ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕNΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
(LUBEN DiARIO)-ANTHOLOGY FROM SPANISH LITTERATURE
(LUBEN DIARIO)-LITERATURA CLASICA DE ESPANA
Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025
Του Γιώργου Μ. Χατζηστεργίου (*) Τί είναι σε μια ζωή δυσφορικής μεν, «ηθελημένης» δε, στασιμότητας; Τί είναι σε μια ζωή- προσωπική ή κοινωνική- χωρίς πνοή, χωρίς όραμα, με αδιανόητη την ελπίδα για κάτι που ζεσταίνει ή δροσίζει την ψυχή, μέρα μπαινει μέρα βγαίνει, με έμφαση στενά στη στεγνή υλικότητα του «ζην», επομένως μακριά από την ευφορικότητα του «ευ ζην»; Τί τη γεννάει, και γιατί μπορεί να κρατάει τόσο πολύ χρονικά, κάποιες φορές και για όλη τη διάρκεια ενός ανθρώπινου βίου; Ζωές «πακτωμένες» στον Χώρο Το ζήτημα είναι αχανές. Στοχαστές μεγάλης εμβέλειας το έχουν αναλύσει θεωρητικά, εισάγοντας την έννοια της «αλλοτρίωσης», που πολύ σχηματικά σημαίνει «αποξένωση του ανθρώπου από τον εαυτό του». Όμως αυτά τα θέματα όχι μόνο δεν εξαντλούνται, μα συχνά εκδηλώνονται με καινούριο τρόπο, έτσι όπως η ανθρωπότητα πυρετωδώς μεταλλάσεται, ζητώντας αλλιώς την προσοχή μας. Στο παρόν κείμενο θα προσεγγίσουμε το ζήτημα διά της Λογοτεχνίας (και επικουρικά από άλλες Τέχνες), κάτι που κατ’αρχάς δεν είναι εύκολο, αφού η Λογοτεχνία και οπωσδήποτε το Μυθιστόρημα είναι σύμφυτο με την εξέλιξη- ακόμα και στο επίπεδο της πλοκής, πόσο μάλλον αναφορικά με τους χαρακτήρες και τις σχέσεις μεταξύ τους- και όχι τη στασιμότητα που χαρακτηρίζει το ψυχικό τοπίο της αλλοτρίωσης. Στο πεδίο της Λογοτεχνίας ιδιαίτερη είναι η συμβολή του Ισπανού συγγραφέα Χαβιέρ Μαρίας, την οποία θα αναπτύξουμε σταδιακά στη συνέχεια. ** * Ψηλαφώντας τα χαρακτηριστικά μιας ζωής δυσφορικής μεν, μα «ηθελημένης» στασιμότητας, έχουμε αναπόφευκτα να κάνουμε με τον «Χώρο»: μια τέτοιου είδους ζωή εξελίσσεται- συμβολικά ή κυριολεκτικά- στον ίδιο και απαράλλαχτο Χώρο, όχι μόνο από την άποψη του υλικού, αλλά και του άϋλου περιβάλλοντος, αυτό των αντιλήψεων και των συμπεριφορών. Έτσι κι αλλιώς, η σχέση μας με τον Χώρο, τον τρόπο που βιώνουμε έναν Χώρο, δεν είναι χωρίς προβλήματα. Γράψαμε αλλού (στον «Αναγνώστη», και στο βιβλίο μου «Μεθόριος- η αυτοκρατορία των ορίων») για την «ποίηση της εξαναγκασμένης αποξένωσης», που αφορά κυρίως φαινόμενα εξορίας ή αποκλεισμού από τον Χώρο, μιας μερίδας του πληθυσμού από μια άλλη. Σ’αυτή τη συνθήκη, ένας άνθρωπος ή μια ολόκληρη κοινότητα βρίσκεται θεσμικά «εκτός» χωρίς να επιτρέπεται- έτσι ή αλλιώς- να εισέλθει στον Χώρο. Εδώ, τώρα, θα μιλήσουμε για την (όχι πολύ τραγουδισμένη, ούτε πολύ μελετημένη, ενδεχομένως ακόμα και αποσιωπημένη) συνθήκη του εγκλωβισμού σε έναν χώρο- όχι