Μια χαρά χαμηλού επιπέδου είστε... Τι φωνάζετε;
(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)
ΘΕΛΩ κλαίγοντας να ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.
Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες
μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.
Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.
Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.
Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.
Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.
Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.
Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.
Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.
Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.
Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου
αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.
Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.
Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.
Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.
(10 Ιανουαρίου 1936)
Ένα από τα πιο φημισμένα είναι και αυτό που μεταφράζουμε εδώ. Συσχετίζεται πάντα με το Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα και θεωρείται ένα είδος απάντησης.
Το θέμα του ποιήματος είναι ο θάνατος του στενού φίλου της εφηβείας του Ερνάντεθ στην Οριουέλα, το χωριό του, του Ραμόν Σιτζέ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χοσέ Μαρίν Γκουτιέρρεθ. Είχε γεννηθεί το 1913. Στα 19 ήταν κιόλας δικηγόρος και δημοσίευε τα πρώτα του δοκίμια στον τοπικό τύπο. Πέθανε ξαφνικά μετά από σύντομη ασθένεια στις 24 Δεκεμβρίου του 1935, σε ηλικία 21 ετών. Στο διάστημα αυτό ο Ερνάντεθ βρισκόταν στη Μαδρίτη. Το ποίημα με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1936, πρωτοπαρουσιάστηκε στο περιοδικό Revista de Occidente, την ίδια χρονιά και προκάλεσε εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Όπως ήταν φυσικό η επιτυχία του ποιήματος μυθοποίησε τόσο το βίο του Ραμόν Σιτζέ όσο και τη σχέση των δύο φίλων.
Πολλά από τα ποιήματα του Ερνάντεθ κινούνται στα όρια του αμετάφραστου. Ένα από αυτά θα έλεγα πως είναι και το αποδιδόμενο εδώ. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως εις βάρος της ρίμας του μεταφέρεται πιστά ο ρυθμός και η θέρμη του σε επίπεδο άξιο για δημοσίευση. Συγχρωτίζομαι για χρόνια και απ’ ότι φαίνεται δεν θα πάψω να συγχρωτίζομαι μ’ αυτό το ποίημα.
Πέμπτη, 31 Αυγούστου 2006
Μιγκέλ Ερνάντεθ, Ελεγεία
(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)
ΘΕΛΩ κλαίγοντας να ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.
Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες
μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.
Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.
Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.
Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.
Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.
Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.
Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.
Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.
Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.
Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου
αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.
Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.
Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.
Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.
(10 Ιανουαρίου 1936)
ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο
Μιγκέλ Ερνάντεθ ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’36, παναπεί στη γενιά
που αμέσως έπεται εκείνης του Λόρκα. Το γεγονός αυτό μαζί με τα
ιδιαίτερα στοιχεία του βίου του, ο Ερνάντεθ είναι ένας αυτοδίδακτος
γιδοβοσκός, δημιουργούν μιαν εκφραστική πίεση στο έργο του που κινείται
δοκιμάζοντας τρόπους έκφρασης που αγγίζουν τα όρια του μανιερισμού.
Αρκετά από τα ποιήματά του αποτελούν οριακές εκφράσεις της ισπανικής
γλώσσας.Ένα από τα πιο φημισμένα είναι και αυτό που μεταφράζουμε εδώ. Συσχετίζεται πάντα με το Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα και θεωρείται ένα είδος απάντησης.
Το θέμα του ποιήματος είναι ο θάνατος του στενού φίλου της εφηβείας του Ερνάντεθ στην Οριουέλα, το χωριό του, του Ραμόν Σιτζέ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χοσέ Μαρίν Γκουτιέρρεθ. Είχε γεννηθεί το 1913. Στα 19 ήταν κιόλας δικηγόρος και δημοσίευε τα πρώτα του δοκίμια στον τοπικό τύπο. Πέθανε ξαφνικά μετά από σύντομη ασθένεια στις 24 Δεκεμβρίου του 1935, σε ηλικία 21 ετών. Στο διάστημα αυτό ο Ερνάντεθ βρισκόταν στη Μαδρίτη. Το ποίημα με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1936, πρωτοπαρουσιάστηκε στο περιοδικό Revista de Occidente, την ίδια χρονιά και προκάλεσε εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Όπως ήταν φυσικό η επιτυχία του ποιήματος μυθοποίησε τόσο το βίο του Ραμόν Σιτζέ όσο και τη σχέση των δύο φίλων.
Πολλά από τα ποιήματα του Ερνάντεθ κινούνται στα όρια του αμετάφραστου. Ένα από αυτά θα έλεγα πως είναι και το αποδιδόμενο εδώ. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως εις βάρος της ρίμας του μεταφέρεται πιστά ο ρυθμός και η θέρμη του σε επίπεδο άξιο για δημοσίευση. Συγχρωτίζομαι για χρόνια και απ’ ότι φαίνεται δεν θα πάψω να συγχρωτίζομαι μ’ αυτό το ποίημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου