. Το πρώτο μέρος της ανθολογίας αυτής, το οποίο το ηλεκτρονικό περιοδικό γραμμάτων & τεχνών Vakxikon.gr (με υπεύθυνο έκδοσης τον κύριο Νέστορα Πουλάκο) δημοσίευσε τον Μάρτιο του 2012, περιλαμβάνει ποιήματα εννιά ποιητών και μιας ποιήτριας, με προέλευση κυρίως τα Κανάρια Νησιά. Γι’ αυτό το λόγο, χαρακτηρίστηκε ως ανθολογία ισπανικής ποίησης. Από εδώ και πέρα όμως, ο χαρακτηρισμός αυτός θα αλλάξει, όπως επισημαίνεται στην αρχή του κειμένου τούτου. Για τα επόμενα τρία μέρη της ανθολογίας που θα ακολουθούσαν την αρχική δημοσίευση, η Άτη Σολέρτη θέλησε να μεταφράσει έργα ποιητών και ποιητριών που θα προέρχονταν και από άλλα μέρη της Ισπανίας ακόμα και από τη Λατινική Αμερική. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία επομένως για να αποκτήσει μια πρώτη επαφή με ποιητές και ποιήτριες που το έργο τους δεν έχει καμία σχέση μεταξύ τους. Σε αυτή την ανθολογία δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ παλιών και νέων ποιητών, δεν υπάρχει δηλαδή μια ιεραρχία. Όλοι συμπεριλαμβάνονται μέσα σ’ αυτήν χωρίς καμία διάκριση. Πάντα έχω στο μυαλό ως παράδειγμα ποιητικής ανθολογίας, εκείνη του περιοδικού Poetry Salzburg Review από την Αυστρία (www.poetrysalzburg.com). Οι εκδότες του, Wolfgang Görtschacher και Andreas Schachermayr, εκδίδουν έργα στα αγγλικά ποιητών και ποιητριών χωρίς να επικεντρώνονται σε ποιητικά ρεύματα ή ποιητικές σχολές. Απλά επιλέγουν τα κατά την γνώμη τους καλύτερα ποιήματα. Εκείνα που ενέχουν τη μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ τους. Και το ίδιο γίνεται και με τις μεταφράσεις στα αγγλικά από ποιητές και ποιήτριες όλου του κόσμου. Έγραψα παραπάνω «ποιητική ανθολογία» αφού γι’ αυτό ακριβώς πρόκειται, κατά την προσωπική γνώμη μου, σε κάθε τεύχος. Μπορούν ο αναγνώστης και η αναγνώστρια να διαβάσουν τα ποιήματα μεγάλων φωνών της παγκόσμιας ποίησης αλλά και ποιήματα μιας νέας γενιάς ποιητών/ποιητριών. Παραδείγματος χάριν, στο τελευταίο τεύχος, το 21, παρουσιάζουν ποιήματα της Rae Armantrout και της Alice Notley, που είναι δυο από τις μεγαλύτερες φωνές της ποίησης στα αγγλικά, και επίσης ποιήματα από πιο καινούριες φωνές που αρχίζουν επίσης να γίνονται γνωστές σε άλλες γλώσσες (όπως η ποίηση της Maureen Alsop στα ισπανικά). Στο χώρο που αφιερώνουν σε κάθε τεύχος στη μεταφραστική τέχνη, δημοσίευσαν, στο τελευταίο, ποιήματα της Chantal Maillard (πολύ σημαντική Ισπανίδα ποιήτρια, σε μετάφραση της Anamaría Crowe Serrano) μαζί με ποιήματα του Miguel Ángel Galindo (ένας εξαιρετικός ποιητής από τα Κανάρια Νησιά, που δυστυχώς δεν είναι σχεδόν καθόλου γνωστός έξω από τα νησιά, και συμμετέχει στο περιοδικό με ένα ποίημα σε δική μου μετάφραση στα αγγλικά, κάποια από τα ποιήματα του οποίου βγήκαν ήδη στο πρώτο μέρος της ανθολογίας της Άτης Σολέρτη) και του πολωνού ποιητή Gregor Wróblewski (ποιήματα που μετέφρασε στα αγγλικά ο Piotr Gwiazda). Για το δεύτερο μέρος της ανθολογίας που ετοιμάζει η Άτη Σολέρτη, αποφασίστηκε να συνεχίσει με την ιδέα της να μεταφράσει ποιήματα ποιητών και ποιητριών χωρίς καμία αισθητική σχέση μεταξύ τους. Γνωστοί και άγνωστοι, με πολλά βιβλία ήδη εκδοθέντα αλλά και ποιητές/ποιήτριες που τώρα αρχίζουν να εκδίδουν τις πρώτες τους συλλογές. Πιστεύω πως είναι μια πολύ καλή απόφαση, εφόσον μπορεί να βρει κανείς εξαιρετικά ποιήματα και στα πρώτα τους βιβλία. Αξίζει να σημειωθεί πως το πρώτο μέρος της ανθολογίας περιέχονται ποιήματα του Mario Manduca Gómez, που ακόμα δεν έχει εκδώσει ούτε το πρώτο του βιβλίο. Οι ανθολογίες νεων ποιητών/ποιητριών έχουν έναν καλό λόγο υπάρξεως μεν, αλλά δεν είναι καθόλου σωστό να μένει το έργο τους «κλεισμένο» σε τέτοιου είδους ανθολογίες μόνο δε. Η καταπληκτική ποίηση δεν ανήκει ούτε σε ιεραρχίες ούτε αφορά μόνο μεγάλες ηλικίες. Σε αυτό το τεύχος, μπορείτε να διαβάσετε ποιήματα από δέκα ποιητές/ποιήτριες από τα Κανάρια Νησιά και άλλα μέρη της Ισπανίας. Όπως λένε στα ελληνικά, καλή σας ανάγνωση! Μάριο Ντομίνγκεζ Πάρρα Μονάχοι, περπατάμε στα βουνά […] Μονάχοι, περπατάμε στα βουνά ενός ακρωτηρίου του νησιού. Πατώντας τα μονοπάτια, διασταυρώνουμε τα αόρατα κατώφλια ενός βασιλείου μοναχικού. Πάνω στις νοτισμένες της νυχτερινής δροσιάς πλαγιές, όπου γεννιέται το χορτάρι, μαζεύουμε χαμομήλια και λεβάντες. Μυρώνοντας τα μακριά μαλλιά σου από το άρωμά τους, σε στέφω από λεπτεπίλεπτα κλαδιά. Περπατάς στο πλευρό μου, σαν ένα ουράνιο σημάδι. Κι ενώ καιγόμαστε ενωμένοι σε μια μόνη φλόγα διάφανη, σφαλίζουμε τα χείλη μας. Λέμε με βλέμματα αυτό που δεν θα πούμε ποτέ ενώ μιλάμε. Οι λέξεις μόλις που υπαινίσσονται την εσωτερική αναστάτωση που μας κινεί, την ακαταμάχητη που μας ενώνει δύναμη. Έχοντας λιώσει με του ήλιου την ανατολή, πίνουμε, αναπνέουμε την ομορφιά. Έχοντας μετατραπεί σε έμβιους αμφορείς όπου ωριμάζει ένα μυστηριώδες κρασί, τρίβουμε με τις άκρες των δαχτύλων τον αέρα των κορυφών. (Ανέκδοτο) Ένα απογυμνωμένο ιερό Κάτω από τα ψηλά νεφελώματα του απογεύματος, έρια ξηλωμένα στον ουρανό, ένας γλάρος μόνος γλιστράει σχεδιάζοντας, με τα φτερά του, έναν κύκλο αόρατο. Ο ωκεανός ήρεμος, μέσα κι έξω από τον μαύρο της παραλίας κυματοθραύστη, μεταμορφώνεται στο έδαφος ενός απογυμνωμένου ιερού, άδειου από τοίχους, άπειρου. Στο έδαφος καθρεφτίζονται οι γαλάζιες της στέγης αποχρώσεις, που διατηρείται μόνο στις κολώνες του κρυστάλλινου αέρα. Ο γλάρος γιορτάζει, στα ύψη, τους γάμους του ουρανού με τη γη, σχεδιάζοντας μιας συμμαχίας τη μορφή, εικόνα απ’ των συζύγων την ένωση. Εγώ κολυμπώ, κοιτάζοντάς τον σιωπηλός, σαν στο απογευματινό τοπίο να έβλεπα μονάχα τον αόρατό του κύκλο. (Ανέκδοτο) Κύριε (Φόρος τιμής στον Όκεγκεμ) Μια δέηση ύψωσα, τρεμάμενη κι ανθρώπινη, απ’ τις φωνές της χορωδίας στο άπειρο. Μια δέηση ευλάβειας αναβλύζει, όπως μια δόνηση, απ’ το βαθύ έδαφος. Ο Θεός στην αγκαλιά του υποδέχεται τη μουσική, στου σύμπαντος τη μητρική σιωπή. Όλοι οι κόσμοι σιωπούν, μόνο για να συνδιαλεχθεί ο άνθρωπος με την καταγωγή του. Τίποτα δεν ταράζει το γαλήνιο άκουσμά μου, τη σιωπηλή κατάπληξή μου. Οι αστραφτερές της νύχτας διαδόσεις διακόπτουν τα έκθαμβα αυτιά μου. Ξαφνικά, οι φωνές με σηκώνουν, με κύματα εναγκαλιζόμενα, απ’ τη γη, υψώνοντάς με στους ουράνιους κύκλους. Τα δάχτυλά μου χαϊδεύουν, στην πτήση, την άυλη αρμονία των άστρων. (Ανέκδοτο) Ο Ραμίρο Ροσόν Μέσα [Ramiro Rosón Mesa] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1989), σπουδάζει Νομική στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα, έχει εκδώσει δύο θεατρικά έργα και μία ποιητική συλλογή και έχει ασχοληθεί επίσης με την προώθηση της λογοτεχνίας ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Έχει συνεργαστεί με περιοδικά λόγου και τέχνης αλλά και σημαντικούς καλλιτέχνες. ΣΙΓΟΥΡΙΑ Ένας άνθρωπος ερωτευμένος μπορεί να μιλάει για τη ζωή, τους ανθρώπους να πείθει και να τους ενώνει στο σκοπό του. Ένας άνθρωπος ερωτευμένος είναι ένας κίνδυνος: μπορεί να καταλύει τείχη, μάνταλα, και τα φέρετρα ν’ ανοίγει. Μέσα στη σάρκα του την πιο βαθιά αξιοκαταφρόνητος να είναι μπορεί γιατί όλη του η τύχη βρίσκεται στο άλλο κορμί˙ μπορεί να μη γνωρίζει τίποτα, αλλά θα μιλάει για πράγματα εμφανή, γιατί αυτού του κόσμου το μεδούλι θα αγγίζει: τις πιο γόνιμες ζώνες του και τα πληγωμένα του μέλη, και παθιασμένος με τα χείλη του φιλάει όλες τις επιπτώσεις του λατρεμένου δέρματος, που είναι το ασφαλές του λιμάνι. Ένας άνθρωπος ερωτευμένος ποτέ δεν είναι ανόητος και όταν σφάλλει, κατευθείαν θα το διαπιστώσει: οι φράσεις του δεν εξαρτώνται απ’ την υπερηφάνεια, αλλά απ’ την υπακοή στο ρυθμό που το στήθος από το οποίο τρώει του σφραγίζει, κι όταν έχει καταβροχθίσει πιο πέρα απ’ το δίκαιο, η δαγκωματιά του θα τον κάνει να επανορθώσει και να επιστρέψει τους καρπούς στο δέντρο της ζωής. Ένας άνθρωπος έτσι να μας κάνει κακό δεν μπορεί: με τις γραμμές του στόματος που αγαπά θα έχει εμμονή και νιώθει πως ο κορμός του βρίσκεται σε άλλη μέση και πως βαδίζει με ξένα πόδια ξέρει και ψηλαφίζει τη συνειδητοποίηση πως είναι ανολοκλήρωτος, πως είναι ένας άθλιος όταν σκέφτεται τον ίδιο του τον εαυτό. Αλλά αυτό να μας προσβάλλει ποτέ δεν θα μπορέσει: γιατί σε οποιοδήποτε άτομο καταφύγιο θα ζητήσει σαν να ήταν όλοι το μπράτσο που του λείπει. Εμείς είμαστε ελεύθεροι να του ανοίξουμε τις πόρτες μας: αν τίποτα δεν του ανοίξουμε, ευτυχισμένος θα πορευτεί στη φωτιά της σάρκας που χαϊδεύει χωρίς παύση για να τυλιχτεί γιατί δική του είναι. Ένας άνθρωπος ερωτευμένος είναι η σιγουριά πως φυλάει κάποιο μυστικό η ζωή που θα πρέπει να συλλάβουμε γρήγορα ή αργά. (Μαδρίτη σαν παραλήρημα, 1996) ΚΟΥΒΑΝΕΖΙΚΟ ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ Αν σκέφτεσαι πως σου ανοίγει αυτή η μουσική άλλων καιρών παράλληλων τις πόρτες, και πως ένα μπολερό, από μόνο του, μπορεί να ακυρώσει τη μνήμη σου την τόσο φειδωλή, μην το αμφισβητείς, έχε πίστη σ’ αυτή τη σπασμένη φωνή για μια αγάπη πιο σκληρή και πιο όμορφη από όλες τις αγάπες σου˙ άκου αυτό το τραγούδι που μόνο του μπορεί να σε ελευθερώσει από το παρελθόν και από το μέλλον το τόσο πια προβλέψιμο, που αηδία σου προκαλεί. Ξέχνα, ονειρέψου, άκου, μόνο άκου: άκου για πάντα αυτή τη σπασμένη φωνή από ένα παραλήρημα ωραίο κι αξιοζήλευτο που την αγάπη και την τιμωρία στέφει ένδοξο για τόσο που έχει αγαπηθεί. Μόνο άκου οι πιο απαγορευμένες πόρτες πώς ανοίγουνε για μια φτωχή καρδιά όπως η δική σου που επιτέλους, ν’ αναπνεύσει λαχταρά, άλλους αέρηδες˙ πώς διαγράφονται όλα αυτά που έζησε, όλα αυτά για να ζήσει: και είναι όλα μια ωδή, που βιώνεται την ίδια στιγμή που γιορτάζεται. Άκου, μόνο άκου καθόσον το τραγούδισμα διαρκεί. (Νέα Εποχή, 2007) ΔΟΚΙΜΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ Για της φωνής τον τονισμό, για το ποίημα, είναι ανάγκη ο άνθρωπος σε ειρήνη με τον εαυτό του να βρεθεί: προς το μέλλον να κοιτάζει και να μη βλέπει τίποτα περισσότερο από έναν πλατύ δρόμο, με ομίχλη αν είναι δυνατόν. Πόσες φωνές τον επικαλούνται να ακούει και να καταλαβαίνει πως δεν είναι εύκολο να απαντήσει άμεσα. Το παρελθόν του να ξεχνάει εντελώς, γιατί δεν εξυπηρετεί η εμπειρία σε τίποτα. Να ξέρει πως η ήδη ακουσμένη μουσική ποτέ δεν θα ηχήσει όμοια με εκείνη τη νύχτα όπου όλα είναι πιθανά. Να καταλαβαίνει πως ο χρόνος δεν είναι γνωστός, πως δεν υπάρχει προθεσμία για να ολοκληρώσει το έργο του, και πως δεν υπάρχει έργο που διαρκεί για πάντα από μόνο του. Για της φωνής τον τονισμό, για το ποίημα, είναι ανάγκη να μην είναι μόνος ο άνθρωπος, να βρίσκει πάντα κάποιον ικανό να τον διορθώνει, ν’ αρχίσει νέα ζωή να του ζητά, να του απαιτεί τη ζωή ολοκληρωτικά. (Αυτή η αγάπη και αυτή η φωτιά, 2011) Ο Κάρλος Χαβιέρ Μοράλες [Carlos Javier Morales] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1967), είναι διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης και καθηγητής ισπανικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην Τενερίφη. Έχει εκδώσει 6 ποιητικές συλλογές και έχει ασχοληθεί με την κριτική σύγχρονης ισπανόφωνης ποίησης. Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ ΧΟΡΟΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΒΑΛΤΟ Είναι αργά πια, και το νερό δεν αγαπάει ούτε τα φώτα ούτε τη μουσική: ενάντια στο ίδιο τα διαλύει όπως στο ίδιο του το όνειρο. Οι γονείς μου αγκαλιάστηκαν για να χορέψουν. Εγώ δεν ονειρεύομαι ακόμη με τα σώματα αλλά αγαπάω τις φωνές: τη φωνή της μητέρας μου, τη φωνή μου, πάνω στο στήθος της τοποθετημένη. Χορεύουνε αγκαλιασμένοι, και φτάνουν των βημάτων τους οι άκρες μέχρι εδώ, όπου το νερό την τύφλωση αναπνέει. Από εκείνη τη νύχτα, τα αποθέματα της σιωπής. (Τα Παλιά πυρομαχικά, Εκδ. Idea, 2005) ΟΙ ΓΙΟΙ ΜΟΥ έπλυνα τα κορμιά τους σαν μια ακόμα τελειότητα της ζωής ήξερα τότε πως γυάλιζα την πέτρα όπου θα πέσει η σιωπή τους αλλά αυτοί ακόμα αγαπάνε στις μπανιέρες του ονείρου του πατέρα τους τα χέρια (Γραμμάρια, Εκδ. Trea, 2010) ΔΙΑΔΟΣΗ ΘΕΡΜΟΤΗΤΑΣ Είμαστε δάνεια θερμότητας την προσαρμόζουμε στο στόμα ψάχνουμε την καλύτερη θέση του σώματός μας ανάμεσα στα σώματα ή κλείνουμε τα μάτια για να βρούμε (από αυτή την αδυναμία η σθεναρότητα του είδους μας) τη χλιαρή υγρασία κάτω απ’ τα βλέφαρα η προίκα των ζωντανών για τους νεκρούς η σφοδρότητα των νεκρών πάνω στους γιους τους κάθε μορφή προδοσίας επίσης η επιθυμία με τους χυμούς της η ρύθμιση των συζητήσεων το σούρουπο η μίανση των γλωσσών στα περάσματα του βουνού πάντα είναι θερμότητα το καταδιωκόμενο (Γραμμάρια, Εκδ. Trea, 2010) Ο Χοσέ Μαρία Καστριγιόν Σουάρεθ [José María Castrillón Suárez ] (Αβιλές, 1966), είναι διδάκτωρ Ισπανικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Οβιέδο. Έχει εκδώσει 6 ποιητικές συλλογές και έχει βραβευτεί για το έργο του. Έχει συντονίσει και διευθύνει λογοτεχνικά περιοδικά, επίσης έχει επιμεληθεί μαζί με τον Τζόρντι Ντόθε μια μονογραφία για τον Αντόνιο Γαμονέδα. Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ Ποιητική του καπιταλισμού Ξέρω πως ποτέ δεν θα πεις ελεφαντίαση Κανένα κακό ενδημικό ή συστημικό Πάντα θα βρίσκεις ενόχους ασυμμετρικούς Ένα ον διεστραμμένο ή μία κακή πράξη. Θα πεις πως μια ευρεία ομάδα από ακαδημαϊκούς Διαβεβαιώνει πως ο κόσμος βρίσκεται στο σασί Και πως όλα επιζητούν μια κάθαρση Κοινωνική. Γνωρίζουμε πια τα δικά σου καλλυντικά... Μάταια όλα με λέξεις τα αλείφεις Ξέρουμε πως οργώνεις, πως σκαλίζεις, Πως σπέρνεις τον καπνό με τον οποίο αλωνίζεις Τον νου του χωριού σου, ο οποίος διαρρηγνύει Το πεδίο σου ζευγμένο στο ζυγό της τοκογλυφίας σου, Παλιά ζύγια που σήμερα ονομάζεις υποθήκη. (Ανέκδοτο) Γαλάζια μάτια Περπατούσες. Βγήκες, περίπατο να κάνεις Σηκώνοντας στο πέρασμά σου αναταράξεις πραγμάτων που, νιώθοντας την άφιξή σου, Ήθελαν να τα είχες κοιτάξει. Αλλά η γαλάζια ακτίνα της ματιάς σου Πάνω στη θάλασσα έπεφτε, θάλασσα πάνω σε θάλασσα, Ατσάλι πάνω σε ατσάλι που στην ταλάντωση Ξεσχίζει τον αέρα όπως τα σπαθιά. Επέβαλες τον ουρανό σου πάνω στον ουρανό. Σκέπασες με τον ατλαντικό σου τον ατλαντικό. Το γαλάζιο σου έθετε τις ρίζες του σε όλα. Στο πέρασμά σου όλα σήκωναν την πτήση Μπροστά στης αστραπής σου την απότομη βροντή Που γαλάζιες ουλές στον ουρανό αθετεί. (Ανέκδοτο) Παρίσι Το Παρίσι είναι τα μπαλκόνια του χυτηρίου και τα λαξευμένα τμήματα Του λίθου, η μεγαλειώδης όψη και η ρυτίδωση Του νερού σε ταραχή και περιδίνηση που μεταφέρει ανήσυχο Ένα ανάθημα από πηλό στις γαλάζιες θάλασσες. Το Παρίσι είναι του πολέμου τα τύμπανα κι η σάλπιγγα, Είναι η εκκλησία του Χριστού και είναι του Άρη ο ναός, Όπου ανεγείρεται το σίδερο στα εσπερινά Πεδία μάχης σαν μια ξιφολόγχη. Το Παρίσι είναι του δρόμου οι φανοί, οι ιχθύες και οι άρτοι Και είναι το μπορντέλο της χλιδής όπου η πόρνη Ιστορία Με το Μουσείο ξαπλώνει, των τιτάνων το παιδί. Το Παρίσι είναι μια σκιά στρεβλωμένη κι απατηλή Που τονίζει συνοδευόμενη από λυπητερές κινήσεις της περασμένης δόξας του την παρηκμασμένη ωδή. (Ανέκδοτο) Ο Χόρχε Ιγκνάθιο Πλάθα Κορράλ [Jorge Ignacio Plaza Corral] (Κάντιθ, 1980), είναι πτυχιούχος Αραβικής Λογοτεχνίας, έχει διατελέσει Λέκτορας στο Πανεπιστήμιο του Άργελ και συνεργάτης καθηγητής στο Ινστιτούτο Θερβάντες. Εργάζεται ως καθηγητής Αραβικών στην Επίσημη Σχολή Γλωσσών (Escuela Oficial de Idiomas). Έχει εκδώσει μία ποιητική συλλογή και είναι συγγραφέας μιας ανέκδοτης νουβέλας κι ενός θεατρικού έργου. Χουλιέτα Βαλέρο ΚΥΡΙΑΚΗ. ΠΑΡΑΖΑΛΗ. Η ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΒΟΥΛΗΣΗ Αντελήφθη σαν ωκεανός όπου μπορούν να λάβουν χώρα μεγάλα κύματα και κοπάδια ψαριών πραγματικά πολύ μοναχικά. Το πράσινο το πιο υπερφυσικό θα τα χάσει όλα γιατί τελικά ο Ήλιος είναι αυτός που προστάζει. Η άσκηση της ελευθερίας δεν υπάρχει αλλά να προσποιηθεί θα πρέπει - ένα εύρημα που συχνά στην αγορά, στο μπάνιο συμβαίνει - . Το εφικτό είναι επομένως να χειρίζεται κανείς την ένταση ή το χρόνο που συμφωνούν στην έκθεση, στο σφουγγάρι, στην έβδομη δερμίδα. Η παραζάλη, τη συνείδηση γδύνει, για παράδειγμα και συμβαίνουν τέτοια πράγματα: Από το παράθυρό μου η πτήση της πρώτης γύρης επιτρέπει να επισπευθεί ο απρίλης και βλασταίνω στη φούστα ή στη δυστυχία εκείνης της γυναίκας που κουβαλάει κορίτσι, εφημερίδα, Κυριακή. Αργότερα ανεβαίνω στο τρένο που κάθε οδός προς το παρελθόν προτείνει και καταλήγω πως η κακοτυχία ήταν πάντα της αγάπης η υποτίμηση πίσω από την οποία μένει το πέρασμα στην τρυφερότητα, το κρυολόγημα, η με την απουσία της ζαρτιέρας τελείωση Αν δεν αντέχεται η ένταση τρία παραγγέλματα διασφαλίζουν το κλάδεμα μίας ζωής. Πολύ πιο διεγερτικό από το κατεργασμένο δέρμα, το ορατό ζευγάρωμα ή το φώλιασμα στη γραμματέα είναι η επίγνωση της θνητότητας και η επιζήτηση συντροφιάς Απ’ την πλευρά μου προτιμώ να διαπραγματεύομαι με το φως και συστήνω σαν νάρθηκα και στέγη την κομψότητα. Αλλά υπάρχουν χίλιοι τρόποι για να βάλεις το γράμμα σ’ αυτό το έγκλημα. Σε μερικά πλάτη γεωγραφικά περιορίζονται στο να χορεύουν. Ο ΣΙΝΤΑΡΤΑ ΣΤΟ GOOGLE Η ιστορία του νεαρού πρίγκηπα που βγαίνει απ’ το παλάτι και ανακαλύπτει ξαφνικά την αρρώστια και το θάνατο, την απάτη. Όλα συνέβησαν τόσο ραγδαία... Η απογοήτευση, γοητευτική, όπως το σεξ. Και αναγκαία. Οφείλουμε να φάμε πολλά φρούτα και να κατανοήσουμε το Ισλάμ και η μέρα επίσης θα ευχόταν να έχει εικοσσιτέσσερις ώρες για εμάς. Αλλά υπάρχει, δεν ξέρω, ένα λάθος δομής˙ έξω και μέσα, ίσως. Το πιο σοβαρό από όλα το βλέμμα. Το πιο ευαίσθητο το δέρμα. Και υπάρχει μια μορφή ανίας υγιεινή, των ναρκωτικών η απουσία. Εδώ βραβεύουν της νιότης το τελείωμα με μια σοφίτα. Σήμερα είδα έναν πελαργό να φωλιάζει στη μύτη ενός υπέρμετρου γερανού και είδα τη διαγώνιο της ανάγκης ιχνογραφημένη από ένα λαγωνικό. Ποτέ δεν θα μάθω από τι δραπέτευε ο ένορκος τη σύγχυσή μου δεν θα λάβει υπ’ όψιν αλλά ναι τον τρόπο με τον οποίο εξηγώ την τάση, να καθηλώνω κόσμο. Σε εύθετο χρόνο κι ένα δωμάτιο περισσότερο ή λιγότερο άδειο, πολλοί από εμάς δεν απογοητεύουν. Αυτοί που έχουν παιδιά, σε καθαρές μορφές απελπισίας προσχωρούν. Αυτοί του Νοτίου ημισφαιρίου δεν έχουν προβλήματα με το αφηρημένο. Ναι για τους τυφώνες δυσπιστούν. ΜΩΡΟ Τι ένταση στο δέρμα φωτεινή τι επίκειται όλων γιατί θα συμβεί. Θαύμα, αλλά ανεπιτήδευτο, του καρπού σαν άκρη του κλαδιού. Ποιος θα μαρτυρούσε τέτοιες αρμοδιότητες απ’ το κλαδί: παραχώρηση χρώματος κίνηση, αέναη εγκαινίαση. Από αηδία ανακάτωση κι οι Δευτέρες, όλα είναι σύμβολο της ηδονής: η σιελλόροια χωρίς ασθενή, ο πόνος που καταλήγει όπου το δάκρυ χάνει υγρά. Η πείνα δεν μετριάζει σε καμία ζυγαριά, σε ηπείρους δυστυχείς. Όλα όσα πονούν φτάνουν για να μεγαλώσει. Επίσης της ομοιότητας φανέρωση και η μικρογραφία. Ομορφιά από αυτό που θα διαστρεβλώσει τη βρωμερή ζωή ή από το ποδαράκι στον μαραμένο στηθόδεσμο. Τι να σου πω˙ έχεις γεννηθεί. Μένει το ημερολόγιο Στο μπουμπούκι κούρνιαξε η αιωνιότητα. (Ποιήματα ανήκοντα στη Συγγραφή, 2010) Η Χουλιέτα Βαλέρο [Julieta Valero] (Μαδρίτη, 1971), είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές και δοκίμια κι έχει βραβευτεί σημαντικά για το έργο της. Συντονίζει το Ίδρυμα Κέντρο της Ποίησης José Hierro. Ήρθε το τίποτα σώμα για να γίνει και, από το μάτι και της γλώσσας την άκρη να γίνει παραπάνω γη. Λευκό και ταπεινωμένο πάνω στα επτά άλογά του μνημονεύει τώρα – εκ νέου, το πρωινό που στον ιδρώτα στρέφεται και στο όνομα. Ξέρει ποιος είναι για τον καταμερισμό της δέσμης και τίποτα δεν μπορεί τον χρόνο να του αρνηθεί ούτε οι τεράστιοι ζαρωμένοι καγχασμοί του Σίγουρο είναι πως πάνω σε αυτόν που φτύνει τον ουρανό, πέφτει του τρόμου το σάλιο, αλλά εκείνο έσκυψε προτού προφέρει – δεν περιμένει να γίνει περισσότερο από το πεπρωμένο μόνο να συνδυαστεί με εκείνο μέσω της λέξης. Με κάποιο πλαστικό τρόπο τη γεωμετρία ξελογιάζει τη διυλίζει πάνω σε μια πορώδη πλάκα με γράμματα επισταμένως χαραγμένη, στο χέρι μπροστά από το κρύσταλλο αστράφτει Αργότερα παραδίνεται για το τίποτα, και απ’ το μάτι και της γλώσσας την άκρη (Από το βιβλίο Επτά-Οι σκύλοι του ουρανού, Εκδόσεις Leteo, 2010) Μύριζες σαν γριά του κάμπου και κατοικούσες κρυμμένη ένα χωριό από όμοια σπίτια. Εκείνη άρχισε να ανατρέχει στους άδειους δρόμους φωνάζοντάς σε Μάνα, αλλά δεν σε συνάντησε, γιατί φυλούσες τις κραυγές σε κουμπαράδες. Τώρα πλέκουμε μαλλιά στο χωριό σου και στη ζωή ανάμεσα * Ξεσκεπάστηκαν οι φωλιές, τελικά τα παιδιά σου θα μάθουν να ακούνε τις μάχες της σιωπής όπως έχεις υφάνει τις μοίρες καθώς ηρεμείς -από το δέρμα σου σχεδίασες τους δρόμους-. Τα βήματά μας τώρα πλησιάζουν στα μπαούλα σου το αυτί, εσύ σου γράφεις τις ρίζες στα χείλη, σου βγάζεις απ’ τα κόκαλα τη ζωή, και στο όνομά σου τεντώνεις αστέρια ενώπιον του κόσμου. Ξεγυμνώθηκαν οι κραυγές, η Γη γεμίζει από φωνές που φύλαξες (Από το βιβλίο Η Λίλιθ αναμασά, Συλλογή Ζιγκουράτ, Ateneo Obrero της Χιχόν, 2002) Η Γιάισα Μαρτίνες [Yaiza Martínez] (Λας Πάλμας ντε Γκραν Κανάρια, 1973), είναι πτυχιούχος Ισπανικής Φιλολογίας από το Πανεπιστήμιο Complutense της Μαδρίτης. Έχει εκδώσει 5 ποιητικές συλλογές και μια νουβέλα. Ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις σημαντικών πολιτισμικών φορέων. Είναι επίσης μεταφράστρια και αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Επιστημών και Ανθρωπιστικών Επιστημών «Tendencias21». Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες ΝΕΟ 2012 (ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ ΤΗΣ ΠΥΡΙΤΙΔΑΣ) Θυμόμαστε πως το έτος εδώ και αιώνες άρχιζε την άνοιξη... αλλά ο ήλιος είναι κάθε φορά πιο χλωμός, γιατί τώρα το έτος αρχίζει το χειμώνα. Γιατί τέτοια ποσότητα βεγγαλικών κι αγίων βαρβάρων που κάνουν τα βουνά να μιλάνε με γλώσσεις δανεισμένες απ’ την πυρίτιδα; Για να υποκαταστήσουν τα ουράνια θαύματα που κάθε τέλος του χρόνου αναμένονται. Εκείνη η ευθυμία του φωτός υποδηλώνει μια νοσταλγία, που κάνει να ανεβαίνει μέχρι το ουράνιο στερέωμα εκείνη η γη, η σφιγμένη στον οδυρμό. Η έκρηξη είχε την αρχή της στου παραδείσου την καθυστέρηση. Ο ουρανός δεν έρχεται˙ ο χρόνος θριαμβεύει. Επομένως είναι σε δυσμένεια η αποστολική παραίσθηση: "Καὶ ἐγώ Ἰωάννης τὴν πόλιν τὴν ἁγίαν Ἰερουσαλὴμ καινὴν εἶδον καταβαίνουσαν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ, ἡτοιμασμένην ὡς νύμφην κεκοσμημένην τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς" (Ἀποκάλυψις, XXI, 2). Γιατί κάθε τόπος είναι το κέντρο. Δε σιωπούν από το γέλιο οι Φυσικοί όταν τους ρωτά "που" άρχισε η καταγωγή; Κάθε έτος είναι το τέλος. Δεν το ένιωσε η καρδιά σου όταν φόρτωνες εκείνον τον απεσταλμένο από την διαιώνιση της διάρκειας, βάζοντας στον πύραυλο ευτυχία και θλίψη, χαιρετισμό κι αποχαιρετισμό; Και νιώθουμε το αρχαίο όπως το καθαρό διαχωρισμένο ή όπως τη δύναμη του διαφορετικού, ερχόμενοι για να είναι αυτοί οι ασύδοτοι καιροί ανακατεμένοι, και επίσης γιορτάζουμε εκείνη την περασμένη απλότητα σπέρνοντας ο ουρανός του προσώπου με εκείνες τις υδαρείς φωτιές που έρχονται από εκείνο το συμπυκνωμένο χθες που είναι η καρδιά. Δεν ξέρω πώς ούτε σε ποιόν λέω αυτό. Άρχισα να το λέω όταν πια είχε γίνει πιο έντιμο να το ξεχάσω.... λοιπόν αν το τριαντάφυλλο φτάνει αργά στο ραντεβού του με τη στάχτη, δεν είναι παρά γιατί ήδη η αργοπορία ήταν αμέτρητοι κόσμοι στους οποίους στάχτη και τριαντάφυλλο συνέπεσαν... η αργοπορία τους είναι μια ακόμα περίπτωση, η λιγότερο σημαντική από μια σύμπτωση άπειρη: Αλλά τα μάτια αντέχουν μόνο την ελαφρότητα. Αχ, κι αυτές οι φωτιές, αυτές οι εκρήξεις, αυτοί οι αποχαιρετισμοί, αυτή η διάρκεια; Τι είναι εκτός από γιορτές του πιο ελαφρού μέρους στο οποίο η χρονοτριβή είναι συνάντηση, ο χρόνος είναι τέλος, η γιορτή είναι επιστροφή; Δεν θα αναπολούσε εκεί σε κυκλικά βήματα η πυρίτιδα μέσα στην οποία η ελαφρότητά της οφείλεται στον τραπεζίτη του ουρανού, αλλά το φως της λαμβάνεται απ’ την Καταγωγή που αναγγέλλει και κλαίει; Η βία του πολέμου είναι καμωμένη με πυκνή στάχτη απ’ τον παράδεισο. J.Q. (Ανέκδοτο) ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΞΗΣ Μην καταστρέφεις την ησυχία σου: η ελπίδα και ο φόβος είναι δυο λιοντάρια γεννημένα την ίδια ώρα. Για τη μέρα, το έγκλημα˙ κατά τη διάρκεια της νύχτας, η συνείδηση: Η ηθική είναι το εμετικό που δίνεται στο κρεβάτι για να φτύσει το σώμα μας από το λήθαργο. Μην κάνεις μεγάλα πράγματα: οι μέρες είναι ένας χιτώνας που θα πρέπει να επιστρέψεις, και τα οστά σου μια έρημος ασβεστολιθική που η ψυχή σου να διασχίσει θα πρέπει. Οι πράξεις σου είναι οιμωγές που αφήνουν κουφό το μέλλον... Σε ακούς; Εγώ δεν με ακούω. Μίλα κάθε φορά με φωνή πιο χαμηλή, για να μη σε ακούς όταν πια δεν υπάρχεις. Η μνήμη... είναι ο στίχος με τον οποίο η φαντασία εξαπατά τη ματαιότητα. Τι θα ξέρεις εσύ από τα γόητρα του απρόσωπου άμα το μισό των παρόντων σου τα έχεις σκοτώσει κάτω από το οστέινο ουράνιο στερέωμά σου; Κοιμισμένος, μιαίνοντας τριαντάφυλλα ιεροπρεπή, βγαίνεις από του ασυνείδητου τη λίμνη, όπως διαλύει ένας πνιγμένος το σάβανό του από νερό για να χαράξει ο θάνατος στη λέξη τον τρόμο: Αυτός έχει γίνει τα πάντα, και τίποτα δεν αξίζει τον κόπο. Ήταν το άφωνο ψάρι που του δάγκωσε το όνομα: Ήταν η άμμος που υποδέχτηκε τα λείψανά του και φυλάκιζε την επίσκεψη των παλιρροιών, και τον υφάλμυρο φοίνικα μες στον οποίο σκότωσαν τον ήλιο σαν φρούτο και νεκραναστημένος σαν σκιά... κι ακόμα την αιωνιότητα διατρυπά, μορφές επαιτώντας. Πλανήθηκες, αν πήρες το αύριο, για να μετρήσεις το ανάστημά σου. Το μήκος σου οφείλεις να το μετρήσεις το μεσημέρι όταν το φως είναι έντονο και η σκιά είναι εικασία. Μην κάνεις τίποτα. Η ανάμνηση είναι η πίστη πως το παρελθόν παραμένει. Δον Χοσέ Μαρία Κανένας. (Ανέκδοτο) ΚΟΙΛΟΣ ΧΡΟΝΟΣ Δεν υπάρχει κάτι που να είναι "λίγο ποιητικό", αφού αυτός ο κόσμος είναι ένα χάσμα και σ’ εκείνη τη σκοτεινιά ανάρμοστη η ποίηση εμφανίζεται. Η ποίηση πάντα είναι αρσενική γιατί ανατινάζει την ακάθαρτη παρθενικότητα του κόσμου. Αλλά θέλω να ξέρω: Γιατί ο Δάντης κι ο Βαγιέχο είναι αμφότεροι ποιητές; Με αγγίζει η βεβαιότητα πως ο Βαγιέχο κι ο Πεσσόα είχαν ήδη κυοφορηθεί στον Δάντη και στον Σαν Μπουεναβεντούρα. Δεν είναι η κουρασμένη πληρότητα της ρίζας του δύο όπου συνδιαλέγονται ο Σουίφτ και ο Σπινόζα, ο Καλντερόν και ο Μαλεμπράνς, ο Αισχύλος κι ο Σάμιουελ Μπέκετ, αυτό που με εξοργίζει με τόση ευτυχία: ο Βαγιέχο ήταν πάντα στην κρυπτοποίηση του αριθμού, και αναδείχθηκε όταν μπόρεσε να γίνει κατανοητός στο γράμμα. Ο χρόνος συμπίπτει με το αιώνιο, όταν το αίνιγμα επιλέγει, όπως ένα θηλυκό, την ερμηνεία του. Ο Πεσσόα, πριν ξοδευτούν χιλιετίες, δεν θα σημαίνει τίποτα.... Γι’ αυτό ο χρόνος είναι ήσυχος και δεν φυλλορροεί ούτε για ένα λεπτό, γιατί εκείνο το τώρα από ξοδεμένα μέλλοντα έχει γίνει πάντα αυτό το τώρα από τους πολυδιαβασμένους Πεσσόες. Αν ένας ταξιδιώτης επισκεπτόταν το ρολόι του ουρανού κάθε εκατομμύριο χρόνια, θα πίστευε πως στα μεσοδιαστήματα της απουσίας του, η κίνηση είναι ησυχία, αφού το ουράνιο στερέωμα θα ήταν ένα ρολόι χαλασμένο που πάντα αποκαλύπτει την ίδια ώρα. Θα ροκανίσω τον τάφο της καρδιάς και θα γίνω ένα εδώ πάντα παραμένον... Ανατινάζοντας τη συμφωνία του τώρα και βάζοντας τον πάγο του πληγωμένου μου αίματος στον πόνο ενός ήλιου που είναι προφητεία. Η μελλοντική ζωή μου είναι ένα κοράκι που περιμένει την περασμένη ζωή μου. Τη δική μου εγώ δεν την έχω δει να ζει αφού κρύβει στην κρύα στάχτη το μόνιμο πρόσωπό μου. Καταραμένη ευχή, που τεντώνει τις πτυχές του άδειου κουστουμιού της μέρας και κάνει τη μνήμη να είναι το ΠΑΤΗΤΗΡΙ απ’ όπου πίνει η ψυχή. Κι εσύ επίσης πίνεις, κι ο ήλιος καίει στο πόσιμο ποτό σου..., αλλά ίσως η ζωή έσβησε εκείνο το λικέρ στο οποίο, με εχθρότητα από άκτιστο πτηνό, αποτέφρωνες εκείνον τον ορίζοντα που έδωσε πρόφαση σε τόσους θανάτους. Τώρα με έχουν φτάσει οι εγκυμονούσες απ’ τη δύση αναμνήσεις μου κι ανάποδα το είναι μου φοράω, κι ο ουρανός βλέπει τον εαυτό του καθισμένο στην άβυσσο του στήθους όπως η Δίκη του γυαλιού πάνω στο ενδόμυχο. Δεν θέλω περισσότερους γκρεμούς όπου απαγχονίζεται το ζώο του εγκεφάλου μου, προτιμώ το λεπτό τμήμα που πέφτει στη φτέρνα ενός κλαδεμένου αστεριού. Αλλά ο ουρανός είναι ένα ύφασμα απ’ όπου μάσκα τη στεγνή λογική σου κρεμάει, και προσποιείσαι αστέρια με τρείς χιλιάδες κινήσεις κοπιαστικές από μυς που ήδη έχεις χάσει. (Ανέκδοτο) Ο Αμίλκαρ Μαρτίν Πέρες [Amílcar Martín Pérez] (Σάντα Κρούζ, Τενερίφη, 1977), έχει σπουδάσει Φυσική και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Λαγκούνα και είναι μελετητής της καστελλανικής ποίησης του 17ου αιώνα καθώς και των κλασικών φιλοσόφων και επιστημόνων. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές και ένα φιλοσοφικό -επιστημονικό δοκίμιο. ΓΡΑΦΕΙΟ Στα σκοτάδια τις λέξεις να τις αγγίζεις πρέπει να ξέρεις με την ίδια πίστη με την οποία αγγίζεται ένα κορμί. Κάποιες φορές ο άνεμος της καρδιάς υπερβολικά τους φωνάζει για τη δική τους αδύναμη κατάσταση της λάσπης. Ο άνεμος της καρδιάς περνά και συγχύζει και παύουν τα χείλη νικημένα από το παρελθόν, παρατατικό όταν πάντα, όταν πάντα ήταν αργά κι ωστόσο κανείς δεν κατάφερνε να φορέσει ένα κολάρο κατευνασμού σε ορισμένα ρήματα μεταβατικά: «εγώ είχα», «εγώ ήθελα» «εγώ ήξερα ή μπορούσα»... κι ωστόσο ένα βιβλίο συνέχιζε με όλες του τις ορισμένες ώρες να σαπίζει, με όλη τη συσσωρευμένη και θλιμμένη οργή του, με όλη την απαρηγόρητη γραμματική του, πάντα ανοιχτό από την ίδια παγωνιά στο γραφείο στο οποίο ποτέ δεν κάθισες. Κάποιες φορές οι λέξεις είναι μονάχα δρόμοι τεντωμένοι που οδηγούν στον πυρετό, κι ο πυρετός δεν είναι παρά ένα μουτζουρωμένο από κίτρινο νοέμβρη κασκόλ στο λαιμό των παράξενων παιδιών. Και τη βροχή, μη ξεχνάμε τη βροχή, αγύριστη ηλακάτη κόσμων χωρίς ηθική διδαχή, και τόση γέρικη ιστορία στα κατώφλια κοιμισμένη, και τόση ιστορία αδέξια αποσπασμένη από τους καταλόγους των σπασμένων θεοτήτων, βρώμικων από την απουσία, τη βιολέτα και την κιμωλία. Αλλά είναι νύχτα τώρα, και οι λέξεις θα γυρίσουν να σκοτεινιάσουν όπως σκοτεινιάζει ένα κορμί, άμα οι πόλεις τα βλέφαρά τους κλείσουν από μακριά και μία άβυσσος λεπτή στα χέρια μας χυθεί. Γιατί ξέρουμε πως ανάμεσα σε σκιά και σκιά μπορεί να πέσει ένα δόγμα και δεν υπάρχει ένα ναι πιο εμφατικό από αυτό του αγγιγμένου δέρματός σου, ακριβής σκόπελος, όπου οι αμφιβολίες, συνεχίζουν να σπάνε, η μία μετά την άλλη, τον στείρο του κυματισμό. Και τη μετατόπισή του. Δεν υπάρχει άλλη επιστήμη πιο σαφής και χωρίς σίγαση από τα χέρια που ακούνε και την καρδιά που αγγίζει. Το σκοτάδι θεμελιώνει την αυστηρή του υπαγόρευση: πως όλα μπορεί να είναι οποιοδήποτε πράγμα εκτός απ’ το κορμί σου άμα να φτάνει ξέρει κάποιος από τον πιο σύντομο δρόμο, από αυτόν που πάει απ’ την αλβαργκονθάλες στη μελαγχολία ή στο σύννεφο περνώντας απ’ τη λήθη, την πισίνα, την κίρκη, τη βερενίκη, τον βοριά . Κοίτα. Έχουμε φτάσει από πολύ μακριά στο πιο δύσκολο μέρος της σύνταξης. Έχουμε ανοίξει τις πιο παράξενες πόρτες και είδαμε πως πια δεν θα υπήρχε κανείς παρά η άχρηστη τράπουλα του χαρτοπαίκτη, τα ρέστα κάποιας δευτέρας καταδικασμένης, ένα μισοτελειωμένο πανηγύρι και ένα σάπιο από αβεβαιότητα και φόβο τσαμπί. Όλα ήταν, τελικά, στα δικά μας χέρια. Εσύ επινοούσες λέξεις όταν κάποιος έσβηνε τις μέρες κι εγώ συνέχιζα να τις περιμαζεύω για να κατανοήσω γιατί ένα σπίτι σχεδιάζεται μονάχα με τα χέρια ενός παιδιού κι όχι ενός αρχιτέκτονα, γιατί ένα σπίτι ποτέ δεν διαρκεί για πάντα, γιατί ο χρόνος κι ο τρόπος και τα άτομα, και κανείς δεν επινόησε έναν παράδεισο για τα σπασμένα παιχνίδια και τις ορφανές από ρίμα μετοχές. Κοίτα. Έχω φέρει τις λέξεις που επινόησες στα σκοτάδια, φυλαγμένες μέσα στην ίδια τους τη σκοτεινιά. Όλες είναι εδώ, δεν λείπει καμιά, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που στην απλή εντριβή πονάνε απ’ το αλάτι και τη θάλασσα τη μακρινή ή εκείνες, τις πιο ανυπεράσπιστες, που άμα τις χαϊδεύεις υπερβολικά μπορούνε με ένα δάκρυ ή μ’ έναν άγγελο να μπερδευτούνε εύκολα. Πάμε να παίξουμε τις αλυσοδεμένες λέξεις. Αλλά με την ευχαρίστηση που αντιλαμβάνονται μονάχα αυτοί που παίζουνε στα σοβαρά. Ναι. Στα σοβαρά. Παρακαλώ. Είναι διασκεδαστικό. Πάμε να τις τοποθετήσουμε τη μία μετά την άλλη, με του καπρίτσιου την πίστη, με την αφή που τους δρόμους επινοεί. Τη μία μετά την άλλη, θα τις διασώσουμε απ’ την αργή τους των πιθανοτήτων αγωνία, θα φέρουμε σ’αυτές ένα σπιτικό, ένα σύστημα ριζικό, και έναν ενεστώτα παρατατικό για πάντα, τη μία μετά την άλλη, πρός της μέρας το φως. (Από το βιβλίο Μετάβαση, DVD Ediciones, 2011) ΑΤΤΙΚΕΣ ΝΥΧΤΕΣ Ο Αύλος Γέλλιος, ρωμαίος μαθητής, τις Αθηναϊκές νύχτες γράφει στα λατινικά. Γράφει ένα βιβλίο άπειρο, παράλογο, που εγώ ποτέ δεν θα τελειώσω να διαβάζω. Και τα λατινικά του είναι τόσο επίπεδα, τόσο εγκαταλελειμμένα σαν τον χειμώνα που ποιμαίνει αστέρια στον άδειο δρόμο κάτω απ’ το παράθυρό του. Φαντάζομαι το παράθυρο, στενό, ασφυκτικό, και το νωχελικό βλέμμα του μαθητή, ανακρίνοντας τη νύχτα των ελλήνων˙ και το λερωμένο τραπέζι όπου πολλαπλασιάζεται το σάλευμα των χαρτιών του, η μπαγιάτικη μυρωδιά της μελάνης, τα πειθαρχημένα αυλάκια της μοναξιάς του. Και τα λατινικά που επιστρέφουν κάθε νύχτα για να ανοίξουν τα απότομα χείλη τους, με την προφορά τους του αρότρου και του θολού αίματος: εκείνα τα βαθύφωνα λατινικά που εμφανίζονται σαν μια χειρονομία ξένη πάντα και μετατοπισμένη, ένας κουφός παλμός, ο υπαινιγμός ενός φιλιού σε λάθος χρόνο μέσα στην πιο ψυχρή σιωπή της αττικής νύχτας, παράξενη σιωπή που δίνεται μονάχα μέχρις ότου οι έλληνες να γίνουν ικανοί να εγκαταλείψουν τους δικούς τους δρόμους. Γιατί η Αθήνα χωρίς έλληνες δεν είναι παρά μια βιτρίνα από πέτρα, ένα πικρό τσαμπί από κίονες και προγόνους, ένας λαβύρινθος που περιστρέφεται και περιστρέφεται με τον νεαρό Αύλο Γέλλιο στο κέντρο του, ανίκανο πάντα να κοιμηθεί, από παραδοξότητα οριστικό ασθενή, που γράφει στα λατινικά όλα όσα μαθαίνει ή έχει μάθει ή πίστεψε πως έμαθε από τους έλληνες˙ και ξετυλίγει τις πιο αλλόκοτες της γνώσης διαδρομές. Ίσως ο Αύλος Γέλλιος να είχε ήδη υποψιαστεί πως η γνώση είναι στα πλευρά μία ενόχληση, επανερχόμενη σε ορισμένες ώρες της αυγής. Ένα πεισματικό σκουλήκι που σκαλίζει τη συνείδηση όταν όλα συγκλίνουν σε κάτι που μοιάζει με μια σιγουριά. Και κάθε σημείο φωτός ή σκιάς στη φωτογραφία σου είναι μια ερώτηση ανάμεσα στις τόσες που ο Αύλος Γέλλιος κι εγώ διατυπώνουμε στην τύχη για να συνθέσουμε ένα όλο τελείως ακατανόητο. Ποιος αριθμός σπασμένων κνημών θα συνιστούσε το όνειρο του Πυθαγόρα; Ποιον διέσωζε απ’ τη λήθη ο Θερβάντες όταν με το χέρι που δεν είχε αυνανιζόταν; Πόσα χελιδόνια μπορεί ο χειμώνας να αποδεχτεί χωρίς να έρθει παρακάτω; Ποιος θυμάται πια τον Αύλο Γέλλιο, τον ρωμαίο μαθητή; Ίσως, ίσως αυτός έχει πια καταλάβει πως το σύμπαν είναι μια συναισθηματική κατασκευή. Και η αγάπη, όπως ήθελε η Σαπφώ, εγείρεται με τη δύναμη της θέλησης της μέλισσας. Εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος κάθε νύχτα σε αγρυπνία παραμένει, κάθε νύχτα υποστηρίζοντας την ορμητική του αγάπη για την πολιτεία που δεν τον ακούει. Η Αθήνα υπάρχει επειδή ο Αύλος Γέλλιος στην Αθήνα μαθητεύει με μια προσκόλληση γειτονική σχεδόν με το παραλήρημα. Όχι, εγώ δεν αγαπώ την Αθήνα, αλλά ο Αύλος Γέλλιος στη βασανισμένη του ευρυμάθεια ξύπνιο με διατηρεί, σ’ αυτή την αϋπνία την τρομερά παγανιστική, και δεν με αφήνει να κοιμηθώ, και δεν με αφήνει να σε ξεχάσω, και μου περιπλέκει τα βλέφαρα στα χαρτιά του κάτω από τη λακωνική σαφήνεια της απουσίας σου. (Ανέκδοτο) ΑΣΜΑΤΙΚΟ Αυτές οι αργές λέξεις κάτι έχουν από αργό ήλιο που τα απογεύματα τα τελευταία του σεπτέμβρη διαλύεται στο ασήμι. Είναι το πορφυρό μυστήριο του οίνου που σαν ένα παιδί ξαναγεννιέται στο πατητήρι με θορυβώδη φωνή και μάτια ηλικιωμένου. Αυτές οι λέξεις έρχονται στα χείλη όπως στην άκρη μιας πισίνας η σελήνη συναισθηματική, αρχαία, αυστηρή και ευγενής. Είναι η βρεγμένη γη, ο αγνός άνεμος που πλέκει μάγια ανάμεσα στα πουρνάρια˙ ο χάλυβας μετριασμένος από θάρρος˙ ο βασιλιάς και ο επαίτης, που, στη μεγάλη ώρα, ξέρουν να βλέπουν μέσα τους σαν ένας καθρέφτης του αιώνιου ανθρώπου που στη σιωπή πεθαίνει. Και είναι η ακρόπολη, και είναι το μάρμαρο που διατηρεί μάχες και καταδίκες, απ’ τη φαυλότητα των ημερών πάντα ασφαλείς. Αυτές οι αργές λέξεις είναι οι γονείς που μας κληροδότησαν ναούς, παλιά ενδύματα και μια ιστορία διδαγμένη στις σοφίτες. Κι είναι τα σύννεφα επίσης χωρίς ιστορία που οικοδομεί την έρημο μες στην αδυναμία όπου μονάχα η πίστη κρατά σε αναμονή το μετάξι, με το βάρος του θανάτου. Πιο πέρα από τις άγονες γραμματικές, πιο πέρα από τα ψυχρά ράφια, πιο πέρα από των χρόνων τα φύλλα, και πιο πέρα από τη λογοτεχνία, αυτές οι αργές λέξεις είναι το δικό μου αίμα, και καίνε σ’ αυτές μέσα πολλές ζωές μαζί, πολλά μάτια που κοιτάζουν εκ του χρόνου, άμα τις κάνω απ’ τις αβύσσους τους να γυρίσουν στο αυτί για να σου μιλήσουν. Αυτές οι λέξεις είναι το σώμα μου που θρύψαλα απ’ την άμμο έχει γίνει, η καρδιά μου από την τρικυμία μεταφερμένη, η ψυχή μου μέσα στο κοχύλι μαζεμένη. (Από το βιβλίο Άσματα και φυλακές, Isla de Siltolá 2011) Ο Χουάν Μανουέλ Μαθίας [Juan Manuel Macías] (Καρταγένα, 1970), είναι φιλόλογος, ελληνιστής και μεταφραστής. Συνεργάζεται με διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά που σχετίζονται με τα κλασικά γράμματα, με άρθρα και μεταφράσεις ελληνικής ποίησης. Ποιήματά του και άρθρα του λογοτεχνικής κριτικής έχουν δημοσιευτεί σε αρκετά περιοδικά ποίησης. Έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές καθώς επίσης σε μετάφραση ποιήματα της Σαπφούς και την ποιητική συλλογή της Μαρίας Πολυδούρη με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν». Λιγότερο Αμελί, περισσότερο Κλαρίσα Νταλογουέι Πώς μισώ τις ερωτήσεις-υποβρύχιο. Πού πάει η μικρή μου αγαπημένη; Ο φόβος στο περίβλημα δεν κυριαρχεί. Καθώς, το μίσος πέφτει, πάντα πίσω απ’ την αυλαία της ψυχανάλυσης. Έλα εσύ, και φέρε τα κόλπα σου, πουτάνας γιε. Διάλεξε για δόλωμα το σάλιο με χέρια σαν φωτογραφικές μηχανές. Με κάνεις να μετράω την απόσταση σε σκαμνιά. Με κάνεις εχθρό απέναντι στο ίδιο μου το γράμμα. Βιογράφησέ με. Είσαι η έμπνευση αυτής της μηχανής από σάρκα. (Από το Λιγότερο Αμελί, περισσότερο Κλαρίσα Νταλογουέι) Πεντακόσια χρόνια πίνοντας απ’ την ίδια πηγή και δε συνέβη σε κανένα να γεμίσει την κανάτα με άλλο καταραμένο πράγμα: μουσική του ασανσέρ, τριαντάφυλλα και κουκούλια οι ρυτίδες των χειλιών της Παρθένου Μαρίας περιέχουν ένα μήνυμα που ρέει απ’ τις καρδιές σαν ποτάμια old fashioned ανθρώπων και στίχους του e e cummings Collige virgo rosas μάζεψέ τα κάνε μ’ εκείνα μια ζώνη βγες στο δρόμο κάπνισέ τα αν είναι απαραίτητο χόρεψα με έναν άνδρα που παρακαλά στις εκκλησιές και φοράω ένα φόρεμα φτιαγμένο από τσάντες ζαχαρίνης ένιωσα τα τριχοειδή αγγεία της μύτης σπασμένα τον εγκέφαλο λίγο ή καθόλου οξυγονωμένο ένα παραθυρόφυλλο γεμάτο τρύπες τσουρουφλίστηκα με τον ήλιο της συμφοράς περιμένοντας μερικά πλοκάμια που υπάρχουν μόνο στα βιντεοπαιχνίδια του Lucas Arts επίσης ικέτεψα τον Babaji με τα μάτια στυλωμένα στη ραφιέρα του δικού μου δωματίου και πέρασα με ένα δερμάτινο μπουφάν επιθυμώντας να κλωτσήσω τους κάδους με την απελπισία του πράσινου σταυρού του φαρμακείου τραγούδησα παραλυμένη απ’ τον τρόμο θέλωντας να είμαι ο Roy Orbison με το λαιμό σφήκες γεμάτο όλα για να καταλήξω καταβροχθισμένη από κάτι κι απ’ τη ζωή πιο μεγάλο αφού είχε εξαλειφθεί το φως ο χρόνος το ύστατο φυσσίγιο (Από Το κουτί των μπισκότων) I Φοράμε το κοστούμι και βγαίνουμε στον κόσμο: το κοστούμι των ατόμων, ο κόσμος και τα καθήκοντά του, οι ουρές πέρα απ’ τον τάφο. Ένα μέρος εμετικό. Στριμώχνονται μαγδαληνές, ο ιδρώτας, κτήρια, άσφαλτος καναδική, φύση κρυφή. Ο κόσμος που ταλαιπωρείται, αγωνίζεται για τη βροχή. Η βούληση η αστική, αυτός ο άταφος σταυρός, η κενή δειλία, βρώμικα του χθες ποτήρια. Η ζωή είναι σαν ένα κοστούμι: άμα τεράστιο δεν μας έρχεται φοβόμαστε μήπως μας το λερώσουν, μήπως μας σκίσουν την πλάτη. Το φοράμε, προσαρμοσμένος κανένας δε μένει. Δεν έχει σημασία τι αναμένεται. Πάντα στο ίδιο ράφι δύο επιλογές συναγωνίζονται για ένα όνειρο χρυσωμένο: ένα ταξίδι πρώτης τάξης στον παράδεισο τον κλεμμένο. (Από το Ασυμφωνίες στο εργοστάσιο κλωνοποίησης) Η Ντέμπορα Αντόν Σοριάνο [Deborah Antón Soriano] (Αλικάντε, 1986), μεγάλωσε στην Έλτσε, σπούδασε Διαφήμιση και Δημόσιες Σχέσεις στη Μαδρίτη και Ισπανική Γλώσσα και Λογοτεχνία. Έχει εκδώσει ένα βιβλίο και μία ποιητική συλλογή, ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ποιητικές ανθολογίες και κάποια από αυτά έχουν βραβευτεί. Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ 28010 1. Λέγομαι Μάρτα. Με λένε Μάρτα. Βαφτίστηκα σε σκηνικά χωρίς ιδιοκτήτη ώσπου τα μάτια μου, λίγο λίγο, διεστάλησαν σε μυθοπλασίες. 5. …κάτω απ’ τον πάγο που λιώνει. Πύραυλος αγωνίας στον οποίο πνίγεσαι πίσω από παράθυρα που δεν σταματούν να τροποποιούν. Σήμερα είσαι πληγωμένη, χτες αστραφτερή, και αύριο, ποιος ξέρει αν αύριο θα έρθω με πουλιά ετοιμοθάνατα. Σπείρε σιωπές και θα θερίσεις μοναξιές, λέει ο χιουμορίστας. Θα πρέπει να πάψω για να ξαναρχίσω, να τρίψω τα χέρια μου για να εξαφανιστούν τα δακτυλικά αποτυπώματα και, στην ανοιχτή κλίση της παλάμης, θα μπορέσω να σπείρω τα φωνήεντα μιας αυθεντικής γλώσσας. 6. “Α” απ’ την κατασκευή, “ι” από την υπερηφάνεια, “ε” από την έναρξη”, το περίφημο “υ” των αδύναμων μητέρων και ένα “ο” που δεν κατορθώνει να αποχαιρετά. Γι’ αυτό σε όλο αυτό που απορρίπτω πάλλεται η στάση μου˙ και ανάμεσα σ’ αυτό που ήμουν και δεν ήμουν, οι απογοητεύσεις μου˙ και ανάμεσα σε αυτό που είμαι και θα γίνω, ένα σμήνος από ρήματα. Συλλαβίζω με σκοπό να με ξαναρχίσω: μι, άλφα, ρο, ταυ, άλφα˙ και όλο συνεχίζεται ομοίως: υπάκουο, ναυαγώντας... 9. Ανοίγω το γραμματοκιβώτιο και παρατηρώ τις γραφίδες “ρ”, “α”, “τ”, “μ”, “α” στην προβλεφθείσα σειρά, με τέτοιο τρόπο που ο ταχυδρόμος ταυτοποιεί με ταχύτητα τα γράμματα και καταφέρνει με την εργασία του να μεταφέρει μηνύματα, μπουκάλια για ναυαγούς που έχουν ήδη βρεθεί. Ξέρει πως το κάπα και το ου πάντα θα ακούγονται “κου”. Με θαυμάζει η ψυχραιμία του την ώρα της αποκρυπτογράφησης ήχων που έχουν μετατραπεί σε λογαριασμούς νερού, η αποδοχή μιας κόρης στο στρατό ή φυλλάδια για μαστορέματα για ανθρώπους που δραπετεύουν από τα σπίτια τους χωρίς να βγαίνουν απ’ αυτά. (από την ενότητα “Φωνητική”) 1. Η σύνταξη, η κληρονομιά, παραλλαγές του χρόνου... Κληρονομείται η νοητική κατασκευή αυτού που ακούγεται; Προς τα πού, λοιπόν, ιχνογραφείται η φυγή; 7. Για τον τηλεφωνικό κατάλογο. Όνομα, οδός, νούμερο. Πρώτο επώνυμο κι εκεί είμαι, με τη γυναίκα που καθαρίζει το φύλο των φαλαινών, ο ηλικιωμένος που ψάχνει ανάμεσα στα ούλα μνήμες αποσπασματικές ή ο γιατρός που κοιμάται με τη μετάσταση όλων των ασθενών του. Κι άλλα στοιχεία: δεύτερο επώνυμο, και το περιθώριο αποσαφηνίζεται, η πυξίδα μεγαλώνει. Υποθέτω λοιπόν το προφανές: στις περισσότερες πληροφορίες, μεγαλύτερη η σύγχυση. (από την ενότητα “Σύνταξη”) 3. Η γεωγραφία του απόντος ή η λεκάνη της παράλειψης. Πείσμα με άδεια καρέκλα. 6. Ο κόσμος και το εγώ, αρχή και τέλος, ο απίθανος συντονισμός ανάμεσα στο χρόνο και στις φλέβες. Σε κάθε δευτερόλεπτο τα εκατοστά επιβάλλονται και η ηλικία συγκαλεί τις δικαιολογίες. Η μητέρα και ο όγκος της γλώσσας. Η μεγαλειώδης, η μεγάλη και πιο μεγάλη ρήξη. (από την ενότητα “Γεωγραφία”) Η Μάρτα Αγκούδο Ραμίρεθ [Marta Agudo Ramírez] (Μαδρίτη, 1971), είναι ποιήτρια και κριτικός λογοτεχνίας. Είναι πτυχιούχος Ισπανικής Λογοτεχνίας και κάτοχος διδακτορικού διπλώματος. Είναι καθηγήτρια ποίησης στη σχολή λογοτεχνικής δημιουργίας «Hotel Kafka». Έχει συνεργαστεί με αρκετά λογοτεχνικά περιοδικά με άρθρα, συνεντεύξεις και λογοτεχνικές κριτικές. Έχει εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές, έχει μεταφράσει καταλανική ποίηση και ποιήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε αρκετές ποιητικές ανθολογίες. Η ίδια είναι εκδότης λογοτεχνικών ανθολογιών καθώς επίσης και σύμβουλος έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού «Nayagua», που εκδίδει το Ίδρυμα José Hierro. |
ΤΕΤΑΡΤΗ, 25 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2012
CLASIC SPANISH AUTHORS BAROJA,SERNA ect
http://www.ppozidis.gr/Pio-Baroja6.6.pdf
Το Καφέ Χιχόν (Gran Cafe Gijόn) είναι ένα από τα πιο διάσημα φιλολογικά και καλλιτεχνικά στέκια της Μαδρίτης, γνωστό ως τόπος συνάντησης διανοουμένων. Βρίσκεται στο κέντρο της ισπανικής πρωτεύουσας, στην περίφημη "promenade" της Πασέο δε Ρεκολέτος (Paseo de Recoletos) αριθ. 31.
Το εσωτερικό του είναι εντυπωσιακό με τις σιδερένιες κολόνες, τα ασπρόμαυρα μαρμάρινα τραπέζια και πλακόστρωτα δάπεδά του.
ΙΣΤΟΡΙΑ [ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ]
Το "Καφέ Χιχόν" ιδρύθηκε το 1888 από τον Αστουριανό Don Gumersindo Gomez, που καταγόταν από την πόλη Χιχόν (Gijόn) στην περιφέρεια Αστούριας της βορειοδυτικής Ισπανίας. Το 1913, το "καφέ" πουλήθηκε με τον όρο να συνεχίσει να λειτουργεί ως "Μέγα Καφέ της Χιχόν" (Gran Cafe de Gijόn) και με το ίδιο όνομα, της ισπανικής πόλης Χιχόν (Gijόn).Οι μεγάλες δόξες του "Καφέ Χιχόν" ξεκινούν από το τέλος του 19ου αιώνα και φθάνουν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, μια περίοδος που είναι γνωστή ως "Μποέμικη Μαδριλένικη Περίοδος". Στο διάστημα αυτό, συγγραφείς και καλλιτέχνες που σύχναζαν εδώ διατηρούσαν ζωντανή την παράδοση του θεσμού της "τερτούλια" (tertulia), όπου άνθρωποι με κοινά ενδιαφέροντα συγκεντρώνονταν και συζητούσαν για πολιτική, τέχνη και λογοτεχνία ή και ταυρομαχίες.
Κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936 - 1939), το " Καφέ Χιχόν" συνέχισε να λειτουργεί, ως τόπος συνάθροισης των υποστηρικτών του Φράνκο. Από το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου και μέχρι σήμερα, το "Καφέ Χιχόν" απέκτησε και πάλι την παλιά δόξα του, ως εστία φιλολογικών και καλλιτεχνικών συναντήσεων της ισπανικής διανόησης.
ΔΙΑΣΗΜΟΙ ΘΑΜΩΝΕΣ [ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ]
Μια πρώτη ομάδα συγγραφέων στα τέλη του 19ου αιώνα, που σύχναζαν στο "Καφέ Χιχόν", περιελάμβανε το Νικαραγουανό ποιητή Ρουμπέν Νταρίο και τον Χιλιανό ποιητή Πάμπλο Νερούδα. Μια δεύτερη γενιά συγγραφέων, που αποκαλούνταν "Γενιά του '98", περιελάμβανε τον Αθορίν (ψευδώνυμο του μυθιστοριογράφου Χοσέ Μαρτίνεθ Ρουίθ), τον Βάσκο συγγραφέα Πίο Μπαρόχα και τον ποιητή Αντόνιο Ματσάδο.Ο πιο τακτικός όμως θαμώνας στο "Καφέ Χιχόν" ήταν ο διάσημος Ισπανός δραματουργός Ραμόν ντελ Βάλιε-Ινκλάν (Ramόn del Valle-Inclάn, 1869 - 1936), ένα ολόσωμο άγαλμα του οποίου έχει τοποθετηθεί λίγο πιο πέρα από το "Καφέ Χιχόν" στην Πασέο δε Ρεκολέτος.
Άλλοι τακτικοί θαμώνες του "Καφέ Χιχόν" ήταν ο μυθιστοριογράφος Μπενίτο Πέρεθ Γκάλντος και ο Καμίλο Χοσέ Θέλα, όπως και ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο πιο διάσημος Ισπανός δραματουργός του 20ού αιώνα, ο οποίος δολοφονήθηκε το 1936, λίγο μετά το ξέσπασμα του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου.
Στα πιο πρόσφατα χρόνια, στο "Καφέ Χιχόν" σύχναζαν επίσης ο συγγραφέας του "θεάτρου του παράλογου" Φερνάντο Αραμπάλ και ο σκηνοθέτης του κινηματογράφου Λουίς Μπουνιουέλ, καθώς και ο Σαλβαδόρ Νταλί και ο Έρνεστ Χεμινγουέι.
RAMÓN GÓMEZ DE LA SERNA - GREGUERÍAS
Στα ελληνικά κυκλοφορεί ένα βιβλίο με γκρεγκερίες του ντε λα Σέρνα [Greguerías (επιλογή και μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης), Σμίλη, Αθήνα, 1995]. Εδώ έχω μια επιλογή από τις αγαπημένες μου γκρεγκερίες σε δική μου μετάφραση.
Το δοξάρι του βιολιού ράβει σαν βελόνα με κλωστή νότες και ψυχές, ψυχές και νότες.
Η κότα είναι η μόνη μαγείρισσα που ξέρει να φτιάξει με λίγο καλαμπόκι χωρίς αυγό, ένα αυγό χωρίς καλαμπόκι.
Τα χαϊκού είναι ποιητικά τηλεγραφήματα.
Οι φωτογραφικές μηχανές θα 'θελαν να 'ταν ακορντεόν, και τα ακορντεόν, φωτογραφικές μηχανές.
Οι λίμνες είναι οι νερολακκούβες που απέμειναν από τον Κατακλυσμό.
Τα παγκάκια είναι τα πενταγράμματα των αρχικών του Έρωτα.
Όταν ο μάγειρας κάνει πολύ αφρό στο χτύπημα, το μεγαλώνει ο σκούφος.
Η όπερα είναι η αλήθεια του ψέματος, και το σινεμά είναι το ψέμα της αλήθειας.
Υπάρχει μια στιγμή όπου ο αστρονόμος κάτω από το μεγάλο τηλεσκόπιο μετατρέπεται σε μικρόβιο του μικροσκοπίου της σελήνης, που πλησιάζει να τον παρατηρήσει.
Οι γλάροι γεννήθηκαν απ' τα μαντήλια που λένε αντίο στα λιμάνια.
Οι ζυγαριές δείχνουν δώδεκα ακριβώς.
Το πιο όμορφο στο γυαλί είναι όταν σπάει σε μορφή ιστού αράχνης.
Δεν πρέπει να καταφεύγουμε στην αυτοκτονία, γιατί αξίζει να ζούμε κι ας μην είναι παρά για να βλέπουμε να φτερουγίζουν οι μύγες.
Οι αναμνήσεις μαζεύουν όπως τα πουκάμισα.
Ο εγκέφαλος είναι ένα πακέτο με κουβαριασμένες ιδέες που κουβαλάμε στο κεφάλι.
Οι γυναίκες είναι δυο φορές Ιούδες όταν είναι προδότριες μεταξύ τους, γιατί δίνουν ένα φιλί σε κάθε μάγουλο στο θύμα .
Η μέρα που το ουράνιο τόξο ντυθεί πένθιμα θα είναι η μέρα της Κρίσης.
Το τηλέφωνο είναι το ξυπνητήρι των ξύπνιων.
Τα σύννεφα του απογεύματος καταφεύγουν στη δύση για να σφουγγίσουν το αίμα της και να πέσουν σαν χρησιμοποιημένα μπαμπάκια στον κουβά του άλλου ημισφαιρίου.
Ο πιανίστας ζεσταίνει τα πόδια του στα πετάλια.
Στο πιάνο με ουρά η μουσική υψώνει τη μαύρη και νυχτερινή φτερούγα της ως έκπτωτος άγγελος θέλοντας ν' ανέβει ξανά στον ουρανό.
Στο Γαλαξία συνωστίζεται η λαμπερή σκόνη που σήκωσαν στο δρόμο τους οι αστρικές άμαξες των μεγάλων μύθων.
Τα δάκρυα που χύνονται στους αποχαιρετισμούς πλοίων είναι πιο αλμυρά από τ' άλλα.
Η αιωνιότητα ζηλεύει το θνητό.
Ο αναγνώστης –όπως κι η γυναίκα– αγαπά περισσότερο αυτόν που την εξαπάτησε περισσότερο.
-Τα ψάρια κλαίνε;
-Τα ψάρια δε χρειάζεται να κλάψουν, γιατί η θάλασσα είναι μονάχα αλμυρό δάκρυ.
Η έρημος χτενίζεται με χτένι από άνεμο, η παραλία με χτένι από νερό.
Τα χελιδόνια βάζουν εισαγωγικά στον ουρανό.
Το τζάκι ήταν το εξομολογητήριο της καρδιάς των γυναικών, όμως τώρα, με τα καλοριφέρ, δεν εξομολογούνται ποτέ.
Συντάκτρια-μεταφράστρια: Βίκυ Ρούσκα
http://www.e-poema.eu/dokimio.php?id=54
BENITO PEREZ GALDOS
[[MIAU]]
ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΗΘΟΓΡΑΦΙΑ
ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΜΑΣ[ΕΠΙΣΗΣ]
Η ΟΠΟΙΑ ΣΑΤΙΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΥΚΕΩΝΑ ΤΗΣ ΤΟΤΕ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ.
ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΑΠΛΟ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΤΥΠΟ ΣΑΝ ΑΝΤΙΗΡΩΑ
ΠΟΥ ΑΠΩΛΕΣΕ ΟΛΑ ΤΟΥ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΣΥΝΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ
Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟΝ ΟΔΗΓΟΥΣΕ ΣΕΜΙΑ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗ ΔΙΑΒΙΩΣΗ-ΕΞ/ΑΙΤΙΑΣ
ΜΙΑΣ ΑΠΛΗΣ ΠΑΡΑΤΥΠΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΘΟΥΣ.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΜΕ ΣΥΝΩΔΕΙΑ ΣΧΟΛΙΩΝ=
[["Μερικές φορές, καθώς κοιμόταν στο μέσον αυτών των ατυχημάτων, αλλά εκείνη τη νύχτα, η εξύψωση του εγκεφάλου του να πρήζεται στο σκοτάδι των ανισοτήτων στον τομέα της γης."
- Además, el narrador de Miau adopta distintos tonos y registros según la situación y el personaje del que se habla. Επιπλέον, ο αφηγητής παίρνει διαφορετικές αποχρώσεις Miau και αρχεία ανάλογα με την κατάσταση και το χαρακτήρα του μιλήσει.
- Se utiliza también el estilo libre indirecto (relato del narrador y opiniones del personaje). Χρησιμοποιείται επίσης έμμεσο ελεύθερο στυλ (ιστορία αφηγητή και τις απόψεις των χαρακτήρων).
- Se confunde la voz del narrador con la del autor varias veces. Συγχέει τη φωνή του αφηγητή με τον συγγραφέα αρκετές φορές.
- El narrador habla en primera persona en algunos momentos (“Quiero decir que”, “pues como iba diciendo”) Ο αφηγητής μιλάει σε πρώτο πρόσωπο κατά καιρούς ("εννοώ", "γιατί, όπως έλεγα")
DESCRIPCIONES: ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΣ:
Describir todo minuciosamente es una característica muy significativa del realismo y del naturalismo. Περιγράψτε λεπτομερώς όλα ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του ρεαλισμού και νατουραλισμού.
- Se describe a los personajes físicamente: Οι χαρακτήρες περιγράφονται φυσικά:
“Desapareció por la escalera abajo aquel hombre feísimo, de semblante extraño, por tener los ojos tan poco separados que parecían juntarse y ser uno solo cuando fijamente miraban. "Εξαφανίστηκε κάτω ο άνθρωπος σκάλες άσχημο, παράξενη όψη, έχοντας τα μάτια τόσο στενά διαστήματα που έμοιαζε να έρθουν μαζί και να είναι ένα όταν παρακολουθούν με προσήλωση. La nariz le salía de la frente, y después bajaba chafada y recta, esparranclando sus dos ventanillas en el nacimiento del labio superior, dilatado, tirante, [...], el cogote recio, el cuerpo corto e inclinado hacia adelante”. Μύτη του ήταν έξω από το μέτωπο, και στη συνέχεια πουρέ κάτω και ευθεία esparranclando δύο παράθυρα στη γέννηση του άνω χείλους, διευρυμένη, σφιχτό, σκληρό [...], το λαιμό, κοντό σώμα και κλίνει προς τα εμπρός. "
- Se describe a los personajes psicológicamente: Περιγράφει τους χαρακτήρες ψυχολογικά:
“No tenía hijos, y se encariñaba con todos los chicos de la vecindad, singularmente de Luisito, merecedor de lástima y mimos por su dulzura humilde, y más que esto por las hambres que en su casa pasaba, al decir de ella”. "Δεν είχε παιδιά, και λάτρης της όλα τα παιδιά στη γειτονιά, Λουιζίτο μοναδικά, αξίζει οίκτο και ταπεινή μίμους γλυκύτητα, και πάνω από αυτό για την πείνα από το να πας στο σπίτι, λέγοντας ότι".
- Se describen lugares, como iglesias, el Ministerio, las calles, la casa, las distintas habitaciones, el teatro, la taberna, el campo... Περιγράφει μέρη όπως εκκλησίες, το υπουργείο, δρόμο, σπίτι, διαφορετικά δωμάτια, το θέατρο, την ταβέρνα, το πεδίο ...
“En la alcoba de Milagros había un tocador del tiempo de vivan las caenas, una cómoda jubilada con los cuatro quintos de su cajonería, varios baúles y las dos camas. "Στην κρεβατοκάμαρα είχε ένα κομμό Milagros φορά από την πτώση ζουν μια άνετη συνταξιούχος με τα τέσσερα πέμπτα των συρταριών του, περισσότερους κορμούς και τα δύο κρεβάτια. En toda la casa, a excepción de la sala, que estaba puesta con relativa elegancia, se revelaba la escasez, el abandono y esa ruina lenta que resulta de no reparar lo que el tiempo desluce y estraga”. Σε όλο το σπίτι, εκτός από το δωμάτιο, το οποίο είχε καθοριστεί με σχετική κομψότητα, αποκάλυψε ελλείψεις, η παραμέληση και την αργή καταστροφή που απορρέει όχι από την επισκευή αυτό μειώνει το χρόνο και τον όλεθρο. "
- También se describen con mucho detalle objetos, ropa, etc. Περιγράφει επίσης με μεγάλη λεπτομέρεια τα αντικείμενα, ρούχα, κλπ..