με την έννοια του στρατοπέδου συγκέντρωσης ή της απαγωγής, ούτε σαν την απαίσια συνθήκη του εγκλεισμού του κοριτσιού από την οικογένειά του στο Κωσταλέξι, που έχει κοινά στοιχεία με ανάλογες ασφυκτικές ταινίες του Χόλυγουντ, μα μιας (σχεδόν) «οικειοθελούς» εσαεί παραμονής σε έναν σταθερά ανηδονικό χώρο: όπου ενώ η πόρτα είναι ανοιχτή, εσύ δεν βγαίνεις, σου είναι αδιανόητο να βγείς. Εξολοθρευτής Άγγελο Η ταινία «Εξολοθρευτής Άγγελος» του Λουΐ Μπουνιουέλ είναι χαρακτηριστική αυτής της συνθήκης, που προσομοιάζει στην «πάκτωση». Σ’αυτό το έργο, οι άνθρωποι εγκλωβίζονται σε ένα Μέγαρο όπου έχουν προσκληθεί σε μια γιορτή. Παρά το ότι η παρατεταμένη αναγκαστική συναναστροφή εξελίσσεται με φριχτό τρόπο, παρά το γεγονός ότι υποτίθεται ότι τους περιμένει μια ζωή «εκεί έξω», και παρά το ότι κανείς δεν τους εμποδίζει να βγουν, τους είναι αδιανόητο απλά να ανοίξουν την πόρτα και να φύγουν. Ούτε οι «απ’έξω» μπορούν να βοηθήσουν: καμμιά εξωτερική δύναμη δεν μπορεί να το κάνει, όσο οι ίδιοι αισθάνονται ότι είναι αδύνατο κάτι τέτοιο. *** Η συνθήκη της «πακτωμένης» ζωής υφίσταται παντού γύρω μας. Στα βιβλία μου, και κυρίως στο «Αποτύπωμα γυναίκας» αναδεικνύεται η περίπτωση μιας γυναίκας που περνάει ολόκληρη τη ζωή της ως συγκεκριμένη φιγούρα συγκεκριμένου ζωγραφικού πίνακα. Σε έναν πίνακα μάλιστα που δεν του έχουν βάλει μια κορνίζα ώστε να αναρτηθεί κάπου αξιοπρεπώς- γι’αυτό μοιάζει με μουτζούρα ακουμπισμένη σε έναν τοίχο. Σε ένα άλλο βιβλίο μου, με τίτλο «Χορός μεταμφιεσμένων»- το οποίο πάντως είναι ένα μυθιστόρημα εξέλιξης του ψυχισμού- η υπόθεση ξεκινάει με έναν άνδρα που μέχρι τότε, για μια ολόκληρη φάση, ζεί σε ένα κλουβί. Φορές φορές δυσθυμεί (ενίοτε μέχρις ασφυξίας) που βρίσκεται εκεί, μα δεν σκάβει για να βγει, ούτε λιμάρει τα κάγκελα μήπως και τα κόψει. Η πραγματική του αγωνία είναι μήπως μεγαλώσει και δεν χωράει στο κλουβί. Είναι από τα κείμενά μου που πολύ τα αγαπώ, μα πέφτοντας επάνω (κυριολεκτικά: συνέβη εξαίφνης στην Ισπανία) στον συγγραφέα Χαβιέρ Μαρίας, συνειδητοποίησα ότι τα δικά μου είναι γραμμένα, θα λέγαμε σχηματικά, από τη σκοπιά «του ιππότη που θέλει να σώσει μια εγκλωβισμένη νέα γυναίκα», μια θεώρηση πολύ παλιά, που κρατάει από την εποχή που ζωγράφιζαν τον Άγιο Γεώργιο στη Δύση. Μια θεώρηση που την ενδιαφέρει να είναι επεμβατική υπέρ του απεγκλωβισμού. Αντιθέτως, ο Μαρίας γράφει «ζώντας τον χώρο από μέσα», από τη σκοπιά της (οικειοθελώς) εγκλωβισμένης ή έστω από τη σκοπιά κάποιου που- χωρίς απαραίτητα να είναι πρωταγωνιστής- πάντως είναι κι αυτός «μέσα» και παρατηρεί. Τον συγγραφέα δεν τον ενδιαφέρει ευθέως η «έξοδος», μα ο φωτισμός της συνθήκης της καθήλωσης, της μη επέμβασης στα πράγματα. Αλλά ας δούμε τα γραφόμενα από τον Μαρίας πιο συστηματικά. Ο τρόπος του Χαβιέρ Μαρίας Γνώρισα το συγγραφικό έργο του Μαρίας, πολύ μετά την πρώτη φάση της παραγωγής του. Μου το σύστησαν φίλοι Ισπανοί, και ιδιαιτέρως ο Νίκολας Σάντσεθ, Καθηγητής της Μεταφυσικής στο Πανεπιστήμιο της Βαλένθια, γιός του τελευταίου Υπουργού Δικαιοσύνης της νόμιμης κυβέρνησης της Ισπανίας, τη δεκαετία του 1930, πριν καταλάβει την εξουσία ο Φράνκο. Ο πατέρας του Νίκολας, επιφανής νομικός, αρχικά φυλακίστηκε από το καθεστώς Φράνκο, και στη συνέχεια βιοπορίστηκε εργαζόμενος σε επισκευαστήριο ποδηλάτων, μέχρι που επινόησε μια πατέντα για νέου τύπου οχήματα, και βελτίωσε έτσι τα οικονομικά της οικογένειάς του. Τα γράφω αυτά, μαζί με την επισήμανση του Καθηγητή ότι τόσα χρόνια μετά το τέλος του δικτάτορα, το αποτύπωμα του φρανκικού ολοκληρωτισμού είναι ακόμα παρόν και βαρύ στην Ισπανία, γιατι αυτά τα βιογραφικά στοιχεία συνδέονται με αντίστοιχα του Μαρίας. Ο Χαβιέρ Μαρίας, γεννήθηκε το 1951 στη Μαδρίτη, και πέθανε εκεί το 2022, από τον κορονοϊό. Πατέρας του ήταν ο φιλόσοφος Julián Marías, ο οποίος φυλακίστηκε από το καθεστώς Φράνκο, και στη συνέχεια του απαγορεύτηκε η πανεπιστημιακή σταδιοδρομία, επειδή ήταν μαθητής του εμβληματικού Ισπανού φιλοσόφου Ortega y Gasset, οπότε για χρόνια βιοπορίστηκε παραδίνοντας ιδιαίτερα μαθήματα, ενώ αργότερα δίδαξε ως επισκέπτης Καθηγητής στα αμερικάνικα πανεπιστήμια Harvard και Yale. Η μητέρα του Χαβιέρ ήταν η συγγραφέας Dolores Franco Manera. Η λογοτεχνική, δοκιμιακή και μεταφραστική παραγωγή του Χαβιέρ είναι τεράστια. Το έργο έχει μεγάλη απήχηση στη χώρα του, μεταφράστηκε επίσης και κυκλοφόρησε σε πολλές χώρες, ενώ παράλληλα ο ίδιος δίδαξε και σε φημισμένα Πανεπιστήμια του εξωτερικού. Εννοείται ότι το παρόν κείμενο δεν έχει σχέση με μια συνολική αποτίμηση του έργου του. Εστιαζόμαστε σε συγκεκριμένα βιβλία, προκειμένου να αναδείξουμε και να επωφεληθούμε από την πολύτιμη συνεισφορά του στην ανάδειξη του πεδίου της «οικειοθελώς πακτωμένης ζωής». Όπως γράφει ο ίδιος, στο μυθιστόρημα «Έτσι αρχίζει το κακό», σε μετάφραση Έφης Γιαννοπούλου, εκδόσεις Πατάκη, μιλάει για ζωές ολόκληρες όπου: «…δεν υπήρχε θεραπεία, ούτε επανόρθωση, ούτε εκκαθάριση…(απέμεινε) μια ιστορία, σε κάποιες περιπτώσεις. Μια ασήμαντη και τις περισσότερες φορές μια ανείπωτη ιστορία, γιατί συνήθως κανείς δεν αφηγείται τις ιστορίες της ιδιωτικής ζωής- ή ίσως να τις αφηγείται, όμως ψιθυριστά, για να μην είναι κιόλας σαν να μην έγιναν ποτέ, ούτε να μείνουν στο βουβό μαξιλάρι πάνω στο οποίο πιέστηκε το δακρυσμένο πρόσωπο, ούτε να είναι ορατές μόνο στο ψυχρό μάτι της ψυχρής σκοπού, της σελήνης». *** Τα βιβλία του Χαβιέρ, μεταφρασμένα στα ελληνικά, από