(LUBEN DiARIO)-ANTHOLOGY FROM SPANISH LITTERATURE

(LUBEN DiARIO)-ANTHOLOGY FROM SPANISH LITTERATURE
(LUBEN DIARIO)-LITERATURA CLASICA DE ESPANA

Πέμπτη 15 Νοεμβρίου 2012

ΠΟΡΣΙΑ

Μια χαρά χαμηλού επιπέδου είστε... Τι φωνάζετε;

Παρασκευή, 22 Σεπτεμβρίου 2006

Αντόνιο Πόρτσια, 32 Φωνές

1. Κάποιοι, απομακρυνόμενοι από όλους, πάνε κερδίζοντας την έρημο.

2. Δεν ξέρεις πια τι να κάνεις, ούτε όταν ξαναγίνεσαι παιδί.
Και είναι θλιβερό να βλέπεις ένα παιδί που πια δεν ξέρει τι να κάνει.

3. Αν πιστεύεις πως είσαι σαν οποιαδήποτε ύπαρξη,
σαν οποιοδήποτε πράγμα, είσαι όλες οι υπάρξεις,
όλα τα πράγματα. Είσαι το σύμπαν.

4. Φορές χρειάζομαι το φως ενός σπίρτου για να φωτίσω τ' άστρα.

5. Όποιος έχει κάνει χίλια πράγματα κι όποιος δεν έχει κάνει κανένα,
νιώθουν τις ίδιες επιθυμίες: να κάνουν ένα πράγμα.

6. Όταν πλησιάζω μια ψυχή, δεν έχω την επιθυμία να τη γνωρίσω·
όταν απομακρύνομαι, ναι.

7. Τα λουλούδια δίχως άρωμα οφείλουν την ονομασία λουλούδια
στα λουλούδια που μυρίζουν.

8. Όταν δεν βαδίζω στα σύννεφα, βαδίζω σαν χαμένος.

9. Η δίψα μου ευχαριστιέται ένα ποτήρι νερό, όχι μια θάλασσα νερό.

10. Τα πλεονεκτήματα ενός πράγματος δεν έρχονται απ' αυτό: πάνε σ' αυτό.

11. Όταν δεν μπορείς να με κάνεις να κλάψω ή να γελάσω,
μπορείς μονάχα να με κουράσεις.

12. Το κακό που δεν έχω κάνει, πόσο κακό έχει κάνει!

13. Μη μου μιλάς. Θέλω να 'μαι μαζί σου.

14. Μέχρι και το πιο μικρό από τα όντα έχει έναν ήλιο στα μάτια.

15. Αν είσαι καλός με αυτόν, με εκείνον, αυτός,
εκείνος θα έλεγαν πως είσαι καλός. Αν είσαι καλός με όλους,
κανείς δεν θα πει πως είσαι καλός.

16. Για αυτούς που πεθαίνουν, αυτή η γη είναι
το ίδιο με το πιο μακρινό αστέρι. Δεν θα έπρεπε να μας ανησυχεί
αυτό που συμβαίνει…στο πιο μακρινό αστέρι.

17. Έχασα διπλά, γιατί επίσης κέρδισα.

18. Όποιος κάνει έναν παράδεισο από το ψωμί του,
από την πείνα του κάνει μια κόλαση.

19. Αν πιστεύεις πως δεν μου οφείλεις τίποτα,
τίποτα δεν μου οφείλεις, γιατί σέβομαι όλες
τις πίστεις και γιατί όλες οι πίστεις είναι ίδιες. Όλες είναι πίστεις.

20. Φορές για να απομακρυνθώ από τον κόσμο
τον σηκώνω γύρω μου σαν ένα τείχος

21. Τα πράγματα που περισσότερο αντιτίθενται
μεταξύ τους είναι αυτά που λιγότερο αντιτίθενται σε μένα.

22. Όλα είχαν μείνει χωρίς πλάνη, εκείνη τη φορά.
Κι εκείνη τη φορά είχα φόβο για όλα.