“Las suntuosas cortinas, de color de amaranto, de seda riquísima, de esa seda que no se ve en ninguna parte. "Το πολυτελές κουρτίνες, αμάραντος χρώμα, πλούσια μετάξι, μετάξι που δεν είναι πουθενά. Todas las señoras que iban de visita habían de coger y palpar la incomparable tela, y frotarla entre los dedos para apreciar la clase”. Όλες οι κυρίες που πήγε να επισκεφτεί θα κατέχουν και να νιώσετε το μοναδικό πανί, και τρίψτε το ανάμεσα στα δάχτυλά σας για να δείτε την κατηγορία. "
“Vestía chaquetón degenerado, descendiente de un gabán de hombre, y un mandil largo de arpillera, prenda de cocina en todas partes”. "Φορούσε παλτό εκφυλιστεί απόγονος του παλτού ενός άνδρα και μια μακριά ποδιά λινάτσα, το μαγείρεμα ρούχα παντού."
Todas estas descripciones son muy detalladas y minuciosas, utilizando la mayoría de las veces comparaciones. Όλες αυτές οι περιγραφές είναι πολύ λεπτομερείς και εις βάθος, χρησιμοποιώντας περισσότερες από τις συγκρίσεις χρόνου. También se describen gestos y defectos de los personajes, todo ello para hacer de la novela algo todavía más realista. Επίσης, περιγράφει τις δράσεις και τα ελαττώματα του χαρακτήρα, όλους να κάνουν το μυθιστόρημα κάτι ακόμα πιο ρεαλιστική.
DIÁLOGOS: ΔΙΑΛΟΓΟΙ:
Los principales diálogos de la novela se dan entre: Abelarda y Víctor; Ramón y Pantoja; Ramón y Pura; Ramón y Víctor; Luisito y Dios. Ο κύριος διάλογο του μυθιστορήματος λαμβάνουν χώρα μεταξύ: Abelarda και Victor Pantoja, και Ramon, Ramon και Pura, Ραμόν και ο Βίκτωρ Λουιζίτο και τον Θεό.
- El diálogo entre Víctor y Abelarda se caracteriza por la manipulación verbal de Víctor, que además acapara todas las conversaciones con sus intervenciones interminables. Ο διάλογος μεταξύ Victor και Αβελάρδος χαρακτηρίζεται από λεκτική χειραγώγηση των Victor, η οποία θα περιλαμβάνει όλες τις συνομιλίες με τις ατελείωτες παρεμβάσεις τους. Ella apenas entiende lo que Víctor dice, y éste lo sabe. Καταλαβαίνει τι μόλις είπε ο Βίκτορ, και εκείνος το γνωρίζει.
- El de Ramón y Pantoja se caracteriza por ser monotemático: sólo hablan de política, y aunque sus ideas son contrarias no discuten acaloradamente, sólo muestran sus puntos de vista. Η Pantoja Ramon και χαρακτηρίζεται από single-minded: μόνο πολιτική συζήτηση, και αν και δεν είναι οι ιδέες τους συζήτησαν heatedly αντίθετα, δείχνουν μόνο τις απόψεις τους.
- La característica principal de las conversaciones entre Ramón y Pura es la agresividad verbal de ésta hacia Villaamil: le dice todo a la cara, le humilla, y éste se resigna. Το κύριο χαρακτηριστικό των συνομιλιών μεταξύ του Ramon και Pura είναι λεκτική επιθετικότητα του τελευταίου προς Villaamil: λέει όλα στο πρόσωπό του, τον ταπεινώνει, και παραιτήθηκε.
“- […] Con tantos remilgos, con tantos miramientos como tu tienes, con eso de llamarles a todos dignísimos […] lo único que consigues es que te tengan por un cualquiera. "- [...] Με όλη τη φασαρία, με τόσες πολλές διατρήσεις που έχετε, με ότι πιο άξια καλώντας τους όλους [...] όλα τα παίρνω είναι ότι πρέπει για κανέναν. Pues sí […], tu deberías ser ya director, como esa luz, y no lo eres por mandria, por apocado, porque no sirves para nada. Ναι [...], θα πρέπει να είναι και σκηνοθέτης, όπως το φως, και δεν είστε από το άνευ αξίας, για άτολμη, επειδή είναι καλό για το τίποτα. […] Eres inofensivo, no muerdes, ni siquiera ladras, y todos se ríen de ti […]. [...] Θα είναι αθώοι, δεν δαγκώνουν ή ακόμη και το φλοιό, και όλοι γελούν σε σας [...].
- Déjame en paz - murmuró Villaamil desalentado, sentándose en una silla y derrengándola.” - Αφήστε με ήσυχο - Villaamil αποθαρρύνονται μουρμούρισε, κάθεται σε μια καρέκλα και ανάπηρος ".
- Víctor y Ramón dialogan menos, pero sus conversaciones son importantes. Ramon Victor και λιγότερο τον διάλογο, αλλά οι συνομιλίες τους είναι σημαντικές. Ramón sabe que Víctor le quiere engatusar y no se deja. Ramon θέλει να ξέρει ότι ο Victor δεν θα πείσει και τα φύλλα. Al final los dos acaban furiosos. Τελικά τα δύο καταλήγουν θυμωμένος.
- Los diálogos de Luisito con “Dios”, se caracterizan sobre todo por el lenguaje coloquial de Dios, y por los temas que tratan, ya que realmente “Dios” es la imaginación del niño, y dice lo que él quiere oír. Οι διάλογοι Λουιζίτο με "το Θεό", το οποίο χαρακτηρίζεται κυρίως από την καθομιλουμένη του Θεού, και ασχολούνται με θέματα όπως πραγματικά «Θεός» είναι η φαντασία του παιδιού, και λέει αυτό που θέλει να ακούσει.
VARIEDAD DE REGISTROS: ΠΟΙΚΙΛΙΑ RECORDS:
Una característica del estilo de Galdós es su facilidad para imitar todas las variedades del habla: la de los niños, la coloquial, la vulgar, la grandilocuente que utiliza Víctor... Ένα χαρακτηριστικό του ύφους του Galdós είναι η ευκολία του να μιμηθεί όλα τα είδη του λόγου: τα παιδιά, η καθομιλουμένης, το χυδαίο, στομφώδης Victor τη χρήση ...
Cada personaje habla de una manera: Κάθε χαρακτήρας μιλάει με έναν τρόπο: Víctor confía en sí mismo y en el poder de su palabra; toma la iniciativa en La comunicación y reclama la atención y respuesta de sus interlocutores, actuando sobre ellos. Victor είναι σίγουροι για τον εαυτό του και στη δύναμη του λόγου του, παίρνει την πρωτοβουλία για την επικοινωνία και απαιτεί την προσοχή και ανταπόκριση από τους εταίρους τους, που ενεργούν πάνω τους. En esto coincide con Pura, los dos presentan el grado mayor de agresividad verbal , aunque su lenguaje es muy diferenciado: Σε αυτή συμπίπτει με Pura, τόσο στο παρόν όσο το μεγαλύτερο βαθμό της λεκτικής επίθεσης, αν και η γλώσσα τους είναι πολύ διαφοροποιημένο:
“[...] Corro desolado hacia un fin, al cual no llegaría si no fuera solo. "[...] Τρέχω έρημη στο τέλος της, η οποία όχι μόνο θα είναι όχι. Acompañado me quedaré a la mitad del camino. Accompanied'll διαμονή στη μέση του δρόμου. Adelante, adelante siempre [...]. Στις, για πάντα [...]. ¿Qué impulso me arrastra? Αυτό που με το αυτοκίνητο; La fatalidad, fuerza superior a mis deseos. Το μοιραίο περιστατικό, δύναμη μεγαλύτερη από την επιθυμία μου. Vale más estrellarse que retroceder. Είναι καλύτερα να πάει πίσω συντρίβεται. No puedo volver atrás ni llevarte conmigo. Δεν μπορώ να πάω πίσω και να σας πάρει μαζί μου. Temo envilecerte”. (Víctor) Envilecerte φόβο. "(Victor)
“[...] Las credenciales, señor mío, son para los que se las ganan enseñando los colmillos. Διαπιστευτήρια "[...], κύριε, είναι για εκείνους που κερδίζουν τη διδασκαλία της κυνόδοντες. Eres inofensivo, no muerdes, ni siquiera ladras, y todos se ríen de ti”. (Pura) Είναι αβλαβή, δεν δαγκώνουν ή ακόμη και το φλοιό, και ο καθένας γελά σε σας. "(Καθαρό)
Ramón (cuando aún está cuerdo), Abelarda y Luisito están en el extremo opuesto, no tienen fe en sí mismos, son los personajes más frágiles. Ramon (ακόμα λογικό), και Λουιζίτο Abelarda βρίσκονται στο αντίθετο άκρο, δεν έχουν πίστη στον εαυτό τους, είναι τα πιο εύθραυστα. No suelen hablar por propia iniciativa, sino por requerimientos de otros. Όχι συχνά μιλούν με δική του πρωτοβουλία, αλλά και άλλες απαιτήσεις. A estos personajes son a los que Galdós proporciona grandes monólogos. Αυτοί οι χαρακτήρες είναι αυτοί Galdos παρέχει μεγάλη μονολόγους.
Para el resto de personajes (los secundarios) Galdós recurre a la caracterización convencional, como por ejemplo en Silvestre Murillo, al que le da un lenguaje imitando a los adultos: Για τους άλλους χαρακτήρες (τα δευτεροβάθμια) Galdós χρησιμοποιεί τις συμβατικές χαρακτηρισμός, για παράδειγμα σε άγρια Murillo, ο οποίος δίνει μια γλώσσα από μιμείται τους ενήλικες:
“Como tú eres así tan poquita cosa, es a saber , que no achuchas cuando te dicen algo, vele ahí por qué no te guarda el rispeto”. "Δεδομένου ότι είστε ένα τέτοιο μικρό πράγμα καλά, δηλαδή, ότι όταν λέτε κάτι Κουτούπωσε, για την εξασφάλιση εκεί γιατί δεν μπορείτε να αποθηκεύσετε τις rispeto".
También lo hace con Mendizábal, quien sólo sabe reproducir lo que lee en los periódicos; con Paca, que en la mayoría de sus apariciones habla de lo que quiere a Luisito; con Pantoja, siempre correcto... Έτσι κάνει με Mendizabal, που το μόνο που ξέρει πώς να παίξει αυτό που διαβάζετε στις εφημερίδες, με Paca, στις περισσότερες από τις εμφανίσεις του, μιλώντας για το τι θέλετε να Λουιζίτο, με Pantoja, πάντα δίκιο ...
A través de la creación de los distintos registros, de las distintas formas de hablar de los personajes, Galdós consigue mostrárnoslos mejor, hacerlos más verosímiles. Μέσω της δημιουργίας διαφορετικών μητρώων των διαφόρων μορφών του λόγου των χαρακτήρων, Galdós μας δείχνουν γίνουν καλύτερα, να γίνουν πιο πιστευτή.
RITMO DE LA NARRACIÓN: Ρυθμό της αφήγησης:
El ritmo de la narración en Miau es, por lo general, lento, ya que por ejemplo, en los catorce primeros capítulos sólo transcurren cuatro días. Ο ρυθμός της αφήγησης σε Miau είναι συνήθως αργή, όπως για παράδειγμα τις πρώτες δεκατέσσερις κεφάλαια διαρκεί μόνο τέσσερις ημέρες. Esto se debe a la minuciosidad de las descripciones ya que apenas sucede nada. Αυτό οφείλεται στην πληρότητα των περιγραφών και ό, τι ακριβώς συμβαίνει.
A partir del capítulo quince la narración se acelera un poco, ya que pasan bastantes días, y suceden los hechos más importantes (Abelarda se enamora de Víctor, Ramón visita frecuentemente el Ministerio, Abelarda ataca a Luisito...). Από το δέκατο πέμπτο κεφάλαιο της αφήγησης είναι λίγο πιο γρήγορα, επειδή περνούν πολλές ημέρες, και τα πιο σημαντικά γεγονότα συμβαίνουν (Abelarda ερωτεύεται Victor, Ραμόν επισκέπτονται συχνά το Υπουργείο, Λουιζίτο επιθέσεις Abelarda ...).
Los cuatro últimos capítulos vuelven tener un ritmo muy lento, porque corresponden a un solo día: el del suicidio de Villaamil. Τα τελευταία τέσσερα κεφάλαια έχουν γίνει πολύ αργή, επειδή αντιστοιχούν σε μία ημέρα: την αυτοκτονία του Villamil. Se describen muchos pensamientos del protagonista, el paisaje... Περιγράφει πολλές σκέψεις του πρωταγωνιστή, το τοπίο ...
Por lo tanto, el ritmo de la narración es algo desigual, hay un desequilibrio en su construcción, aunque presidido por un paralelismo (ritmo lento - ritmo fluido - ritmo lento). Ως εκ τούτου, ο ρυθμός της αφήγησης είναι κάπως άνιση, υπάρχει μια ανισορροπία στην κατασκευή του έργου, αλλά υπό την προεδρία από ένα παράλληλο (αργή - ρέει ρυθμό - αργή).
EL MONÓLOGO INTERIOR: Εσωτερικών μονόλογος:
Otro recurso muy utilizado en Miau por Galdós es el monólogo interior, que sirve para hacernos conocer mejor a los personajes, ya que son sus propios pensamientos, no los cuenta el narrador. Μια άλλη ευρέως χρησιμοποιούμενη πηγή από Miau εσωτερικό μονόλογο Galdós, το οποίο χρησιμεύει για να μας κάνει να κατανοήσουμε καλύτερα τους χαρακτήρες επειδή είναι δικές σας σκέψεις και όχι ο αφηγητής. Los principales monólogos en la novela son de Ramón, Abelarda y Víctor, los personajes más complejos: Ο κύριος μονόλογοι στο μυθιστόρημα είναι του Ramon, Abelarda και Victor, το πιο πολύπλοκο:
“Sale ahora el chico de Cuevas, afanadillo y presuroso. "Πώληση είναι πλέον το αγόρι των Σπηλαίων, afanadillo, γρήγορα. ¿Adónde irá?... Πού θα πάει; ... Busca, hijo, busca, que ya te lo pagará doña Pura con una copita de moscatel... Κοιτάξτε, ο γιος, κοίτα, τι πληρώνετε ήδη Dona Pura με ένα ποτήρι μοσχάτο ... Pues la bobalicona de Milagros estará con el alma en un hilo, porque la infeliz me quiere... Καθώς η ανόητος στην Θαύματα θα είναι με την καρδιά στο στόμα του, γιατί θέλω δυστυχισμένος ... [...]”. [...]". (Ramón). (Ραμόν).
“¡Qué fea soy, Dios mío; qué poco valgo! "Τι είμαι άσχημος, Θεέ μου, πόσο λίγο αξίζει! Más que fea, sosa, insignificante; no tengo ni un solo gramo de sal. Περισσότεροι από άσχημο, θαμπό, ασήμαντη, δεν έχω ούτε ένα γραμμάριο αλάτι. ¡Si al menos tuviera talento! Εάν μόνο είχα ταλέντο! ; pero ni eso... Αλλά ακόμα και αυτό ... [...]. [...]. ¡Vaya que soy desabrida y sin gracia! Καλά είμαι ήπιος και μονότονο! Mi hermana Luisa valía más; aunque la verdad, tampoco era cosa del otro jueves. Louise αδελφή μου ήταν καλύτερη, αν και η αλήθεια δεν ήταν κάτι το άλλο την Πέμπτη. Mis ojos no expresan nada; cuanto más, expresan que estoy triste, pero sin decir por qué [...]”. Τα μάτια μου δεν εκφράζουν τίποτα, η πιο εκφράζουν ότι είμαι λυπημένος, αλλά χωρίς να πει γιατί [...]". (Abelarda). (Abelarda).
“Si me descuido, me espeta la declaración con toda desvergüenza. "Αν μου αμέλεια, βλέμμα του είναι αρκετά επαίσχυντη δήλωση. ¡Y cuidado que es antipática y levantadita de cascos la niña!... Και φροντίδα είναι δυσάρεστη και κράνη levantadita το κορίτσι! ... Y cursi hasta dejárselo de sobra, y sosita... Και μέχρι να τυρώδης για τα ανταλλακτικά, και sosita ... Todo se lo podría perdonar si fuera guapa... Τα πάντα είναι τόσο όμορφη θα μπορούσε να συγχωρεθεί αν ... ¡Ah, Ponce, qué ganga te ha caído!... Αχ, Ponce, τι μια συμφωνία που έπεσε! ... Es una plepa que no hay por donde cogerla para echarla a la basura”. Πρόκειται για ένα PLEP όπου δεν υπάρχει μια έτοιμη να το ρίξει μακριά. " (Víctor). (Victor).
Mediante estos monólogos conocemos más profundamente a Ramón, que durante toda la novela sólo había mostrado el exterior y algo de su carácter. Μέσα από αυτές τις μονολόγους εξερευνήσουν περισσότερα από Ramon, ο οποίος σε όλο το μυθιστόρημα ήταν μόνο δείξει στο εξωτερικό και ορισμένα από του χαρακτήρα. En los últimos capítulos se sabe que vivía abrumado por su situación. Τα τελευταία κεφάλαια είναι γνωστά για να ζήσουν συγκλονισμένοι από την κατάστασή του. En el monólogo de Abelarda descubrimos la imagen que tiene de ella misma: ella se desprecia. Σε μονόλογο της Abelarda βρείτε την εικόνα που έχει για τον εαυτό της: αυτή περιφρονεί. En el de Víctor conocemos sus verdaderos sentimientos hacia Abelarda y su personalidad. Ο Victor να αντιλαμβάνεται την πραγματική τα συναισθήματά της για Αβελάρδος και την προσωπικότητά της.
9- Análisis del espacio. 9 - Ανάλυση του χώρου. Ambientes sociales y personales. Κοινωνική και προσωπική περιβάλλοντα. Localizaciones exteriores e interiores. Εσωτερικές και εξωτερικές τοποθεσίες.
Miau transcurre en los siguientes lugares: Miau έχει ρυθμιστεί στις ακόλουθες θέσεις:
- La casa de los Villaamil: Toda la casa es muy pobre a excepción de la sala, que es la parte principal de esta: tiene muebles bonitos, aunque algo antiguos, sillería de Damasco, alfombra de moqueta, un gran piano, un reloj sin hora y unas cortinas de seda (lo más preciado por Pura de toda la casa). Η Βουλή των Villamil: Όλο το σπίτι είναι πολύ κακή εκτός από το δωμάτιο, το οποίο είναι το κύριο μέρος αυτού: έχετε ωραία έπιπλα, αν και κάπως παλιές καρέκλες Δαμασκό, χαλί, χαλί, ένα μεγάλο πιάνο, ένα ρολόι με κανέναν χρόνο και μεταξωτές κουρτίνες (πιο πολύτιμο από καθαρό όλο το σπίτι). Toda la casa estaba muy limpia, y la sala era la única habitación que aún poseía objetos caros porque allí es donde se recibían las visitas. Όλο το σπίτι ήταν πολύ καθαρό και το δωμάτιο ήταν το μοναδικό δωμάτιο που είχε ακόμη ακριβά αντικείμενα, επειδή αυτό είναι όπου οι επισκέπτες είχαν λάβει.
- La ciudad: La obra transcurre en Madrid, en una zona modesta. Η Πόλη: Το έργο διαδραματίζεται στη Μαδρίτη, σε μια μικρή περιοχή. Esta ciudad tiene muchos parques naturales, iglesias, edificios (el Ministerio, el Teatro Real, la cárcel de mujeres...). Αυτή η πόλη έχει πολλά πάρκα, εκκλησίες, κτίρια (το υπουργείο, το Βασιλικό Θέατρο, στις φυλακές των γυναικών ...).