όπου αντλεί το παρόν κείμενο, είναι (χωρίς χρονολογική σειρά συγγραφής ή έκδοσης): «Μπέρτα Ίσλα»,από τις εκδόσεις Πατάκη, «Έτσι αρχίζει το κακό», από τις εκδόσεις Πατάκη, «Αύριο στη μάχη να με σκεφτείς», από τις εκδόσεις Σέλας, «Αισθηματικός άνδρας», από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος. Όλα έχουν να κάνουν με μια «συνθήκη κλεισούρας», ενός φαύλου κύκλου συμβίωσης χωρίς μια δημιουργική διάθεση για εξέλιξη της σχέσης ή του εαυτού ή μια κίνηση για ουσιαστική επέμβαση στα πράγματα, που θα αντιμαχόταν την αέναη, παθητική δυσφορία. Μια γυναίκα που κυκλοφορεί σαν το φάντασμα στο σπίτι, υπό την περιφρόνηση του άνδρα της. Μια νεανική σχέση που μετατρέπεται σε μια μόνιμη παγωμένη ερημιά αποξένωσης και αλλοτρίωσης. Μια ερωτική έξαψη ενός άνδρα για μια παντρεμένη γυναίκα, ο στιβαρός, με πυγμή, άνδρας της οποίας απουσιάζει συχνά- μα μια έξαψη η οποία πελαγοδρομεί χωρίς να κορυφώνεται ή να συγκροτείται σε κάτι. Οι συνέπειες μιας βραδιάς όπου ένας άνδρας βρίσκεται στο σπίτι μιας παντρεμένης γυναίκας, και αυτή πεθαίνει απρόσμενα στην αγκαλιά του, με το μωρό της να βρίσκεται στο άλλο δωμάτιο, και ο σύζυγός της να τηλεφωνεί και να ξανατηλεφωνεί από το Λονδίνο. Τίποτα από αυτά δεν λειτουργεί ως δράμα- δεν υπάρχει αιχμή-, πολύ περισσότερο ως τραγωδία- η κάθαρση είναι αδιανόητη. Η συγκάλυψη, η αποσιώπηση, δίνουν τον τόνο, αναπαράγοντας την «κλεισούρα» έτσι ή αλλιώς. Ο χώρος στον οποίο εξελίσσονται όλα αυτά μπορεί να είναι απλά ένα σπίτι ή ένα συμβολικό «κλουβί», όπου οι άνθρωποι μπορεί να κυκλοφορούν έξω από τους τοίχους του σπιτιού τους, μα είναι στο μυαλό τους απολύτως δεσμευμένοι να υπάρχουν, να σκέφτονται και να δρουν μόνο στα πλαίσια ενός «χωριού», που είναι εγκατεστημένο στη σκέψη τους. Ο τρόπος που είναι γραμμένα τα μυθιστορήματα αντανακλά θαυμαστά την κατάσταση στο πεδίο: η γραφή είναι σχοινοτενής (ο αγγλικός όρος «tedious» αντιστοιχεί με επάρκεια εδώ), αργόσυρτος (ενίοτε μια φράση απλώνεται σε δυο σελίδες), ενώ τα αντικείμενα του περιβάλλοντος μικρή σημασία έχουν, λειτουργούν περισσότερο ως ντεκόρ μιας ζωής που δεν έχει ουσιαστικό κίνητρο. Δεν υπάρχει «πνοή» σε ένα τέτοιο σπίτι. Πέρα από τους ανθρώπους- φαντάσματα που κυριαρχούν στο σύμπαν του Χαβιέρ Μαρίας, υπάρχουν και κάποιοι που λειτουργούν ως παρατηρητές: παρατηρούν συστηματικά τα όσα συμβαίνουν στο «σπίτι»- χωρίς φυσικά να επεμβαίνουν στη ροή- με γνωστικό κίνητρο («μήπως και καταλάβουν το γιατί»), όπως και ορισμένοι σκοτεινοί, φόβιοι χαρακτήρες, οι οποίοι ναι μεν δεν είναι εγκατεστημένοι στον πυρήνα του «σπιτιού» μα είναι «εκεί κοντά», κάποιες φορές ως «γιατροί», και έχουν τον τρόπο να ρίξουν τη βαριά σκιά τους, διαιωνίζοντας και εμβαθύνοντας τον εγκλεισμό. Το τελευταίο παραπέμπει στον τρόπο που λειτουργεί η μεγαλύτερη από το «σπίτι» κοινωνία, επηρεάζοντας τον τρόπο που λειτουργεί ένας συμβιωτικός χώρος. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι εγκλωβισμένοι, μα κανένα «σπίτι» δεν είναι μόνο του, απομονωμένο, αφού υπάγεται σε κάποιους γενικούς κανόνες λειτουργίας. Υπάρχει μια συγκεκριμένη μόνιμη σκληρή συνθήκη βίωσης του ευρύτερου Κόσμου για τους πρωταγωνιστές του Χαβιέρ: το καθεστώς του Φράνκο, είτε στην εποχή της κυριαρχίας του, είτε- κι αυτό είναι πολύ πιο ενδιαφέρον- μετά και παρά το τέλος του: μεγάλο το βάρος του αποτυπώματος που άφησε η βιοπολιτική του στην κοινωνία. Το προσδιορίζω ως «καθεστώς», παρά ως «δικτατορία», που μπορεί να λειτουργήσει εξομοιωτικά με άλλες καταστάσεις αλλού, μη αποδίδοντας την πραγματικότητα εκείνης της εποχής για την Ισπανία. Πολύ συνοπτικά: το καθεστώς που επικράτησε με το πραξικόπημα του Φράνκο κατά της νόμιμης κυβέρνησης της χώρας, σε συνδυασμό με την πολύ μεγάλη διάρκειά του, χαρακτηρίζεται από έναν πολύ σκοτεινό ολοκληρωτισμό, την επιβολή της λειτουργίας της λογικής και της πρακτικής του στρατώνα σε ολόκληρη την κοινωνία. Αυτό δεν μπορεί να μην έχει επίπτωση σε όλα τα επί μέρους. *** Πρέπει να πούμε εδώ ότι, ανάμεσα στα άλλα, υπάρχει και ένα βιβλίο του Χαβιέρ Μαρίας, που πολύ αγαπώ, διαφορετικής ατμόσφαιρας από τα προηγουμένως αναφερθέντα, με τίτλο «Όταν ήμουν θνητός», που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Σέλας. Στο πολύ ζωντανό, παλλόμενο αυτό βιβλίο, η κατάσταση δεν είναι ακίνητη, μα κυριαρχείται από ανατροπές. Σε μια από τις ιστορίες, γυναίκες ξεπαστρεύουν τους άνδρες τους- αποφεύγοντας τις περιπλοκές που μπορεί νάχει ένα διαζύγιο-, καλώντας έναν ειδικό γι’αυτή τη δουλειά γιατρό, που κάνει μια θανατηφόρο ένεση στους συζύγους την ώρα που κοιμούνται τη νύχτα! Σε μια άλλη, ενώ ένας άνδρας σε μπαλκόνι ξενοδοχείου παρακολουθεί από απόσταση με κυάλια τα σχεδόν γυμνά σώματα όσων κάνουν μπάνιο στη θάλασσα, και ενώ έχει την εντύπωση ότι το ίδιο κάνει ένας άλλος άνδρας από άλλο μπαλκόνι του ίδιου ξενοδοχείου, ξαφνικά διαπιστώνει ότι ο άλλος μόλις σκότωσε κάποιον στην παραλία- με αυτό που έμοιαζε με κυάλια, μα ήταν θανατηφόρο όπλο. Αν ο Χαβιέρ συνδύαζε αυτό το βιβλίο του με τα άλλα, σε κάτι ενιαίο, θα προέκυπτε ενδεχομένως ένα μυθιστόρημα σαν τις ταινίες του Μπουνιουέλ, μα ο συγγραφέας έχει τον δικό του τρόπο. Με αυτή την έννοια, το συγκεκριμένο βιβλίο λειτουργεί μάλλον ως συλλογή φαντασιώσεων ανθρώπων που κατά τα άλλα ζουν μια «πακτωμένη» ζωή. Η επιρροή ενός καθεστώτος ρύθμισης και μετά την κατάργησή του Αξίζει να επιμείνουμε λίγο σ’αυτό που, όπως προείπαμε, αναδεικνύει εναργέστατα