23. Αν κοιτάζεις πάντα ένα και το ίδιο πράγμα,
δεν είναι δυνατόν να το δεις.

24. Όποιος ανοίγει όλες τις πόρτες, μπορεί να τις κλείσει όλες.

25. Εγώ θα του ζήταγα κάτι περισσότερο αυτού του κόσμου,
αν είχε κάτι περισσότερο αυτός ο κόσμος.

26. Να φοβίζεις δεν εξευτελίζει τόσο όσο το να είσαι φοβισμένος

27. Ο έρωτας όταν χωράει σ' ένα μόνο άνθος, είναι άπειρος.

28. Αυτοί που δώσαν τα φτερά τους είναι θλιμμένοι,
με το να μην τα βλέπουν να πετούν.

29. Δεν βλέπεις το ποτάμι του θρήνου γιατί του λείπει ένα δικό σου δάκρυ.

30. Η ξένη φτώχια μου αρκεί για να νιώθω φτωχός· η δική μου δεν μου αρκεί.

31. Ναι, υποφέρω πάντα, αλλά μονάχα κάποιες στιγμές, γιατί
μονάχα κάποιες στιγμές σκέφτομαι πως υποφέρω πάντα.

32. Και σχεδόν όλα τα περνάω έτσι, από τον καιρό που,
σαν μια γέφυρα, περνάει πάνω από όλα.

M.Fernandes

Μια χαρά χαμηλού επιπέδου είστε... Τι φωνάζετε;

Πέμπτη, 31 Αυγούστου 2006

Μιγκέλ Ερνάντεθ, Ελεγεία


(Στην Οριουέλα, το χωριό του και το δικό μου,
μου πέθανε σαν από κεραυνό
ο Ραμόν Σιτζέ, που τόσο τον αγαπούσα.)


ΘΕΛΩ κλαίγοντας να ‘μαι ο περβολάρης
της γης που τόπο πιάνεις και λιπαίνεις,
σύντροφε της ψυχής μου νωρίς τόσο.

Τρέφοντας με βροχές, με σαλιγκάρια
κι αρμόνια έναν χωρίς όργανο πόνο,
στις αποκαρδιωμένες παπαρούνες

μον’ την καρδιά σου για τροφή θα δώσω.
Τόσος ο πόνος που σωρεύει το πλευρό μου,
που απ’ τον πόνο μου πονάει ως κι η ανάσα.

Σκληρό ένα ράπισμα, χτύπημα πάγος,
μια τσεκουριά αθέατη και του φόνου,
μια άγρια σπρωξιά σ’ έχει τσακίσει.

Έκταση δεν υπάρχει πιο μεγάλη απ’ την πληγή μου,
κλαίω την τύχη την κακή μου κι όσα φέρνει
και νιώθω πιο πολύ το θάνατό σου απ’ τη ζωή μου.

Βαδίζω πάνω σε χωράφια πεθαμένων,
με κανενός τη ζέστα και την παρηγόρια
πάω από την καρδιά στα βάσανά μου.

Νωρίς σήκωσε ο θάνατος φτερούγες,
νωρίς ξημέρωσε και το ξημέρωμα,
νωρίς είσαι απ’ το χώμα κυλισμένος.

Δεν συγχωρώ τον έρωτα στο θάνατο,
δεν συγχωρώ και τη ζωή απρόσεχτη,
δεν συγχωρώ τη γη ούτε το τίποτα.

Μια θύελλα σηκώνω μες στα χέρια μου
αστραπές, πέτρες, κοφτερά τσεκούρια
με δίψα από καταστροφές και πεινασμένη.

Θέλω τη γη ν’ ανασκαλέψω με τα δόντια,
θέλω τη γη να τη χωρίσω μέρη μέρη
με δαγκωνιές ξερές και φλογισμένες.

Θέλω τη γη να ορυχέψω ώσπου να σ’ έβρω
και το ευγενές κρανίο σου να φιλήσω
και να σε ξεφιμώσω να σε φέρω πίσω.

Θα ξαναρθείς στο περιβόλι στη συκιά μου:
απ’ τα ψηλά των λουλουδιών τα ικριώματα
θα κυνηγήσει πάλι η μελισσουργός ψυχή σου

αγγελικά κεριά κι ωραίους κόπους.
Θα ξαναρθείς στων οργωμάτων το νανούρισμα
απ’ τους αγρότες τους ερωτευμένους.

Χαρά θα δώσεις στο σκοτάδι των φρυδιών μου,
και το αίμα σου θα παν σε κάθε μέρος
με τη μνηστή σου οι μέλισσες φιλονικώντας.

Και η καρδιά σου, πια βελούδο ζαρωμένο,
καλεί από κάμπο μυγδαλιές αφρό γεμάτο
αυτή μου τη φωνή του ερωτευμένου.

Στις φτερωτές ψυχές των ρόδων
της πιο όμορφης αμυγδαλιάς σε περιμένω,
κι έχουμε για πολλά να κάνουμε κουβέντα
σύντροφε της ψυχής μου, σύντροφε.

(10 Ιανουαρίου 1936)

ΕΠΙΛΕΓΟΜΕΝΑ
Ο Μιγκέλ Ερνάντεθ ανήκει στη λεγόμενη γενιά του ’36, παναπεί στη γενιά που αμέσως έπεται εκείνης του Λόρκα. Το γεγονός αυτό μαζί με τα ιδιαίτερα στοιχεία του βίου του, ο Ερνάντεθ είναι ένας αυτοδίδακτος γιδοβοσκός, δημιουργούν μιαν εκφραστική πίεση στο έργο του που κινείται δοκιμάζοντας τρόπους έκφρασης που αγγίζουν τα όρια του μανιερισμού. Αρκετά από τα ποιήματά του αποτελούν οριακές εκφράσεις της ισπανικής γλώσσας.
Ένα από τα πιο φημισμένα είναι και αυτό που μεταφράζουμε εδώ. Συσχετίζεται πάντα με το Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας του Λόρκα και θεωρείται ένα είδος απάντησης.

Το θέμα του ποιήματος είναι ο θάνατος του στενού φίλου της εφηβείας του Ερνάντεθ στην Οριουέλα, το χωριό του, του Ραμόν Σιτζέ. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χοσέ Μαρίν Γκουτιέρρεθ. Είχε γεννηθεί το 1913. Στα 19 ήταν κιόλας δικηγόρος και δημοσίευε τα πρώτα του δοκίμια στον τοπικό τύπο. Πέθανε ξαφνικά μετά από σύντομη ασθένεια στις 24 Δεκεμβρίου του 1935, σε ηλικία 21 ετών. Στο διάστημα αυτό ο Ερνάντεθ βρισκόταν στη Μαδρίτη. Το ποίημα με ημερομηνία 10 Ιανουαρίου 1936, πρωτοπαρουσιάστηκε στο περιοδικό Revista de Occidente, την ίδια χρονιά και προκάλεσε εντύπωση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής. Όπως ήταν φυσικό η επιτυχία του ποιήματος μυθοποίησε τόσο το βίο του Ραμόν Σιτζέ όσο και τη σχέση των δύο φίλων.

Πολλά από τα ποιήματα του Ερνάντεθ κινούνται στα όρια του αμετάφραστου. Ένα από αυτά θα έλεγα πως είναι και το αποδιδόμενο εδώ. Παρ’ όλα αυτά πιστεύω πως εις βάρος της ρίμας του μεταφέρεται πιστά ο ρυθμός και η θέρμη του σε επίπεδο άξιο για δημοσίευση. Συγχρωτίζομαι για χρόνια και απ’ ότι φαίνεται δεν θα πάψω να συγχρωτίζομαι μ’ αυτό το ποίημα.