- El Ministerio: Ramón Villaamil va todos los días para pedir trabajo, y para enterarse de las últimas combinaciones. Το Υπουργείο: Ramón Villamil πηγαίνει κάθε μέρα για να ζητήσει δουλειά, και να δείτε τις τελευταίες συνδυασμούς. A este lugar se le describe como un laberinto, con todos sus pasillos, escaleras, gente, ruidos... Αυτό το μέρος περιγράφεται ως ένας λαβύρινθος, με όλους τους διαδρόμους, κλιμακοστάσια, οι άνθρωποι, ο θόρυβος ... En el segundo piso se encuentra el despacho de Pantoja, donde se reúnen para cotorrear él, Ramón, Argüelles, Guillén, Espinosa y los demás. Στο δεύτερο όροφο είναι το γραφείο του Pantoja, όπου συγκεντρώνονται για να κρεμάσει έξω αυτό, Ramon Arguelles, Guillen, Espinosa και άλλα. El ambiente en el Ministerio es malo, casi nadie se dedica a trabajar, nadie cumple con sus obligaciones. Η ατμόσφαιρα στο Υπουργείο είναι κακό, σχεδόν κανείς δεν είναι αφιερωμένο στην εργασία, κανείς δεν ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις της.
- La iglesia: Las iglesias más concurridas por la familia Villaamil son la de las Comendadoras y la de Montserrat. Η Εκκλησία: Η εκκλησία από πιο πολυσύχναστο Villaamil της οικογένειας είναι οι Διοικητές και Μοντσεράτ. La primera se describe como callada y oscura. Η πρώτη περιγράφεται ως ήσυχο και σκοτεινό. Aquí, en la Capilla de los Dolores, es donde quedan Abelarda y Víctor para hablar a solas. Εδώ, στο παρεκκλήσι των θλίψεων, είναι όπου είναι Αβελάρδος και Βίκτορ να μιλήσει μόνη της.
- La escuela: Aquí es donde lo pasa peor Luisito, por no saberse la lección y por las burlas de sus compañeros, sobre todo de Posturitas. Σχολή: Εδώ είναι που συμβεί το χειρότερο Λουιζίτο, επειδή δεν ξέρει το μάθημα και η γελοιοποίηση των συνομηλίκων τους, ειδικά φλυαρίες. No es un lugar muy descrito, pero es bastante modesta. Δεν είναι ένας τόπος που περιγράφεται, αλλά είναι μάλλον μέτρια.
- La taberna: Las dos tabernas a las que acude Ramón Villamil están en una zona más pobre, aunque Ramón piensa que el tabernero es muy simpático y que la comida sabe mejor allí. Η παμπ: Οι δύο ταβέρνες που Ramón Villamil παρακολουθεί είναι σε χειρότερη περιοχή, αλλά πιστεύει ότι ο μπάρμαν Ramon είναι πολύ φιλικό και τα τρόφιμα τα γούστα καλύτερα εκεί.
10- Tiempo interno de la narración. 10 - Εσωτερική χρόνο της αφήγησης. Organización temporal del relato. Χρονική οργάνωση της αφήγησης.
La novela transcurre en apenas dos meses, desde primeros de Febrero a primeros de Abril. Το μυθιστόρημα λαμβάνει χώρα σε μόλις δύο μήνες από τις αρχές Φεβρουαρίου έως τις αρχές Απριλίου. Se ven representados diferentes tiempos, y esto afecta a la estructura del relato. Οι διαφορετικές χρονικές στιγμές εκπροσωπούνται, και αυτό επηρεάζει τη δομή της ιστορίας. Primero se pueden diferenciar en la novela las distintas etapas por las que ha pasado la familia Villaamil: La primera, en la transcurre la novela, se describe cómo la situación de Ramón se va haciendo cada vez más insoportable hasta que decide suicidarse; La segunda sólo se conoce por referencias: entre 1877 y 1878 Ramón queda cesante por última vez; La tercera transcurre entre 1869 y 1877: Víctor llega a la familia, nace Luisito, muere Luisa y Ramón ya no volverá a ser el que era antes. Κατ 'αρχάς, το μυθιστόρημα μπορεί να διαφέρουν σε διάφορα στάδια μέσω των οποίων η οικογένεια έχει πάει Villamil: Η πρώτη λαμβάνει χώρα στο μυθιστόρημα, περιγράφει πώς η κατάσταση του Ramon γίνεται ολοένα και πιο αφόρητη μέχρι που αποφασίζει να αυτοκτονήσει, η δεύτερη μόνο Είναι γνωστό αναφορές: μεταξύ 1877 και 1878 Ramon γίνονται άνεργοι για τελευταία φορά η τρίτη φορά μεταξύ 1869 και 1877: Victor έρχεται στην οικογένεια, γεννημένος Λουιζίτο, Luisa και Ramon πεθαίνει δεν θα είναι πια αυτό που ήταν πριν. La cuarta etapa abarca desde 1854 a 1868: Villaamil queda cesante once meses, pero después recupera un puesto en provincias y lo pierde en la Revolución de Septiembre de 1868; La última etapa, recordada por Ramón con complacencia iría de 1841 a 1853, la familia vivía muy bien: tenía dinero y prestigio. Η τέταρτη φάση καλύπτει 1854-1868: Villaamil χάνεται έντεκα μήνες, αλλά στη συνέχεια ανακτά μια θέση σε επαρχίες και έχασε στην Επανάσταση του Σεπτεμβρίου 1868, το τελευταίο στάδιο, Ramon θυμόμαστε με ευχαρίστηση πάει 1841-1853, η οικογένεια έζησαν πολύ καλά: είχε χρήματα και κύρος.
También se puede ver la organización temporal por capítulos: del 1 al 6 transcurre la acción sin apenas interrupciones, pero en el capítulo 6 se hace un flashback para narrarnos el pasado de Milagros cuando aún podía haberse dedicado a la ópera. Μπορείτε επίσης να δείτε τη χρονική οργάνωση των κεφαλαίων 1 έως 6 της δράση λαμβάνει χώρα σχεδόν χωρίς διακοπή, αλλά το κεφάλαιο 6 είναι μια αναδρομή στο παρελθόν για να αφηγηθεί το παρελθόν σε θαύματα, όταν δεν θα μπορούσε πάντως να έχει αφιερωθεί στην όπερα. Desde el capítulo 7 hasta el 13 continúa la acción en el presente, hasta que en el capítulo 13 se hace otro flashback para recordar cómo era Luisa, cómo conoció a Víctor, cómo fue volviéndose loca hasta que muere. Από το κεφάλαιο 7 - 13 συνεχίζεται σε αυτή τη δράση, μέχρι Κεφάλαιο 13 είναι ένα άλλο αναδρομή στο παρελθόν για να θυμηθεί τι ήταν Luisa, πώς γνώρισε τον Βίκτορ, πώς ήταν τρελός μέχρι να πεθάνει. Después se cuenta con menos detalles el transcurso de la familia Villaamil hasta el momento actual, incluyendo los trabajos que desempeña Ramón. Στη συνέχεια, με λιγότερες λεπτομέρειες κατά τη διάρκεια της οικογένειας Villamil μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των έργων έπαιξε Ramon. Este capítulo es el que narra toda la historia de la familia para que entendamos mejor lo que está ocurriendo. Αυτό το κεφάλαιο είναι αυτό που λέει όλη την ιστορία της οικογένειας να κατανοήσουμε καλύτερα τι συμβαίνει. En el capítulo 14 la acción sigue parada, pues en él se nos describe a Quintina e Ildefonso, a qué se dedican, y las malas relaciones entre ambas familias, ya que las dos querían ocuparse de criar a Luisito. Στο κεφάλαιο 14 η δράση έχει σταματήσει, γιατί περιγράφει μας Quintina και Ildefonso, τι κάνουν, και κακές σχέσεις μεταξύ των δύο οικογενειών, καθώς και οι δύο ήθελαν να αυξήσουν Λουιζίτο συμφωνία. En el capítulo 15 se reanuda la acción, que se interrumpe de vez en cuando para regresar al pasado cada vez que Ramón le cuenta “sus historias” a todo el mundo. Κεφάλαιο 15 συνεχίζεται η δράση διακόπτεται από καιρού εις καιρόν για να επιστρέψετε στο παρελθόν όποτε Ramón λέει «ιστορίες» σε ολόκληρο τον κόσμο. La acción prosigue normalmente, aunque entre el capítulo 37 y el 38 parece que pasan unos días. Η δράση συνεχίζεται κανονικά, αλλά μεταξύ του κεφαλαίου 37 και 38 φαίνεται να περάσουν μερικές ημέρες. En el capítulo 42, cuando Ramón ya ha dejado a Luisito en casa de su tía Quintina, piensa en la vida que ha malgastado (otra regresión al pasado). Στο κεφάλαιο 42, όταν ο Ραμόν και Λουιζίτο έχει αφήσει το σπίτι της θείας του Quintina, πως η ζωή έχει χάσει (άλλο παλινδρόμησης με το παρελθόν). La última vez que se recuerda un momento pasado es en el capítulo 43, en el que Ramón piensa en el día en que le pidió al padre de Pura la mano de ésta, y se arrepiente. Η τελευταία φορά που θυμάμαι ένα παρελθόν στιγμή είναι στο κεφάλαιο 43, με τον οποίο Ramón σκέφτεται την ημέρα που ο ίδιος ζήτησε από τους γονείς από το χέρι του, και να μετανοήσουν.
11- Trasfondo histórico de la obra. 11 - Ιστορική αναδρομή του έργου. Relaciones extratextuales. Extratextual σχέσεις.
La novela sucede en el año 1878, en unos dos meses, Febrero y Marzo. Το μυθιστόρημα πηγαίνει για το έτος 1878, περίπου δύο μήνες, Φεβρουάριο και Μάρτιο. Se menciona que hace un mes se ha casado por primera vez el rey Alfonso XII con su prima María de las Mercedes, hija de los duques de Montpensier, y esto ocurrió en Enero de 1878. Σημειώνεται ότι πριν από ένα μήνα έχει παντρευτεί για πρώτη φορά ο βασιλιάς Alfonso XII στον ξάδελφό του, Maria de las Mercedes, κόρη του δούκα του Montpensier, και αυτό συνέβη τον Ιανουάριο του 1878. Es el comienzo de la Restauración: la nación comenzaba a recobrarse de las guerras Carlistas, el reinado de Amadeo de Saboya y la primera República. Είναι η αρχή της αποκατάστασης, το έθνος άρχισε να ανακάμψει από τις καταλόγου αυτοκινήτων πολέμους, τη βασιλεία του Amadeo της Σαβοΐας και της Πρώτης Δημοκρατίας.
Don Antonio Cánovas del Castillo (mencionado en la novela) había tomado las riendas del gobierno e impuesto la restauración de la monarquía, que había sido destituida por la revolución de Septiembre en la persona de Isabel II. Don Antonio Canovas del Castillo (που αναφέρονται στο μυθιστόρημα), είχε πάρει τα ηνία της κυβέρνησης και προέβλεπε την αποκατάσταση της μοναρχίας, που είχε καθαιρεθεί από την επανάσταση του Σεπτεμβρίου του στο πρόσωπο του Isabel II.
La monarquía restaurada y la anterior se diferencian en que el rey es ahora constitucional. Η μοναρχία αποκαταστάθηκε και η πρώην διαφέρουν στο ότι ο βασιλιάς είναι πλέον συνταγματικά. La Restauración fue un período histórico de gran estabilidad, en que los conservadores, dirigidos por Cánovas, se alternaron en el gobierno de la nación con los liberales, cuyo líder fue Mateo Sagasta. Η αποκατάσταση ήταν μια ιστορική περίοδο της μεγάλης σταθερότητας, οι Συντηρητικοί, με επικεφαλής τον Canovas, εναλλάσσονταν στην εθνική κυβέρνηση με τους Φιλελεύθερους, του οποίου ηγέτης ήταν Ματέο Sagasta.
Las mudanzas de gobierno traían cambios en el funcionariado, los partidos beneficiaban a sus afiliados, y los ajustes de plantilla eran importantes. Οι αλλαγές της κυβέρνησης έφερε αλλαγές στον δημόσιο τομέα, τα μέρη που ωφελούνται τα μέλη και το προσωπικό του ήταν σημαντικές προσαρμογές. Ramón se ve afectado por uno de ellos, a dos meses de su jubilación, y según la legislación vigente sin esos dos meses no recibiría ninguna retribución. Ramon επηρεάζεται από ένα με δύο μήνες από τη συνταξιοδότησή του, και σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, χωρίς τις δύο μήνες θα λάβουν καμία αμοιβή.
Otro aspecto importante es que la acción transcurre en Madrid. Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι ότι η δράση λαμβάνει χώρα στη Μαδρίτη. La ciudad de Madrid representada en la novela tiene algunas semejanzas con la actual, salvadas las excepciones normales; por ejemplo, la plaza de San Marcial, que antes era pequeña, pasaría a convertirse en la plaza de España, la Gran Vía aún no había sido abierta... Η πόλη της Μαδρίτης, που εκπροσωπούνται στο μυθιστόρημα έχει κάποιες ομοιότητες με την παρούσα, εκτός από τις κανονικές, όπως είναι η Plaza de San Marcial, πρώην μικρό, θα γίνει στο Plaza της Ισπανίας, η Gran Vía δεν είχε ακόμη ανοιχτή ...
Una de las características del Madrid decimonónico se deriva de la importancia que cobró como espacio público: a partir de 1868 España comienza a entender la vida pública con una visión democrática, se reconoce que la financiación del espacio público la efectuaba el ciudadano. Ένα από τα χαρακτηριστικά του δέκατου ένατου αιώνα Μαδρίτης προέρχεται από τη σημασία που διεκδικείται ως δημόσιου χώρου: από το 1868 η Ισπανία αρχίζει να καταλαβαίνει τη δημόσια ζωή με μια δημοκρατική άποψη, αναγνωρίζεται ότι η χρηματοδότηση του δημόσιου χώρου γίνεται από ένα πολίτη.
Un aspecto complementario al público, que adquirió en el siglo XIX una significativa posición, es el privado, el de la familia. Μια συμπληρωματική πτυχή του κοινού, τον δέκατο ένατο αιώνα απέκτησε σημαντική θέση, είναι η ιδιωτική, η οικογένεια. Las relaciones entre padres e hijos y entre hermanos se desarrollan como nunca antes, el trato familiar comienza a hacerse común, se acortan las distancias emocionales. Οι σχέσεις μεταξύ γονέων και παιδιών και μεταξύ αδερφών ανάπτυξη όσο ποτέ άλλοτε, η οικογενειακή ατμόσφαιρα αρχίζει να γίνεται είναι συντομευμένη κοινές συναισθηματικές αποστάσεις. Esta humanidad del ámbito privado se extendía a la calle. Αυτή η ανθρωπιά της ιδιωτικής ζωής επεκταθεί στο δρόμο. Los Villaamil, a pesar de que tienen deudas en las tiendas, que su economía doméstica es muy precaria, parecen a gusto en el lugar donde se encuentran. Η Villamil, παρά το γεγονός ότι τα χρέη στα καταστήματα, τα οποία εγχώρια οικονομία της είναι πολύ αδύναμη, φαίνεται άνετα στο χώρο όπου βρίσκονται. Por eso cuando Ramón va al Ministerio y se encuentra con sus antiguos compañeros espera un trato amable, aunque percibe el rechazo y sus burlas. Έτσι, όταν ο Ραμόν πηγαίνει προς το Υπουργείο και με τους πρώην συνεργάτες του περιμένουν ένα φιλικό, αν και θεωρείται απόρριψη και γελοιοποίηση.
12- Intencionalidad del autor. 12 - Πρόθεση του συγγραφέα. Punto de vista. POV.
La intención principal de Galdós al escribir Miau fue hacer una fuerte crítica a la política ya la administración de la época. Ο κύριος σκοπός της γραφής Miau Galdós ήταν να γίνει μια ισχυρή κριτική της πολιτικής και της διοίκησης κατά τη χρονική στιγμή.
A través de Ramón Villaamil, Galdós muestra una España atrasada, estancada, donde lo único que importa son los intereses individuales, la imagen exterior, los contactos... Μέσω Ramón Villamil, Ισπανία Galdós δείχνει ένα προς τα πίσω, στάσιμο, όπου το μόνο που έχει σημασία είναι το ατομικό συμφέρον, η εξωτερική εικόνα, επαφές ...
Las ideas progresistas de Villaamil y la súplica de un puesto de trabajo le muestran entre los que le rodean como un loco, aunque en nuestro tiempo no nos lo parecería. Villaamil προοδευτικές ιδέες και την έκκληση του δουλειά που δείχνει τον μεταξύ τους γύρω του σαν τρελός, αλλά στην εποχή μας δεν φαίνεται τόσο.
Galdós también hace una crítica de la sociedad del XIX, que carece de valores, y otra crítica sobre la religiosidad, ya que la familia Villaamil es muy poco religiosa, pero acuden con mucha devoción a la Iglesia cada vez que tienen problemas. Galdós επίσης την κριτική του δέκατου ένατου αιώνα της κοινωνίας των πολιτών, που δεν έχει αξίες, και μια κριτική της θρησκείας, αφού η οικογένεια είναι πολύ θρησκευτική Villaamil, αλλά έρχονται με μεγάλη αφοσίωση στην εκκλησία όταν έχουν προβλήματα.
Todas estas críticas las hace utilizando la ironía, no sólo para los personajes, los ambientes, el argumento... Όλες αυτές οι επικρίσεις που έγιναν με ειρωνεία, όχι μόνο για τους χαρακτήρες, ρυθμίσεις, οικόπεδο ... sino también para el título de la novela: Miau podría dar nombre a las felinas mujeres de la casa Villaamil oa las ideas renovadoras de Ramón, pero también podría dar nombre a la situación política en España, como una risa sarcástica. αλλά και για τον τίτλο του μυθιστορήματος: νιαούρισμα θα μπορούσε να δώσει ένα όνομα για τις γυναίκες του σπιτιού γάτα ή Villaamil Ramon καινοτόμες ιδέες, αλλά θα μπορούσε το όνομα και την πολιτική κατάσταση στην Ισπανία, ως ένα σαρκαστικό γέλιο.
Víctor es el contrapunto de Ramón, que al final triunfa en todo lo que se propone, y que no es nada honesto. Victor είναι η αντίστιξη με Ramon, ο οποίος τελικά καταφέρνει ό, τι προτείνει, και ότι δεν είναι ειλικρινής. Con Víctor Galdós creó un personaje muy verosímil, que el público podía reconocer como real: su forma de ser, su carácter, sus ideas, existían entre la sociedad. Victor Galdos δημιουργήσει ένα πολύ αξιόπιστο, ότι το κοινό θα μπορούσε να αναγνωρίζουν ως πραγματική: η φύση του, το χαρακτήρα του, τις ιδέες του, ήταν μεταξύ των πολιτών.
Esta visión pesimista de Galdós en relación con Miau y sus personajes es, en realidad, la visión propia del autor sobre el momento en el que vive. Αυτή η απαισιόδοξη άποψη του Galdós σε σχέση με Miau και οι χαρακτήρες του είναι, στην πραγματικότητα, τη δική του άποψη του συγγραφέα σχετικά με το πότε ζεις.
13- Conclusiones y valoración de la obra. 13 - Συμπεράσματα και αξιολόγηση του έργου.
CONCLUSIONES: ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Miau no es una novela de tesis: hace unas críticas muy duras al Estado, a la Administración (a la política en general), a la religión, a la sociedad del XIX... Miau δεν είναι μια διατριβή μυθιστόρημα κάνει μια σκληρή κριτική του Κράτους, για τη Διοίκηση (στην πολιτική εν γένει), τη θρησκεία, την κοινωνία του δέκατου ένατου ...
Se narra la situación de un ser humano, su problema de desempleo y la subsistencia en la sociedad burguesa. Θα αφηγείται την κατάσταση ενός ανθρώπου, το πρόβλημα της ανεργίας και ζουν στην αστική κοινωνία. También se habla de la situación de España. Θα μιλήσουμε επίσης για την κατάσταση στην Ισπανία.
En Miau podemos ver el desgaste psicológico de Ramón, que cada día está más obsesionado y termina volviéndose loco y suicidándose, dejándonos un mensaje: “disfruta de la vida mientras puedas” (Carpe Diem), ya que él malgastó su vida con las exigencias de Pura y sirviendo al Estado. Σε Miau να δείτε την ψυχολογική πίεση του Ραμόν, ο οποίος γίνεται ολοένα και πιο βασανισμένος και τρελός και καταλήγει να αυτοκτονήσει, αφήνοντας ένα μήνυμα: «απολαμβάνουν τη ζωή, ενώ μπορείτε να" (Carpe Diem), δεδομένου ότι χάνεται η ζωή του με τις απαιτήσεις του Αγνό και εξυπηρετεί το κράτος.
Galdós nos cuesta el problema de Villaamil a través de grandes descripciones, con el empleo de monólogos interiores, y adaptando el lenguaje a los personajes que crea (hay una gran variedad de registros): el infantil, el coloquial a veces vulgar… Galdós μας κοστίζει Villaamil πρόβλημα μέσα από μεγάλες αφηγήσεις, με τη χρήση των εσωτερικών μονολόγων, και την προσαρμογή της γλώσσας στους χαρακτήρες που δημιουργεί (υπάρχουν διάφορα αρχεία): το παιδί, μερικές φορές χυδαίος καθομιλουμένης ...
VALORACIÓN DE LA OBRA: Αξιολόγηση του έργου:
La novela no me ha gustado mucho, se me ha hecho bastante larga y pesada por todas las descripciones, el lenguaje a veces un poco anticuado y por las alusiones a la política. Το μυθιστόρημα μου άρεσε, έχω γίνει αρκετά μεγάλη και βαριά για όλες τις περιγραφές, η γλώσσα είναι μερικές φορές ένα κομμάτι της και το νύξεις στην πολιτική. El argumento está bien, al final es un poco triste pero es de esperar. Το επιχείρημα είναι καλά, το τέλος είναι λίγο λυπηρό, αλλά αναμενόμενη. Creo que Galdós ha creado unos personajes muy complejos, les ha hecho hablar a cada uno de una manera acorde con su carácter, y sus pensamientos también son muy complejos y elaborados (nosotros los vemos mediante los monólogos interiores). Νομίζω ότι Galdos έχει δημιουργήσει συγκρότημα χαρακτήρες, τους έχει κάνει να μιλούν μεταξύ κατά τρόπο που συνάδει με τον χαρακτήρα του, και οι σκέψεις του είναι επίσης πολύ σύνθετες και περίπλοκες (που βλέπουμε μέσω εσωτερικών μονολόγων).
14- Notas y Bibliografía. 14 - Σημειώσεις και παραπομπές.
BIBLIOGRAFÍA: ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
- Benito Pérez Galdós: Miau. Edición e introducción de Germán Gullón, Madrid, Espasa, 1999. Benito Pérez Galdós:. Miau Επιμέλεια και εισαγωγή Gullón Germain, Μαδρίτη, Oxford University Press, 1999.
- María Victoria Ayuso de Vicente, Consuelo García: Diccionario de términos literarios, Madrid, Akal, 1990. Maria Victoria Ayuso de Vicente, Consuelo Garcia: Λεξικό λογοτεχνικών όρων, Μαδρίτη, Akal, 1990.
- VV.AA. VV.AA. : Historia de la literatura española, Madrid, Taurus, 1980. Ιστορία της ισπανικής λογοτεχνίας, της Μαδρίτης, Ταύρος, 1980.
- Benito Pérez Galdós: Miau , Madrid, Alianza, 1997. Benito Pérez Galdós: Miau, Μαδρίτη, Alliance, 1997.
- VV.AA. VV.AA. : Lengua y literatura, guía de estudio, Barcelona, Artel, 1991. : Γλώσσα και λογοτεχνία, οδηγός σπουδών, Βαρκελώνη, Artel, 1991.
- Enciclopedia Microsoft Encarta 98. Η Microsoft Encarta Encyclopedia 98.
- www.cervatesvirtual.com/bib_autor/galdos. www.cervatesvirtual.com / bib_autor / Galdo.
- http://roble.pnic.mec.es/~msanto1/lengua/2realismo.htm . http://roble.pnic.mec.es/ ~ msanto1/lengua/2realismo.htm.
- http://www.geocities.com/Athens/oracle/6807/index2.html . http://www.geocities.com/Athens/oracle/6807/index2.html.
- www.ensayo.rom.uga.edu/filosofos/spain/galdos . www.ensayo.rom.uga.edu / φιλόσοφοι / Ισπανία / Galdo.
EDWARD LEWINE AND SPAIN
Edward Lewine
Edward Lewine | |
---|---|
Born | 1967 Mannhatan |
Occupation | journalist, author |
Notable credit(s) | The New York Times, Details, MSNBC, New York Daily News, Death and the Sun: A Matador's Season in the Heart of Spain (book), "What's a Homeowner To Do?" (Book). |
Religion | Judaism |
Spouse(s) | Megan Liberman |
Children | Noah Milton Lewine, Charlotte Sophia Lewine |
Relatives | Carol F. Lewine and Milton J. Lewine |
Lewine has also written for Details and Slate.com. He was a staff writer at the New York Daily News and has done film reviews for MSNBC. He is the author of two books. Death and the Sun, an account of a year in the life of a Spanish matador and What's a Homeowner To Do? a humorous and informative guide to living in and taking care of a house. Lewine began his career in the art world. He was the head of the Old Master Drawings Department at Christie's New York in the early 1990s.
PERSONAL [EDIT]
One of Lewine's professors at the Columbia University School of Journalism was Ari L. Goldman.[1]Lewine is married to Margaret Liberman,[2] who was named web editor of The New York Times Magazine in March 2007 and has been Newsroom Editor for Blogs since 2011.
Lewine is the son of Milton J. Lewine, a professor of art history at Columbia University, and Carol F. Lewine, a professor emerita of art history at Queens College. His son and daughter are currently attending school in Brooklyn New York Park Slope. His wife edits blogs for The New York Times.
BIBLIOGRAPHY [EDIT]
- Death and the Sun: A Matador's Season in the Heart of Spain. (hardcover) New York: Houghton Mifflin, 2005. ISBN 0-618-26325-X ISBN 978-0618263257 (paperback) New York: Houghton Mifflin, 2007. ISBN info TK
- "What's a Home Owner To Do?" (Paperback) New York: Artisan, 2011. ISBN 978-1-57965-433-7, with Stephen Fanuka.
ΚΥΡΙΑΚΗ, 17 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2013
δυο κοσμοι ζουσαν κοντα ο ενασ στον αλλο....Κοσμοι τοσο διαφορετικοι οενας απο τον αλλο.Τους ενωνε ομως μονο ενα κοινο. -η φτωχεια- Μ. ΠΕΡΕΖ ΓΚΑΛΝΤΟΣ ..[[MISERICORDIA]]
.Η Benina περνά μέσα από πολλες και πολύπλοκες καταστασεις για να βοηθήσει την κυρία της, Ωσπου επηγε καιστη φυλακή για επαιτεία στους δρόμους και καποτε λιθοβοληθηκε απο μια ομάδα νεαρών . Όταν η Benina είναι στη φυλακή, οσύζυγός της Francisca και φίλοι ανησυχουνε πολύ γι 'αυτήν. . Η κυρία δέχεται μια μεγάλη κληρονομιά που θα φέρει την οικογένειά της και από τη φτώχεια, αλλά και να φέρει κάποια προβκηματα.Η Benina επιστρέφει στο πρώην σπίτι του, όπου όλα έχουν αλλάξει. Η Juliana, που είναι η κόρη της Dona Francisca, είναι τώρα υπεύθυνη για το σπίτι και προσλαμβάνει ένα άλλο κορίτσι, που προσπαθεί να πείσει τη γυναίκα του ότι δεν Benina δεν ειναι καλό πρόσωπο και ότι είναι πολύ γρια για να εκτελέσει δουλειές του σπιτιού καλά. Ετσι η Doña Francisca αρνείται να προσλάβει εκ νέου τη Μπενινα ως ανταμοιβή για τα χρόνια υπηρεσίας του θα σας δώσει ένα μικρό ποσό από τα μεροκαματα παλια. Στο τέλος του έργου, ηFrancisca Benina συγχωρεί και ζει με το συνεργάτη του Almudena, ο οποίος πάσχει από λέπρα, αυτή θα παραμείνει σε κάθε περίπτωση στο πλευρό του για να βοηθήσει.
, SE ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΣ ΖΟΥΣΕ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΖΥΓΟ ΤΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ Η ΕΛΛΕΙΨΗ ΧΡΗΜΑΤΩΝ, ΑΛΛΑ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΤΟΥΣ ΝΑ ΧΕΙΡΙΣΤΟΥΝ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ, ΠΗΓΑΝ ΝΑ ΚΑΤΑΣΤΡΑΦΟΥΝ.CASA POR . ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΖΗΣΕΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ BENINA ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΦΕΥΓΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΓΙΑ ΤΟ ΦΟΒΟ ΤΩΝ ΧΡΕΩΝ. SE PREOCUPA . ΦΡΟΝΤΙΖΟΥΝ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΤΟΥΣ. .
ΠΕΜΠΤΗ, 15 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012
ΠΟΡΣΙΑ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 22 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2006
Αντόνιο Πόρτσια, 32 Φωνές
1. Κάποιοι, απομακρυνόμενοι από όλους, πάνε κερδίζοντας την έρημο.2. Δεν ξέρεις πια τι να κάνεις, ούτε όταν ξαναγίνεσαι παιδί.
Και είναι θλιβερό να βλέπεις ένα παιδί που πια δεν ξέρει τι να κάνει.
3. Αν πιστεύεις πως είσαι σαν οποιαδήποτε ύπαρξη,
σαν οποιοδήποτε πράγμα, είσαι όλες οι υπάρξεις,
όλα τα πράγματα. Είσαι το σύμπαν.
4. Φορές χρειάζομαι το φως ενός σπίρτου για να φωτίσω τ' άστρα.
5. Όποιος έχει κάνει χίλια πράγματα κι όποιος δεν έχει κάνει κανένα,
νιώθουν τις ίδιες επιθυμίες: να κάνουν ένα πράγμα.
6. Όταν πλησιάζω μια ψυχή, δεν έχω την επιθυμία να τη γνωρίσω·
όταν απομακρύνομαι, ναι.
7. Τα λουλούδια δίχως άρωμα οφείλουν την ονομασία λουλούδια
στα λουλούδια που μυρίζουν.
8. Όταν δεν βαδίζω στα σύννεφα, βαδίζω σαν χαμένος.
9. Η δίψα μου ευχαριστιέται ένα ποτήρι νερό, όχι μια θάλασσα νερό.
10. Τα πλεονεκτήματα ενός πράγματος δεν έρχονται απ' αυτό: πάνε σ' αυτό.
11. Όταν δεν μπορείς να με κάνεις να κλάψω ή να γελάσω,
μπορείς μονάχα να με κουράσεις.
12. Το κακό που δεν έχω κάνει, πόσο κακό έχει κάνει!
13. Μη μου μιλάς. Θέλω να 'μαι μαζί σου.
14. Μέχρι και το πιο μικρό από τα όντα έχει έναν ήλιο στα μάτια.
15. Αν είσαι καλός με αυτόν, με εκείνον, αυτός,
εκείνος θα έλεγαν πως είσαι καλός. Αν είσαι καλός με όλους,
κανείς δεν θα πει πως είσαι καλός.
16. Για αυτούς που πεθαίνουν, αυτή η γη είναι
το ίδιο με το πιο μακρινό αστέρι. Δεν θα έπρεπε να μας ανησυχεί
αυτό που συμβαίνει…στο πιο μακρινό αστέρι.
17. Έχασα διπλά, γιατί επίσης κέρδισα.
18. Όποιος κάνει έναν παράδεισο από το ψωμί του,
από την πείνα του κάνει μια κόλαση.
19. Αν πιστεύεις πως δεν μου οφείλεις τίποτα,
τίποτα δεν μου οφείλεις, γιατί σέβομαι όλες
τις πίστεις και γιατί όλες οι πίστεις είναι ίδιες. Όλες είναι πίστεις.
20. Φορές για να απομακρυνθώ από τον κόσμο
τον σηκώνω γύρω μου σαν ένα τείχος
21. Τα πράγματα που περισσότερο αντιτίθενται
μεταξύ τους είναι αυτά που λιγότερο αντιτίθενται σε μένα.
22. Όλα είχαν μείνει χωρίς πλάνη, εκείνη τη φορά.
Κι εκείνη τη φορά είχα φόβο για όλα.
23. Αν κοιτάζεις πάντα ένα και το ίδιο πράγμα,
δεν είναι δυνατόν να το δεις.
24. Όποιος ανοίγει όλες τις πόρτες, μπορεί να τις κλείσει όλες.
25. Εγώ θα του ζήταγα κάτι περισσότερο αυτού του κόσμου,
αν είχε κάτι περισσότερο αυτός ο κόσμος.
26. Να φοβίζεις δεν εξευτελίζει τόσο όσο το να είσαι φοβισμένος
27. Ο έρωτας όταν χωράει σ' ένα μόνο άνθος, είναι άπειρος.
28. Αυτοί που δώσαν τα φτερά τους είναι θλιμμένοι,
με το να μην τα βλέπουν να πετούν.
29. Δεν βλέπεις το ποτάμι του θρήνου γιατί του λείπει ένα δικό σου δάκρυ.
30. Η ξένη φτώχια μου αρκεί για να νιώθω φτωχός· η δική μου δεν μου αρκεί.
31. Ναι, υποφέρω πάντα, αλλά μονάχα κάποιες στιγμές, γιατί
μονάχα κάποιες στιγμές σκέφτομαι πως υποφέρω πάντα.
32. Και σχεδόν όλα τα περνάω έτσι, από τον καιρό που,
σαν μια γέφυρα, περνάει πάνω από όλα.
M.Fernandes
ΠΕΜΠΤΗ, 31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2006
Μιγκέλ Ερνάντεθ, Ελεγεία
(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)
ΘΕΛΩ κλαίγοντας να ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.
Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες
μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.
Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.
Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.
Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.
Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.
Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.
Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.
Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.
Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.
Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου
αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.
Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.
Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.
Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.
(10 Ιανουαρίου 1936)
Ένα από τα πιο φημισμένα είναι και αυτό που μεταφράζουμε εδώ. Συσχετίζεται πάντα με το Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα και θεωρείται ένα είδος απάντησης.
Το θέμα του ποιήματος είναι ο θάνατος του στενού φίλου της εφηβείας του Ερνάντεθ στην Οριουέλα, το χωριό του, του Ραμόν Σιτζέ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χοσέ Μαρίν Γκουτιέρρεθ. Είχε γεννηθεί το 1913. Στα 19 ήταν κιόλας δικηγόρος και δημοσίευε τα πρώτα του δοκίμια στον τοπικό τύπο. Πέθανε ξαφνικά μετά από σύντομη ασθένεια στις 24 Δεκεμβρίου του 1935, σε ηλικία 21 ετών. Στο διάστημα αυτό ο Ερνάντεθ βρισκόταν στη Μαδρίτη. Το ποίημα με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1936, πρωτοπαρουσιάστηκε στο περιοδικό Revista de Occidente, την ίδια χρονιά και προκάλεσε εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Όπως ήταν φυσικό η επιτυχία του ποιήματος μυθοποίησε τόσο το βίο του Ραμόν Σιτζέ όσο και τη σχέση των δύο φίλων.
Πολλά από τα ποιήματα του Ερνάντεθ κινούνται στα όρια του αμετάφραστου. Ένα από αυτά θα έλεγα πως είναι και το αποδιδόμενο εδώ. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως εις βάρος της ρίμας του μεταφέρεται πιστά ο ρυθμός και η θέρμη του σε επίπεδο άξιο για δημοσίευση. Συγχρωτίζομαι για χρόνια και απ’ ότι φαίνεται δεν θα πάψω να συγχρωτίζομαι μ’ αυτό το ποίημα.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2012
NUEVO LIBRO DE PABLO TOUSET 2012
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 20 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012
REVERTE
ΔΕΥΤΕΡΑ, 9 ΙΟΥΛΙΟΥ 2012
a novel by=EMILIA PARDO BAZAN TRANSLATED IN GREEK LANGUAGE
- 10.00
- € 9.00
Η ΓΟΡΓΟΝΑ
- Κύριος Συγγραφέας: ΜΠΑΖΑΝ ΜΠΑΡΝΤΟ ΕΜΙΛΙΑ () BAZAN PARDO EMILIA
- Εκδοτικός Οίκος: ΠΑΠΥΡΟΣ
- Έτος έκδοσης: 2010
- Σελίδες: -
- ISBN: 9789604860135
- Σύντομη Περιγραφή:
- Μια παλιά κατάρα βαραίνει τον οίκο των Απόντε στη Γαλικία. Ποτέ καμιά γενιά δεν απέκτησε πάνω από έναν απόγονο ούτε και κανείς αρσενικός Απόντε κατάφερε ν αντισταθεί στο κάλεσμα της θάλασσας και της Γοργόνας, στο κάλεσμα του πόθου, της σαγήνης αλλά και του θανάτου μαζί. Η νουβέλα ``Η γοργόνα``, γραμμένη το 1921 από την Εμίλια Πάρδο Μπαθάν (1851-1921) και βασισμένη σ έναν αρχαίο γαλικιανό θρύλο, είναι ένα κομψοτέχνημα της ισπανικής λογοτεχνίας. Συνδυάζοντας στοιχεία ύστερου ρομαντισμού και νατουραλισμού, το έργο συνιστά ένα έξοχο δείγμα της πρόζας της συγγραφέως, με τις γλαφυρές περιγραφές και το υποδόριο χιούμορ του. Η Εμίλια Πάρδο Μπαθάν μαζί με τον Γκαλδός και τον Κλαρίν θεωρείται μία από τις σημαντικότερες εκπροσώπους των ισπανικών γραμμάτων του 19ου αιώνα. Ασχολήθηκε με όλα τα λογοτεχνικά είδη, αλλά γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία με τα πεζογραφήματά της, ενώ υπήρξε πρωτοπόρος στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων της γυναίκας και η πρώτη καθηγήτρια πανεπιστημίου της χώρας της. Αυτό είναι το πρώτο έργο της που μεταφράζεται στα ελληνικά. Η μετάφραση της νουβέλας είναι προϊόν του μαθήματος λογοτεχνικής μετάφρασης της ισπανικής κατεύθυνσης, το οποίο δίδαξε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο πλαίσιο του Διαπανεπιστημιακού Διατμηματικού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών «Μετάφραση-Μεταφρασεολογία» του Πανεπιστημίου Αθηνών κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-8.