με το έργο του ο Χαβιέρ Μαρίας, μαζί με την “ψυχική οικονομία ενός περιβάλλοντος πακτωμένης ζωής”: ότι δηλαδή ακόμα και μετά την κατάργηση μιας συνθήκης διαμόρφωσης της κατάστασης πραγμάτων- και μια δική του αναφορά είναι το καθεστώς Φράνκο, μετά το τέλος του/ μα εμείς μπορούμε να το δούμε και σε πολλές άλλες ιστορικές εφαρμογές/- οι συνέπειές της συνθήκης αυτής διαρκούν για πολύ, καθορίζοντας ακόμα και πολλές διαστάσεις αυτού του «μετά». Με όρους Φουκώ, θα λέγαμε ότι παρά την αντικατάσταση μιας βιοπολιτικής από μια άλλη, η προηγούμενη εξακολουθεί να έχει την επίδρασή της. «Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε…» γράφει ο Γιώργος Σεφέρης το 1966. Μια τέτοια θεώρηση αφορά ολόκληρες κοινωνίες, και απαντά σε πολλές διερωτήσεις του τύπου «μα γιατί δεν αντιδρούν οι άνθρωποι;». Η καταφυγή στο «οικείο», «σ’αυτό που γνωρίζουμε»- κι ας είναι σχετικά ή πολύ δυσάρεστο, κι ας μή βγάζει πουθενά («το έχουμε συνηθίσει»), είναι κοινός τόπος στην Ιστορία του ανθρώπου. Κι έπειτα, όπως έχει γράψει ο Mc Luhan, ένας από τους πιο ιδιαίτερους στοχαστές του 20ου αιώνα: «Είναι φόβιο να κοιτάς κατάματα το παρόν: εκεί βρίσκεται η πρώτη γραμμή του Μετώπου, εκεί σκάνε όλες οι βόμβες!». Γι’αυτό, συμπληρώνει ο ίδιος, συχνά οι άνθρωποι συμπεριφέρονται σαν να οδηγούν το αυτοκίνητό τους με το βλέμμα στον καθρέφτη που δείχνει πίσω, τον καθρέφτη οπισθοπορείας, παρά να κοιτάζουν μπροστά. Η στάση αυτή δεν συνεπάγεται απαραίτητα μια ολοκληρωτική παθητικότητα. Μπορεί να εκδηλωθεί και ως παθητικότητα (προσκόλληση, πάκτωση σε ένα παλιό, α/σύγχρονο σύστημα αντιλήψεων) μεταμφιεσμένη σε ενεργητικότητα. Στο μυθιστόρημά μου «Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;», εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2008, με την Αθήνα να καίγεται στο εξώφυλλο της Αλέξιας Οθωναίου: μπροστά στην απειλητική οικονομική κρίση, του 21ου αιώνα αυτή τη φορά, οι Έλληνες γκρεμίζουν οι ίδιοι τις πόλεις τους για να τις ξαναχτίσουν και να βγάλουν χρήματα έτσι, όπως έγινε μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην κατάληξη του μυθιστορήματος, ο στόχος επετεύχθη- όντως, βγήκανε λεφτά-, μα το χτισμένο τοπίο που προέκυψε είναι εφιαλτικό. Η προσκόλλησή μας σε μια αναχρονιστική πια κατάσταση πραγμάτων- και μάλιστα στη στεγνή υλικότητά της-, πότε από φόβο και τρόμο προς το άγνωστο καινούριο, και πότε εξωραΐζοντάς την φαντασιακά και παραπλανητικά ως «Χρυσή Εποχή», μπορεί να αποδειχθεί ολέθρια. Κατευνασμός του ανυπόφορου της συνθήκης Σε ατομικό επίπεδο, το οικοσύστημα της “πακτωμένης” ζωής έχει τα δικά του χαρακτηριστικά, και γεννά συγκεκριμένους ανθρωποτύπους- που ενίοτε προσομοιάζουν σε ρομπότ, με όλες τις παθολογικές συνέπειες που μπορεί αυτό να έχει, τόσο στους ίδιους, όσο και σε όσους μπορεί να επηρεάζονται από αυτούς. Βεβαίως, καθώς είναι αδύνατο για έναν άνθρωπο να μετατραπεί ολοκληρωτικά σε ρομπότ, προκύπτουν κάποιες καταφυγές μήπως και γίνει πιο ανεκτή μια ρηχή, ά/πνοη ζωή. Ο Χαβιέρ δεν αναφέρεται πολύ σ’αυτά, εστιάζοντας και αξιοποιώντας λογοτεχνικά την ωμότητα της “γυμνής ζωής”, μα μια ανάδειξη αυτής της πτυχής μπορεί να φωτίσει περισσότερο τη συνθήκη του «οικειοθελούς» εγκλεισμού. Σε σχέση με τις μορφές που μπορεί να πάρουν οι καταφυγές: στο μυθιστόρημά μου “Σου έχει μείνει καθόλου περιουσία;” οι άνθρωποι ζουν μια “Άλλη- από την πραγματική- Ζωή” μετέχοντας εντατικά σε δύο “αντίπαλης πολιτικής ιδεολογίας” διαδραστικά Video Games, ξεφορτώνοντας εκεί- συχνά με ένταση- τα πάθη τους. Στο καθηλωμένο περιβάλλον του άλλου μυθιστορήματός μου “Χορός Μεταμφιεσμένων”- όπου όλα διαδραματίζονται σε ένα κτίριο- οι (οικειοθελώς εγκλωβισμένες) κοπέλλες υποδύονται- σε βαθμό ταύτισης- τις “νεράϊδες”. Η υιοθέτηση ενός ρόλου σε μόνιμη βάση, ως υποκατάστατο μιας πραγματικά δημιουργικής ζωής, συνιστά μια καταφυγή. Και στις δυο περιπτώσεις ο κατευνασμός ορισμένως λειτουργεί, βυθίζοντας όμως ακόμα περισσότερο τους χαρακτήρες στην αλλοτρίωση, την αποξένωση από τον εαυτό τους. Πάντως, παρά το εγκαθιδρυμένο καθεστώς Ανηδονίας σ’αυτά τα περιβάλλοντα, τίποτα δεν είναι τελειωμένο και απολύτως προσαρμοσμένο- ιδίως όταν πρόκειται για ζωές σε «πακτωμένους» χώρους και όχι ζωές «πακτωμένες» καθ’εαυτές, το οποίο συνιστά βεβαίως μια διαφορετική συνθήκη, άλλη από αυτή του παραιτημένου «οικειοθελούς εγκλωβισμού. Στα καθ’ημάς, τα γραπτά του Μάριου Χάκκα, που εκδίδονται ξανά επιμελώς από την «Άγρα», αναδεικνύουν αυτή τη συνθήκη: την περίπτωση ενός ανθρώπου που «χτυπιέται» κυριολεκτικά και αδιέξοδα, ασφυκτιώντας στο πολλαπλά «πακτωμένο» περιβάλλον της μετεμφυλιακής κατάστασης της Ελλάδας. Πρόκειται για μια περίπτωση παντελούς απουσίας κατευνασμού. *** Ο Χαβιέρ Μαρίας, στα δικά του, δίνει βάρος, όπως προείπαμε, στον παρατηρητή, ο οποίος είναι μεν εγκατεστημένος «μέσα» στο εγκλωβισμένο σύστημα, μα παρακολουθεί συστηματικά και καταγράφει, μήπως και «καταλάβει» τί είναι όλο αυτό. Και μόνο η παρουσία του παρατηρητή συνιστά κάποιου είδους «λοξού» έστω κατευνασμού, καθώς οι παρατηρητές μπορεί να είναι εν δυνάμει στοιχεία της αλλαγής, της Εξόδου. Αυτή την πτυχή επιχειρώ να αποδώσω στο δικό μου μυθιστόρημα «Έξοδος», που κυκλοφορεί στα αγγλικά ως «Naes Anaes», με τον χαρακτήρα του ^κουνιάδου^, που ενώ είναι έγκλειστος για χρόνια, εξ αιτίας μιας δραστικής απογοήτευσης στα προσωπικά του, στο ακραία κλειστοφοβικό σπίτι των γονιών του (μια μονοκατοικία με σκεπασμένα τα