- Αποστολή εντός 2 εώς 5 ημερώνν
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 15 ΙΟΥΝΙΟΥ 2012
BENITO PEREZ GALDOS FRAGMENT FROM...``THE SHADOW`` TRANSLATION BY TASSOS PSARAS...FROM THE PART NO 18 OF THE ``VAKHIKON LITERARY REVIEW``
Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός, Η σκιά |
Mεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης Benito Perez Galdós Ο Μπενίτο Πέρεθ Γκαλδός (Benito Perez Galdós) είναι από τους σπουδαιότερους Ισπανούς συγγραφείς, ο σπουδαιότερος μετά τον Θερβάντες. Γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1843 στα Κανάρια Νησιά και πέθανε στις 4 Ιανουαρίου 1920 στη Μαδρίτη. Σπούδασε καλές τέχνες και νομικά, και τα πρώτα χρόνια της ζωής του εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το γνωστότερο έργο του είναι το Fortunata y Jacinta (1886-1887), ένα μνημειώδες μυθιστόρημα εφάμιλλο σε αξία και έκταση του Πόλεμος και Ειρήνη. Άλλα σημαντικά έργα του είναι τα Doña Perfecta (1876), Marianela (1878), Miau (1888), Ángel Guerra (1891), και τα Episodios nacionales (Εθνικά επεισόδια), μια τοιχογραφία 46 τόμων της καθημερινής ζωής των Ισπανών του 19ου αιώνα. Ο Γκαλδός υπήρξε μέλος της Βασιλικής Ισπανικής Ακαδημίας και βουλευτής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Το 1912 έχασε το φως του, αλλά συνέχισε να υπαγορεύει τα βιβλία του μέχρι το τέλος της ζωής του. Η σκιά (La sombra) είναι ένα από τα πρώιμα έργα του. Γραμμένο το 1870, πραγματεύεται την παράνοια και τις ψευδαισθήσεις ενός γιατρού που έχει απομονωθεί από τον κόσμο. Αποτελεί κομβικό έργο για τα ισπανικά γράμματα, γιατί είναι το πρώτο με έντονες φροϋδικές προεκτάσεις, ενώ συνδυάζει το μυστήριο του γοτθικού μυθιστορήματος και την πολυπλοκότητα του ψυχολογικού μυθιστορήματος. Τάσος Ψάρρης Κεφάλαιο I Ο δόκτωρ Ανσέλμο Καλύτερα να ξεκινήσω από την αρχή, πληροφορώντας δηλαδή τον αναγνώστη για το ποιος είναι αυτός ο δ. Ανσέλμο· εξιστορώντας τη ζωή του, τις συνήθειές του και μιλώντας για τον χαρακτήρα και το παρουσιαστικό του, χωρίς να παραλείψω τη γνώμη που είχαν για εκείνον όλοι όσοι τον γνώριζαν, ότι επρόκειτο δηλαδή για θεότρελο. Τούτη ήταν καθολική, ομόφωνη, βαθιά ριζωμένη, μια γνώμη που δεν μπορούσαν να την αντικρούσουν τα χαρακτηριστικά ιδιοφυίας εκείνου του απαράμιλλου άντρα, οι στιγμές λογικής σκέψης και ευγλωττίας του, η ευπροσήγορη ευγένεια με την οποία προθυμοποιούνταν να διηγηθεί τα πιο παράξενα γεγονότα της ζωής του, χρησιμοποιώντας με διακριτικότητα στις διηγήσεις του την εκπληκτική δημιουργική του φαντασία. Έλεγαν γι’ αυτόν ότι έκανε μεγάλες επιπολαιότητες, ότι η ζωή του ήταν μια σειρά από αναρίθμητες υπερβολές κι ότι καταγινόταν με κάτι αλλόκοτες και ακατανόητες ασχολίες που δεν τις επιχειρούσε κανένας άλλος, ότι, εν ολίγοις, ήταν μια ύπαρξη η οποία δεν έκανε ποτέ τίποτα με τον συνηθισμένο τρόπο, ούτε σύμφωνα με ό,τι κάνουμε όλοι στην καθημερινή μας ζωή. Λίγοι τον συναναστρέφονταν· μετά βίας υπήρχε ένας μικρός αριθμός ατόμων που αποκαλούνταν φίλοι του· οι περισσότεροι τον περιφρονούσαν, κι όλοι όσοι δεν γνώριζαν κάτι για το παρελθόν του, ούτε μπορούσαν να διακρίνουν οτιδήποτε ιδιαίτερο και ξεχωριστό υπήρχε σ’ εκείνο το πνεύμα, τον κοίταζαν με καταφρόνια, ακόμα και με αποστροφή. Αν ήταν δίκαιο αυτό, δεν είναι εύκολο να ειπωθεί, όπως επίσης δεν είναι απλή υπόθεση το να γίνει μια ακριβής εκτίμηση για τον συγκεκριμένο άνθρωπο, αν θα πρέπει δηλαδή να τον κατατάξουμε ανάμεσα στους πιο σπουδαίους ή αν θα πρέπει να του υποδείξουμε έναν χώρο δίπλα στους μεγαλύτερους βλάκες που έχει γεννήσει η πλάση. Ο ίδιος, στην πορεία αυτής της αφήγησης, θα μας αποκαλύψει κάποια πράγματα που, αποτελώντας ισάριθμα στοιχεία, θα μας χρησιμεύσουν για να τον κρίνουμε όπως του αξίζει. Διέμενε στον τέταρτο όροφο ενός μεγάλου στοιχειωμένου αρχοντικού απ’ όπου δεν έβγαινε ποτέ, εκτός κι αν υπήρχαν επείγοντα περιστατικά που τον καλούσαν εκτός σπιτιού. Αυτό βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση, που σε κάποιον άλλον αιώνα, λιγότερο ταραγμένο, η λαϊκή φαντασία θα είχε τοποθετήσει στο εσωτερικό του όλα τα μέλη μιας νυχτερινής σύναξης μαγισσών. Τη σημερινή εποχή, η μόνη μάγισσα που υπήρχε εκεί μέσα ήταν κάποια δόνια Μόνικα, οικονόμος, υπηρέτρια και διαχειρίστρια. Το δωμάτιο του γιατρού έμοιαζε με εκείνα τα εργαστήρια που έχουμε συναντήσει σε περισσότερα από ένα μυθιστορήματα και που έχουν αποτελέσει πλειστάκις το φόντο σε ολλανδικά κάδρα. Φωτιζόταν από την ίδια μελαγχολική λάμπα με την οποία βλέπουμε σε θεατρικά έργα και ζωγραφικούς πίνακες να φωτίζεται το χλωμό πρόσωπο του δόκτορα Φάουστ, του δασκάλου Κλάες, των υαλοφυσητών του Μεσαίωνα, του καλού μαρκησίου της Βιγιένα και των κατασκευαστών δηλητηρίων και φαρμάκων στις ιταλικές δημοκρατίες. Αυτό έκανε τον ήρωά μας να θυμίζει κάτι σε νεκρομάντη ή σπαγκοραμμένο, στην πραγματικότητα όμως δεν ήταν, μολονότι στο σπίτι του, που ήταν εκατό τοις εκατό αυθεντικό, όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρχαν κρεμασμένα από το ταβάνι εκείνα τα εξωτικά ζώα που κάνουν ένα όνειρο του Τενιέρ να μοιάζει με πραγματικότητα, φτεροκοπώντας σε διάταξη μπερδεμένης φάλαγγας σ’ όλο το μήκος και πλάτος της αψίδας. Εδώ δεν υπήρχε γοτθική αψίδα, ούτε παράθυρο με περίτεχνα σκαλίσματα, ούτε σκούρο φόντο, ούτε τα μυστηριώδη εφέ φωτός με τα οποία το τεχνούργημα του πίνακα μας αποκαλύπτει τις κρυψώνες εκείνων των βαριεστημένων χημικών που, σκεπασμένοι με διάσημους ιστούς αράχνης, σκύβουν αδιάκοπα πάνω από έναν παλιό τόμο γεμάτο καλλικατζούρες. Το γραφείο του δόκτορα Ανσέλμο ήταν ένα συνηθισμένο δωμάτιο, από εκείνα στα οποία κατοικούμε όλοι, αποτελούμενο από τέσσερις ανισεπίπεδους τοίχους κι ένα διαλυμένο ταβάνι, που στην επιφάνειά του ο γύψος είχε πέσει από την αμέλεια του χρόνου κι από την αδιαφορία των κατοίκων, αφήνοντας πολλές και μεγάλες τρύπες. Δεν υπήρχε χαρτί, ούτε άλλη ταπετσαρία πέρα από εκείνη των αραχνών που άπλωναν από γωνιά σε γωνιά τα πολύπλοκα στημόνια τους. Στον μεγάλο τοίχο υπήρχε ένας σκελετός που δεν είχε χάσει ακόμα την ευθυμία του τάφου, σε τόσο φοβερά γέλια ξεκαρδίζονταν τα φαφούτικα σαγόνια του, ενώ η ιδιομορφία της όψης του μεγάλωνε χάρη στο μικρό καζάνι που του είχε τοποθετήσει ο γιατρός πάνω στο κρανίο, το δίχως άλλο γιατί δεν είχε καλύτερο μέρος για να το βάλει. Δίπλα υπήρχε ένα ξύλινο ράφι με αναρίθμητα άχρηστα φτηνοπράγματα, ανάμεσα στα οποία δεν είχαν καμία απολύτως θέση κάποια σπασμένα ποτήρια ανυπολόγιστης αξίας και τεμάχια από τα πιο κακοφτιαγμένα πήλινα σκεύη. Ένα βαλσαμωμένο και μισοσαπισμένο πουλί προσέδιδε, με το ζωηρό χρώμα των τελευταίων του φτερών, λαμπρότητα σε αυτό το ανοσιούργημα, δίπλα στο οποίο ένα φίδι γεμάτο άχυρο απλωνόταν ζωγραφίζοντας στον τοίχο τις καμπύλες του σώματός του, πάνω στις φολίδες του οποίου στεκόταν ένας καχεκτικός ηλίανθος. Όχι μακριά από τον τελευταίο κρεμόταν μια πανοπλία τόσο βρώμικη, που θα νόμιζε κανείς πως είχε να καθαριστεί από την εποχή του Ρολάνδου (ο ιδιοκτήτης της, ενδεχομένως). Κάποια άλλα όπλα, άσπρα και στο χρώμα της φωτιάς, κρέμονταν εκεί κοντά, συνυπάρχοντας αρμονικά μ’ ένα μεγάλο τηγάνι, που το χερούλι του ακούμπαγε στα πόδια ενός Εσταυρωμένου, από εκείνους που, με το σώμα πελιδνό, τα μέλη συστραμμένα, το πρόσωπο αγωνιώδες, μαύρα τα χέρια, αιματοβαμμένα το σάβανο κι ο σταυρός, έχει δημιουργήσει η ισπανική τέχνη για να τρομάζει τους πιστούς και να αποσβολώνει τους νεωκόρους. Ο Χριστός ήταν κίτρινος, μελαψός, λείος, άκαμπτος σαν βαλσαμωμένο ζώο: το πρόσωπο, παραμορφωμένο από το βερμιγιόν, δεν είχε σχήμα και τα πόδια ήταν κρυμμένα ανάμεσα στις διπλώσεις ενός μεγάλου κόμπου που υπήρξε σίγουρα τόπος προσκυνήματος για όλες τις μύγες της γειτονιάς, αφού εκεί είχαν αφήσει ανεξίτηλα τα σημάδια από το πέρασμά τους. Στην άλλη πλευρά διακρίνονταν μερικά σαλιγκάρια, μια γκραβούρα άγνωστο ποιανού μάρτυρα, κοχύλια από μάργαρο, δυο πιστόλια κι ένα ροζάριο με θαλασσινές χάντρες μπλεγμένο σ’ ένα μαύρο από τη σκόνη κλαδί από κοράλλι. Δυο μεγάλα ιπποτικά σπιρούνια και μια σέλα κρέμονταν από έναν άλλο γάντζο δίπλα σε κάτι λιγδιασμένα ρούχα, ανάμεσα στις πτυχές των οποίων ξεχώριζε το μπράτσο μιας κιθάρας με θαυμάσια μαρκετερί από σεντέφι και ελεφαντόδοντο. Ήταν βαθουλωμένη, και η μία και μοναδική χορδή της, σιωπηλός σήμερα μάρτυρας του αλλοτινού της μεγαλείου, μπορούσε να μεταδώσει στη σημερινή γενιά μια ηχώ από τις παρελθούσες αρμονίες. Κάτι στρατιωτικές μπότες κυλιόντουσαν στο πάτωμα δίπλα στην κιθάρα, ενώ στην απέναντι πλευρά κρέμονταν καζάκα και σακάκι του περασμένου αιώνα, αμφότερα γεμάτα τρύπες και λεκέδες. Ένα τρίκοχο καπέλο ήταν τοποθετημένο πάνω σ’ ένα λαγήνι που έπαιζε τον ρόλο του κεφαλιού, ενώ ένα στραπατσαρισμένο λυχνάρι, σε σχήμα μεγάλου τριγωνικού κηροπήγιου, λέρωνε με τα υπολείμματα του υπεραιωνόβιου λαδιού του ένα προσκυνητάρι με λεπτεπίλεπτα σκαλίσματα και τόσο διαλυμένο, που σχεδόν δεν είχε σχήμα. Στον γειτονικό τοίχο υπήρχε ένα ρολόι σταματημένο εδώ και πενήντα χρόνια: ο μηχανισμός του ήταν το στρατηγείο των αραχνών, και τα τεράστια μολυβένια βαρίδια, πεσμένα με πάταγο πριν από είκοσι πέντε χιλιάδες νύχτες, είχαν καταστρέψει ένα σκαμνί· μια κανάτα, ένας μικρός Ιησούς κείτονταν ακίνητα καταγής, με την μεγαλοπρέπεια δύο αερόλιθων. Δεν απέφευγε ένα συναίσθημα έκπληξης όποιος έμπαινε σ’ εκείνο το δωμάτιο, όπου το λιγοστό φως της λάμπας επέφερε πολύ παράξενα αποτελέσματα· γιατί, πέρα από τις παλιατζούρες που περιγράψαμε, ο χώρος κατακλυζόταν από ένα σωρό μαραφέτια με πολύπλοκα και απίθανα σχήματα. Αποστακτήρες που έμοιαζαν με γυάλινα φίδια καθρέφτιζαν τις σπείρες τους πάνω σε πελώριους γυάλινους σωλήνες, που τις κοιλιές τους θέρμαινε ένας λύχνος σταθερής καύσης. Μούγκριζε ο δίσκος ενός ηλεκτρικού μοτέρ, και ολόκληρη η συσκευή μάς απειλούσε ασταμάτητα με τις ενοχλητικές της διαμαρτυρίες. Το υπόκωφο βουητό της φλόγας του τζακιού, το τσιτσίρισμα της χόβολης, παρόμοιο με τη μακρινή δόνηση μυστηριώδους μουσικού οργάνου, η μυρωδιά των οξέων, η διάχυση των αερίων, το ασθματικό φύσημα του φυσερού που λειτουργούσε αγχωδώς και κουρασμένα, όπως ένας άρρωστος πνεύμονας, όλα αυτά δημιουργούσαν στον θεατή μια ανησυχία και μια ζαλάδα που είναι αδύνατον να περιγραφούν. Όταν ο γράφων είχε την τιμή να εισέλθει στο μελετητήριο, γραφείο ή εργαστήριο του δόκτορα Ανσέλμο, η έκπληξή του υπήρξε μεγάλη, και δεν μπορεί παρά να ομολογήσει ότι, μαζί με την έκπληξη, ένιωσε και κάποιο τρόμο, που δεν καταλάγιασε παρά μόνο στη σκέψη ότι εκείνος ο άνθρωπος ήταν ο πιο προσηνής και άκακος απ’ όλους όσους υπήρχαν. Πέραν τούτου, ποιος δεν γνώριζε ότι ο δ. Ανσέλμο δεν ήταν νεκρομάντης κι ότι δεν εξασκούσε κάποια από τις διαβολικές τέχνες της αρχαιότητας; Δεν υπήρχε σχεδόν κανείς που να έπαιρνε τις ασχολίες του στα σοβαρά, και στη γειτονιά τον είχαν περισσότερο για τρελό ή βλάκα, παρά για άνθρωπο επαρκώς νοήμων, με ψήγματα τουλάχιστον κοινής λογικής. Ο ίδιος παρ’ όλα αυτά βυθιζόταν σ’ εκείνη την αδιάκοπη εργασία από την οποία δεν βγήκε ποτέ κανένα αποτέλεσμα, και κρίνοντας από τη σοβαρότητα με την οποία φύσαγε τους λύχνους του και την τεταμένη προσοχή με την οποία έκανε τα πράσινα και κόκκινα υγρά να κυκλοφορούν μέσα στα κρύσταλλα των αποστακτήρων, το μυαλό του ταλανιζόταν από μεγάλα και σημαντικά προβλήματα. Η αγάπη του για τη χημεία ήταν κάτι το καινούργιο μέσα του, μόλις πρόσφατα άρχισε να κάνει σκέψεις για απλές χημικές ενώσεις. Σχεδόν σ’ όλη του τη ζωή, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του το είχε αφιερώσει στην ανάγνωση κάθε είδους βιβλίου, εκτός από τις στιγμές που κάποιος αδιάκριτος διασκέδαζε μαζί του ακούγοντας τις γραφικές αφηγήσεις του, στις οποίες μπορούσες να θαυμάσεις τη λαμπρότητα και την απογείωση της μεγάλης του επινοητικότητας. Ο λόγος του περιστρεφόταν πάντοτε γύρω από περιστατικά της ζωής του, που ο ίδιος τα ξεφούρνιζε σε κάθε ευκαιρία. Δεν χρειαζόταν ποτέ να τον παρακαλέσουν, κι ό,τι διηγιόταν ήταν σε γενικές γραμμές τόσο πρωτότυπο, που όλοι θεωρούσαν τα πάντα καθαρό αποκύημα της φαντασίας του. Την ώρα που αναθυμόταν το παρελθόν του, παρατηρούσε όλα εκείνα τα φτηνοπράγματα που ήταν κρεμασμένα εκεί πέρα, και γελούσε εκπέμποντας μια γλυκιά θλίψη, λέγοντας: «Έχω υπάρξει κι εγώ νέος, έχω υπάρξει αυλικός, καλλιτέχνης, ζωγράφος, μουσικός· έχω ταξιδέψει πολύ· έχω υπάρξει δανδής, μ’ έχουν κυνηγήσει, έχω αντιμετωπίσει προκλήσεις, γνωρίζω τον κόσμο, έχω αγαπήσει τη ζωή και την έχω υποτιμήσει, έχω αγαπήσει και σιχαθεί με μεγάλη σφοδρότητα». Μια φορά, αφού είχε μιλήσει με αυτόν τον τρόπο, ακούμπησε το κίτρινο, κοκαλιάρικο και άκαμπτο δάχτυλό του στη μοναδική χορδή της κιθάρας, η οποία δονήθηκε μ’ ένα πνιχτό κλαψούρισμα, διώχνοντας με την ταλάντευσή της όλη τη σκόνη που είχαν συσσωρεύσει πάνω της είκοσι χρόνια ησυχίας. Και σώπασε, απομένοντας για πολλή ώρα σκεφτικός και κοιτώντας με προσήλωση την κίνηση του κόκκινου υγρού κατά μήκος του γυάλινου εντέρου που μετέφερε από το ένα δοχείο στο άλλο μια λεπτή ουσία. Εκείνες τις στιγμές της σιωπής, που διακόπτονταν μόνο από την απαλή δόνηση της χορδής, το βουητό της φλόγας κι εκείνον τον ακατανόητο και επιβλητικό ήχο που χαρακτηρίζει κάθε μυστηριώδες μέρος, ήταν που τα ιδιόμορφα αντικείμενα της οικίας τού σοφού προκαλούσαν μέσα μου τον μεγαλύτερο τρόμο. Μου φαινόταν ότι όλα εκείνα είχαν ζωή και κίνηση: ότι η καζάκα σάλευε, λες και οι ουρές της σκέπαζαν κάποιο σώμα, κι ότι τα μανίκια είχαν μέσα τους χέρια. Νόμιζα ακόμη πως έβλεπα το τρίκοχο καπέλο να κουνιέται πέρα δώθε, λες και το λαγήνι που το συγκρατούσε είχε μυαλό γεμάτο ευφυΐα και όρεξη· νόμιζα πως έβλεπα τις μπότες να σπιρουνίζουν το προσκυνητάρι και τα κογχύλια να κρούουν το ’να τ’ άλλο, σαν καστανιέτες δεμένες στα δάχτυλα ενός ανδαλουσιάνικου χεριού. Ο σκελετός μού φαινόταν ότι χασμουριόταν κι ότι το μικρό καζάνι τού έπεφτε στα μάτια, γέρνοντας προς τη μια μεριά και δίνοντάς του αστεία όψη· νόμιζα ότι τον έβλεπα να προτάσσει το αριστερό του πόδι, όπως κάποιος που πιάνει τον χορό, και να στέκεται προσοχή, με τα δυο του χέρια κολλημένα στη μέση που χώραγε μέσα σε δύο δάχτυλα. Είχα επίσης την εντύπωση ότι το ρολόι λειτουργούσε με τον ζήλο και την ταχύτητα μιας μηχανής που επιθυμεί να διανύσει σε διάστημα λεπτών τα χρόνια που έχει περάσει εκεί δείκτη τον δείκτη, δηλαδή ροδέλα τη ροδέλα· ένιωθα το τικ τακ των γραναζιών και νόμιζα πως έβλεπα την ταλάντευση του εκκρεμούς που μοίραζε μπουνιές αριστερά και δεξιά σ’ όλα τα βαλσαμωμένα πουλιά που έβαζαν τα δυνατά τους για να πετάξουν, κουνώντας με κόπο τα λιγοστά πούπουλα των σάπιων τους φτερών· και τέλος, εν μέσω αυτής της χλαπαταγής, μου φάνηκε πως ο Χριστός τέντωνε τα χέρια και τον λαιμό του, ανακλαδιζόμενος με ύφος υπέρτατης ενόχλησης. |