παράθυρα- για να μην τους βλέπουν απ’έξω-, με οθόνες όπου προβάλλουν οι κάμερες ό, τι συμβαίνει στον δημόσιο χώρο της περιοχής του, παράλληλα ζει μελετώντας και καταγράφοντας, εξελίσσοντας έτσι τον εαυτό του, μέχρι που η έλευση στο σπίτι του «κατεστραμμένου» γαμπρού του, τον παρακινεί να συνεργαστεί μ’αυτόν και με άλλους ανάλογους «έξω» για μια συναρπαστική και κοινωνικά επιδραστική Έξοδό τους στα της κοινωνίας. Εδώ ο κατευνασμός αποδίδει καρπούς σε βάθος χρόνου............Στον πολυσύνθετο κόσμο που ζούμε, στη μια και μοναδική ζωή που μας δόθηκε, είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε- κατά το δυνατόν- τη φύση των φαινομένων, και ο Χαβιέρ Μαρίας μας προσφέρει πολύτιμη υπηρεσία στο πεδίο της σημασίας, του βάρους, της διάρκειας που μπορεί να έχει ένα σύστημα καθηλωτικής «ρύθμισης της ζωής μας, συλλογικής και προσωπικής». Μιας ρύθμισης βεβαίως που έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά όσον αφορά τους ανθρώπους που την υφίστανται. Στο μυθιστόρημα «Μπέρτα Ίσλα», ο Μαρίας καταλήγει, σε σχέση με το θέμα του: «Και ίσως να σκέφτεται ότι σε τελική ανάλυση ανήκει στο είδος των ανθρώπων που δεν είναι πρωταγωνιστές ούτε στην προσωπική τους ιστορία , που γράφεται από άλλους εξαρχής, που ανακαλύπτουν στα μισά της διαδρομής πως όσο μοναδικοί κι αν είναι όλοι τους, η δική τους ιστορία δεν θα αξίζει να τη διηγηθεί κανείς, ή θα αποτελεί μόνο υποσημείωση στη διήγηση της ζωής κάποιου άλλου, μιας ζωής πιο πολυτάραχης και εντυπωσιακής, και κυρίως πιο συνειδητά επιλεγμένης. Ούτε καν για να περάσει η ώρα σ’ένα τραπέζι μετά το φαγητό, ή μια νύχτα δίχως ύπνο κοντά στη φωτιά. Αυτό συμβαίνει συνήθως με τη ζωή όλων των ανθρώπων που, όπως εγώ, όπως κι εκείνος, μα και τόσοι και τόσοι άλλοι στην πραγματικότητα, απλώς υπάρχουν και περιμένουν». *** Εννοείται πως το θέμα δεν τελειώνει εδώ. Ενώ το κείμενο ολοκληρώνεται, προκύπτουν αναρίθμητες καινούριες διερωτήσεις. Μεταξύ πολλών (πάρα πολλών) άλλων, μπορούμε να πούμε στα πλαίσια μιας εν εξελίξει διερεύνησης, ότι παρά την τεράστια βαρύτητα της όποιας κεντρικής για την κοινωνία βιοπολιτικής, έχει φυσικά τη σημασία της και μια «βιοπολιτική» του στενότερου περιβάλλοντός μας. Το μυθιστόρημα «Το κρίνο στην κοιλάδα» του Ονορέ ντε Μπαλζάκ, όπου ολόκληρη η ζωή δύο ανθρώπων διαδραματίζεται καθηλωτικά ανηδονικά υπό το βάρος μιας νεανικής τους εμπειρίας, είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτού του πεδίου. Μα εδώ εξαντλείται η δυναμική του μεμονωμένου συγγραφέα. Το παρόν κείμενο επιχειρεί να ανοίξει το ζήτημα, συμβάλλοντας σε μια εμβαθυμένη συζήτηση που θα ήταν ιδανικό να γίνει γύρω από το ζήτημα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου