|
ΚΛΑΣΙΚΑ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΑ ΚΕΙΜΕNΑ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ
|
Ο Ραμόν Λιουλ ή Ραϊμούνδος Λούλιος (Ramon Llull, 1232 - 1315) ήταν φιλόσοφος, επιστήμονας της λογικής και συγγραφέας από τη Μαγιόρκα. Πιστεύεται ότι έγραψε το πρώτο σημαντικό έργο της καταλανικής λογοτεχνίας. Θεωρείται επίσης πρωτοπόρος της θεωρίας υπολογισμού, ιδιαίτερα λόγω της επιρροής του στον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς.[1][2]
Είναι ο πιο πολυγραφότατος συγγραφέας του Μεσαίωνα· έγραψε στα καταλανικά, τα οξιτανικά, τα λατινικά και τα αραβικά και θεωρείται ο πρώτος σημαντικός λογοτέχνης της καταλανικής γλώσσας. Επίσης υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που δημοσίευσε ηθικό μυθιστόρημα και που χρησιμοποίησε μια ρομανική γλώσσα για να μεταδώσει επιστημονικές και θεολογικές γνώσεις, όντας πρωτοπόρος της εκλαϊκευμένης επιστήμης.[3] Έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο πολιτισμικό ινστιτούτο προβολής της καταλανόφωνης κουλτούρας.
Γεννήθηκε στην Πάλμα, την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Μαγιόρκα που πρόσφατα είχε ενσωματώσει στο Στέμμα της Αραγόνας ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄. Αγνοείται η ακριβής ημερομηνία γέννησής του αλλά πιθανότατα ήταν μεταξύ των τελών του 1232 και των αρχών του επόμενου έτους.[4] Ήταν γιος του Ραμόν Αμάτ Λιουλ και της Ισαβέλ δ' Ερίλ, μελών μιας σημαντικής οικογένειας της Βαρκελώνης.[4]
Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, ο τόπος γέννησης του Λιουλ υπήρξε σημαδιακός καθώς η Μαγιόρκα της εποχής ήταν ένα «σταυροδρόμι των τριών πολιτισμών, του χριστιανικού, του ισλαμικού και του εβραϊκού, στο σημείο που η πλειοψηφία των έργων του να είναι γραμμένα είτε στα μαγιορκινικά [καταλανικά] είτε στα αραβικά»[5]
Πριν να παντρευτεί, εντάχθηκε στην αυλή του βασιλιά της Αραγόνας ως συνοδός του δεύτερου γιου του, μελλοντικού Ιακώβου Β΄ της Μαγιόρκα. Σύντομα οι ευγενείς αντιλήφθηκαν την ιδιαίτερη εξυπνάδα του και τον μετέτρεψαν σε δάσκαλο του πρίγκιπα. Η ζωή του στην αραγονική αυλή ήταν αρκετά ελεύθερη και πλήρης απολαύσεων, πολυτελειών και ερωτικών σχέσεων. Εκείνη την περίοδο ο Λιουλ συνέγραψε πολλά ερωτικά τραγούδια.
Γύρω στο 1267, στην ηλικία των 30, ο Λιουλ έζησε μια ολική μεταστροφή της ζωής του. Ο ίδιος περιγράφει τα πέντε διαδοχικά οράματα με τον Χριστό να σταυρώνεται για πέντε διαδοχικές νύχτες.[6] Πούλησε την ιδιοκτησία, χαρίζοντας τα κέρδη στη γυναίκα και τα παιδιά του, τους οποίους κι εγκατέλειψε για να ακολουθήσει μια ζωή κηρύγματος. Έπειτε απομονώθηκε σε ένα σπήλαιο στο όρος Ράντα της Μαγιόρκα για να αφιερωθεί στον συλλογισμό, ώσπου εισήλθε στο κιστερκιανικό μοναστήρι της Λα Ρεάλ, όπου έμαθε λατινικά, γραμματική και καθολική και ισλαμική φιλοσοφία. Παρέμεινε λαϊκός και δεν έγινε επίσημα μοναχός μέχρι το 1295.
Το 1274 ο πρίγκιπας Ιάκωβος, τέως μαθητής του Λιουλ, τον κάλεσε στο κάστρο του στο Μονπελιέ, όπου, με τη χορηγία του πρίγκιπα συνέγραψε το Ars demostrativa ('Αποδεικτική τέχνη'). Τα χρήματα που του δόθηκαν ως βραβείο τα επένδυσε στην κατασκευή του μοναστηριού του Μιραμάρ στη Μαγιόρκα. Σκοπός του μοναστηριού έγινε η προετοιμασία ιεραποστόλων για να εκχριστιανίσουν τους Άραβες. Η προετοιμασία περιείχε μαθήματα αραβικής γλώσσας και διαλεκτικής και προκάλεσε τον θαυμασμό και το δημόσιο έπαινο του πάπα Ιωάννη ΚΑ΄ το 1276.
Όταν ο επόμενος Πάπας, Νικόλαος Δ΄, έδειξε αδιαφορία για την προκήρυξη νέας σταυροφορίας, ο Λιουλ ξεκίνησε μια προσωπική προσπάθεια που θα τον έφερνε διαμέσω της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) στους Αγίους Τόπους, τη Μικρά Ασία και το Μαγκρέμπ. Η τόλμη του τον οδήγησε πολλές φορές να προσπαθήσει να προσηλυτίσει ακόμη και στις εισόδους των τεμένων και των συναγωγών. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του συνέγραψε πλήθος βιβλίων γύρω από τα λάθη των αλλόδοξων φιλοσόφων ενώ θέλησε να ιδρύσει και καθολικά μοναστήρια στις περιοχές από όπου πέρασε.
Το 1286 έλαβε τον τίτλο του ακαδημαϊκού καθηγητή από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού κι έναν χρόνο αργότερα μετέβη στη Ρώμη για να ενημερώσει τον ποντίφικα για τα σχέδιά του περί αναμόρφωσης της εκκλησίας. Η αδιαφορία των ανώτερων στελεχών της για τα σχέδιά του περιλάμβανε και μια εκ νέου απόρριψη της κήρυξης σταυροφορίας και της παροχής οικονομικής στήριξης για τον προσηλυτισμό των αλλόδοξων στους Αγίους Τόπους. Ως αποτέλεσμα της παραπάνω αδιαφορίας, το 1295 εντάχθηκε στους φραγκισκανούς. Το 1299 ο Ιάκωβος Β΄ της Μαγιόρκα του επέτρεψε να κηρύττει στα τεμένη και τις συναγωγές του βασιλείου. Για πρώτη φορά θα μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του μπροστά σε Χριστιανούς.
Το 1305 δημοσίευσε τη δεύτερη έκδοση του σχεδίου του περί ανάκτησης των Αγίων Τόπων: ένας χριστιανός βασιλιάς θα ηγείτο των ενοποιημένων στρατιωτικών ταγμάτων και, ξεκινώντας από την Αλμερία και τη Γρανάδα, θα κατέληγαν διαμέσου της Βόρειας Αφρικής στην Αίγυπτο. Προφανώς στο νου του είχε τον Ιάκωβο Β΄ της Αραγόνας που μόλις είχε κατακτήσει της Μούρθια και είχε εγκαταστήσει εμπορικές επαφές με την Αλεξάνδρεια.[7] Εν τέλει η μόνη κίνηση που έλαβε χώρα ήταν η αποτυχημένη εκστρατεία του Ιακώβου Β΄ εναντίον της Αλμερία.[8
Ραμόν Λιουλ | |
---|---|
![]() | |
Γέννηση | 1232 Πάλμα ντε Μαγιόρκα, Στέμμα της Αραγωνίας |
Κοίμηση | 1315 (83 ετών) Μεσόγειος Θάλασσα (σε πλοίο με κατεύθυνση τη Μαγιόρκα) |
Τιμάται από | Καθολική Εκκλησία |
Αγιοκατάταξη | 1847 από τον Πάπα Πίο Θ' |
Εορτασμός | 27 Νοεμβρίου |
![]() | |
δεδομένα (π • σ • ε ) |
Ο Ραμόν Λιουλ ή Ραϊμούνδος Λούλιος (Ramon Llull, 1232 - 1315) ήταν φιλόσοφος, επιστήμονας της λογικής και συγγραφέας από τη Μαγιόρκα. Πιστεύεται ότι έγραψε το πρώτο σημαντικό έργο της καταλανικής λογοτεχνίας. Θεωρείται επίσης πρωτοπόρος της θεωρίας υπολογισμού, ιδιαίτερα λόγω της επιρροής του στον Γκότφριντ Βίλχελμ Λάιμπνιτς.[1][2]
Είναι ο πιο πολυγραφότατος συγγραφέας του Μεσαίωνα· έγραψε στα καταλανικά, τα οξιτανικά, τα λατινικά και τα αραβικά και θεωρείται ο πρώτος σημαντικός λογοτέχνης της καταλανικής γλώσσας. Επίσης υπήρξε ο πρώτος συγγραφέας που δημοσίευσε ηθικό μυθιστόρημα και που χρησιμοποίησε μια ρομανική γλώσσα για να μεταδώσει επιστημονικές και θεολογικές γνώσεις, όντας πρωτοπόρος της εκλαϊκευμένης επιστήμης.[3] Έδωσε το όνομά του στο ομώνυμο πολιτισμικό ινστιτούτο προβολής της καταλανόφωνης κουλτούρας.
Γεννήθηκε στην Πάλμα, την πρωτεύουσα του Βασιλείου της Μαγιόρκα που πρόσφατα είχε ενσωματώσει στο Στέμμα της Αραγόνας ο βασιλιάς Ιάκωβος Α΄. Αγνοείται η ακριβής ημερομηνία γέννησής του αλλά πιθανότατα ήταν μεταξύ των τελών του 1232 και των αρχών του επόμενου έτους.[4] Ήταν γιος του Ραμόν Αμάτ Λιουλ και της Ισαβέλ δ' Ερίλ, μελών μιας σημαντικής οικογένειας της Βαρκελώνης.[4]
Σύμφωνα με τον Ουμπέρτο Έκο, ο τόπος γέννησης του Λιουλ υπήρξε σημαδιακός καθώς η Μαγιόρκα της εποχής ήταν ένα «σταυροδρόμι των τριών πολιτισμών, του χριστιανικού, του ισλαμικού και του εβραϊκού, στο σημείο που η πλειοψηφία των έργων του να είναι γραμμένα είτε στα μαγιορκινικά [καταλανικά] είτε στα αραβικά»[5]
Πριν να παντρευτεί, εντάχθηκε στην αυλή του βασιλιά της Αραγόνας ως συνοδός του δεύτερου γιου του, μελλοντικού Ιακώβου Β΄ της Μαγιόρκα. Σύντομα οι ευγενείς αντιλήφθηκαν την ιδιαίτερη εξυπνάδα του και τον μετέτρεψαν σε δάσκαλο του πρίγκιπα. Η ζωή του στην αραγονική αυλή ήταν αρκετά ελεύθερη και πλήρης απολαύσεων, πολυτελειών και ερωτικών σχέσεων. Εκείνη την περίοδο ο Λιουλ συνέγραψε πολλά ερωτικά τραγούδια.
Γύρω στο 1267, στην ηλικία των 30, ο Λιουλ έζησε μια ολική μεταστροφή της ζωής του. Ο ίδιος περιγράφει τα πέντε διαδοχικά οράματα με τον Χριστό να σταυρώνεται για πέντε διαδοχικές νύχτες.[6] Πούλησε την ιδιοκτησία, χαρίζοντας τα κέρδη στη γυναίκα και τα παιδιά του, τους οποίους κι εγκατέλειψε για να ακολουθήσει μια ζωή κηρύγματος. Έπειτε απομονώθηκε σε ένα σπήλαιο στο όρος Ράντα της Μαγιόρκα για να αφιερωθεί στον συλλογισμό, ώσπου εισήλθε στο κιστερκιανικό μοναστήρι της Λα Ρεάλ, όπου έμαθε λατινικά, γραμματική και καθολική και ισλαμική φιλοσοφία. Παρέμεινε λαϊκός και δεν έγινε επίσημα μοναχός μέχρι το 1295.
Το 1274 ο πρίγκιπας Ιάκωβος, τέως μαθητής του Λιουλ, τον κάλεσε στο κάστρο του στο Μονπελιέ, όπου, με τη χορηγία του πρίγκιπα συνέγραψε το Ars demostrativa ('Αποδεικτική τέχνη'). Τα χρήματα που του δόθηκαν ως βραβείο τα επένδυσε στην κατασκευή του μοναστηριού του Μιραμάρ στη Μαγιόρκα. Σκοπός του μοναστηριού έγινε η προετοιμασία ιεραποστόλων για να εκχριστιανίσουν τους Άραβες. Η προετοιμασία περιείχε μαθήματα αραβικής γλώσσας και διαλεκτικής και προκάλεσε τον θαυμασμό και το δημόσιο έπαινο του πάπα Ιωάννη ΚΑ΄ το 1276.
Όταν ο επόμενος Πάπας, Νικόλαος Δ΄, έδειξε αδιαφορία για την προκήρυξη νέας σταυροφορίας, ο Λιουλ ξεκίνησε μια προσωπική προσπάθεια που θα τον έφερνε διαμέσω της Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) στους Αγίους Τόπους, τη Μικρά Ασία και το Μαγκρέμπ. Η τόλμη του τον οδήγησε πολλές φορές να προσπαθήσει να προσηλυτίσει ακόμη και στις εισόδους των τεμένων και των συναγωγών. Κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του συνέγραψε πλήθος βιβλίων γύρω από τα λάθη των αλλόδοξων φιλοσόφων ενώ θέλησε να ιδρύσει και καθολικά μοναστήρια στις περιοχές από όπου πέρασε.
Το 1286 έλαβε τον τίτλο του ακαδημαϊκού καθηγητή από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού κι έναν χρόνο αργότερα μετέβη στη Ρώμη για να ενημερώσει τον ποντίφικα για τα σχέδιά του περί αναμόρφωσης της εκκλησίας. Η αδιαφορία των ανώτερων στελεχών της για τα σχέδιά του περιλάμβανε και μια εκ νέου απόρριψη της κήρυξης σταυροφορίας και της παροχής οικονομικής στήριξης για τον προσηλυτισμό των αλλόδοξων στους Αγίους Τόπους. Ως αποτέλεσμα της παραπάνω αδιαφορίας, το 1295 εντάχθηκε στους φραγκισκανούς. Το 1299 ο Ιάκωβος Β΄ της Μαγιόρκα του επέτρεψε να κηρύττει στα τεμένη και τις συναγωγές του βασιλείου. Για πρώτη φορά θα μπορούσε να εκθέσει τις απόψεις του μπροστά σε Χριστιανούς.
Το 1305 δημοσίευσε τη δεύτερη έκδοση του σχεδίου του περί ανάκτησης των Αγίων Τόπων: ένας χριστιανός βασιλιάς θα ηγείτο των ενοποιημένων στρατιωτικών ταγμάτων και, ξεκινώντας από την Αλμερία και τη Γρανάδα, θα κατέληγαν διαμέσου της Βόρειας Αφρικής στην Αίγυπτο. Προφανώς στο νου του είχε τον Ιάκωβο Β΄ της Αραγόνας που μόλις είχε κατακτήσει της Μούρθια και είχε εγκαταστήσει εμπορικές επαφές με την Αλεξάνδρεια.[7] Εν τέλει η μόνη κίνηση που έλαβε χώρα ήταν η αποτυχημένη εκστρατεία του Ιακώβου Β΄ εναντίον της Αλμερία.[8
Μπαλτασαρ Γκρασιάν, 1601-1658
Αριθμός Αφορισμών: 48 | Αναγνώσεις: 101,178 |
Αφορισμοί
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βλακεία από το να τα παίρνεις όλα κατάκαρδα. άρεσε σε 468 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κανείς
δεν είναι ικανοποιημένος από την τύχη του, ακόμα κι αν είναι η
καλύτερη. Και κανείς δεν είναι δυσαρεστημένος απ’ το μυαλό του, ακόμα κι
αν είναι το χειρότερο. άρεσε σε 443 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πρέπει να βλέπεις και ν’ ακούς, αλλά να ξέρεις να σωπαίνεις. άρεσε σε 132 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ποτέ μην συγκρούεσαι με κάποιον που δεν έχει τίποτα να χάσει. άρεσε σε 129 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Να δείχνεις καλοδιάθετος. Μια στάλα ευδιαθεσίας δίνει γεύση σε όλα. άρεσε σε 90 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Την
εύκολη δουλειά να την καταπιάνεσαι σαν δύσκολη, αλλά τη δύσκολη σαν
εύκολη. Στην πρώτη περίπτωση, για να μη γίνει η σιγουριά προχειρότητα,
στη δεύτερη περίπτωση, για να μη γίνει η αβεβαιότητα διστακτικότητα. άρεσε σε 85 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ποτέ μην πλησιάζεις όποιον σε επισκιάζει, αλλά όποιον σε αναδεικνύει. άρεσε σε 80 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η ακαμψία πρέπει να υπάρχει στη θέληση και όχι στην κρίση. άρεσε σε 77 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η καλύτερη εκδίκηση είναι η λήθη. Να πνίγεις έναν εχθρό στη σκόνη της μηδαμινότητάς του. άρεσε σε 73 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μη χαρίζεις προκαταβολικά κάτι που θα χρειαστεί να δώσεις αργότερα σαν έπαθλο. άρεσε σε 68 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Να το έχεις δίπορτο σε όλη σου τη ζωή. Όλα πρέπει να είναι διπλά και, κυρίως, οι πηγές συμφέροντος, εύνοιας και απόλαυσης. άρεσε σε 66 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Περισσότερα καταφέρνει μια μετριότητα με επιμέλεια παρά μια διάνοια χωρίς επιμέλεια. άρεσε σε 64 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το παιχνίδι με ανοιχτά χαρτιά ούτε αποδίδει ούτε έχει γούστο. Μιμήσου τον Θεό που μας κρατάει σε εγρήγορση και αβεβαιότητα. άρεσε σε 58 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το μοναδικό μέσο για να είσαι αξιαγάπητος, είναι να είσαι γλυκομίλητος. άρεσε σε 54 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο σοφός εκτιμά την αξία όλων των ανθρώπων, επειδή στον καθένα βλέπει κάτι καλό. άρεσε σε 54 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Οι πράξεις είναι οι καρποί των σκέψεων. Από καλές σκέψεις γεννιούνται καλές πράξεις. άρεσε σε 52 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο διορατικός προτιμάει να τον έχουν ανάγκη παρά να τον ευγνωμονούν. άρεσε σε 48 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο σοφός μετράει τη ζωή του σαν άνθρωπος που πρέπει να ζήσει πολύ, σε λίγο χρονικό διάστημα. άρεσε σε 48 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ελπίδα είναι ο μεγάλος πλαστογράφος της αλήθειας. άρεσε σε 44 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Να ξέρεις να δείχνεις τα δόντια σου, όταν χρειάζεται. άρεσε σε 43 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Είναι
πολύ σημαντική ικανότητα να μπορείς να κρύβεις τα ελαττώματά σου και να
τα μετατρέπεις σε προτερήματα. Ο Καίσαρας έκρυβε τη φαλάκρα του κάτω
από το δάφνινο στεφάνι. άρεσε σε 43 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ποτέ
να μην παραπονιέσαι. Το παράπονο υπονομεύει το γόητρο. Ο φρόνιμος
άντρας ποτέ δεν κοινοποιεί δυσμένειες και ελαττώματα, αλλά μόνο αρετές
και εύνοιες που χρησιμεύουν για να έχει φίλους και να αποθαρρύνει τους
εχθρούς. άρεσε σε 38 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τα λόγια είναι οι σκιές των πράξεων. Τα λόγια είναι θηλυκά, οι πράξεις αρσενικές. άρεσε σε 35 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ένας έξυπνος άνθρωπος αξιοποιεί καλύτερα τους εχθρούς του, απ’ όσο ένα ανόητος αξιοποιεί τους φίλους του. άρεσε σε 34 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η τύχη σπάνια συνοδεύει κάποιον μέχρι την έξοδο. άρεσε σε 33 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Η ζωή είναι ένας πόλεμος εναντίον της κακίας των άλλων. άρεσε σε 33 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Το μόνο που μας ανήκει πραγματικά είναι ο χρόνος. Ακόμη κι εκείνος που δεν έχει τίποτα, αυτό το είχε. άρεσε σε 29 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ευφυΐα χωρίς σύνεση είναι διπλή τρέλα. άρεσε σε 28 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Υπάρχουν κανόνες στην τύχη, δεν είναι όλα τυχερά για τον έξυπνο άνθρωπο. Η τύχη μπορεί να υποβοηθηθεί από την ικανότητα. άρεσε σε 28 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Είναι
πολιτική πανουργία να επιτρέπεις στον εαυτό σου κάποιο μικρό αμάρτημα
για αντιπερισπασμό στο δηλητήριο του φθόνου, δίνοντάς του κάτι να
ροκανίζει. άρεσε σε 27 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Να αποφεύγεις να νικήσεις το αφεντικό σου. άρεσε σε 26 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Στα είκοσι κυριαρχούν τα αισθήματα, στα τριάντα κυριαρχούν οι ικανότητες, στα σαράντα κυριαρχεί η λογική. άρεσε σε 26 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τα καλά πράγματα, όταν είναι σύντομα, είναι δυο φορές καλά. (“Oráculo Manual”, αξίωμα 105) άρεσε σε 25 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κανένας δεν κοιτάζει τον ήλιο όταν λάμπει. Όλοι τον κοιτούν όταν βρίσκεται σε έκλειψη. άρεσε σε 18 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μοίρασε χωρίς ενδιάμεσο το καλό. Και με κάποιον μεσολαβητή το κακό. άρεσε σε 17 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Να ξέρεις να αρνείσαι τον χρόνο σου στον εαυτό σου, στις δουλειές, στους άλλους. άρεσε σε 16 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σκέψη και, ξανά, σκέψη. Επανεξέταση σημαίνει εξασφάλιση, ιδίως όταν το πλεονέκτημα δεν είναι προφανές. άρεσε σε 15 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Τα πράγματα που θυμόμαστε καλύτερα είναι αυτά που θα ήταν προτιμότερο να τα ξεχνούσαμε. άρεσε σε 15 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Να σκέφτεσαι με τους λίγους και να μιλάς με τους πολλούς. άρεσε σε 14 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Κανένας δεν θεωρεί τον εαυτό του ακατάλληλο για μεγάλο αξίωμα. άρεσε σε 13 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Μην υποστηρίζεις τη λάθος πλευρά ενός επιχειρήματος μόνο και μόνο επειδή ο αντίπαλός σου υποστηρίζει τη σωστή. άρεσε σε 13 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πάντα να αφήνεις την πρώτη παρόρμηση να περάσει, περίμενε για τη δεύτερη. άρεσε σε 13 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Χρειάζονται περισσότερα για να γίνεις σοφός σήμερα απ’ όσα χρειάστηκαν για να γίνουν οι επτά σοφοί της Αρχαίας Ελλάδας. άρεσε σε 9 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πάντα να ενεργείς σαν να σε βλέπουν οι άλλοι. άρεσε σε 7 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Βάλε έναν κόκκο τόλμης σε καθετί που κάνεις. άρεσε σε 6 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ήταν πραγματικά μεγάλος ο σοφός εκείνος που αισθανόταν προσβεβλημένος όταν τα έργα του άρεσαν σε πολλούς. άρεσε σε 6 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Σε το χρησιμεύει η γνώση αν δεν έχει πρακτική εφαρμογή; Στις μέρες μας, η γνώση της ζωής είναι η μόνη αληθινή γνώση. άρεσε σε 3 | ||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Ο σοφός άνθρωπος του εκτιμά όλους, επειδή στον καθένα διακρίνει κάτι καλό.
|
ΠεθαίΠέθανε ο συγγραφέας Χαβιέρ Μαρίας | ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΚΑΙ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ
νει ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα: Δεν τον σκότωσαν Φαλαγγίτες, ούτε είχε σχέση με τον κομουνισμό
|
|
|
|
|
|
|
|
![]() | ||||||
|
|
|
|
|
|
|
| |||
|
![]() | | / |
|
Νέοι Ισπανοί ποιητές διαβάζουν ποιήματά τους στην Αθήνα Οι
εκδόσεις Βακχικόν, το Ινστιτούτο Θερβάντες και η Xunta de Galicia
διοργανώνουν την εκδήλωση "Nέοι Ισπανοί ποιητές διαβάζουν ποιήματά τους
στην Αθήνα", με αφορμή την κυκλοφορία των δίγλωσσων βιβλίων Ανθολογία νέων Ισπανών ποιητών (μτφρ. Άτη Σολέρτη, 2018) και Ανθολογία νέων Γαλικιανών ποιητών (μτφρ. Τερέζα Πάρδο-Σοφία Καρατζά, 2019), την Τετάρτη 9 Οκτωβρίου 2019 στις 19.00 στο βιβλιοπωλείο Public Συντάγματος. Για τα βιβλία θα μιλήσουν ο εκδότης Νέστορας Πουλάκος και ο κριτικός λογοτεχνίας Θανάσης Βαβλίδας. Την εκδήλωση θα συντονίσει η μεταφράστρια Σοφία Καρατζά. Θα διαβάσουν ποιήματά τους οι: Luna Miguel, Laia López Manrique, Gonzalo Hermo και Lara Dopazo. Θα ακολουθήσει ανάγνωσή τους και στα ελληνικά από την Ευμορφία Αναστασίου. Με την υποστήριξη του ΟΣΔΕΛ. |
Η ελληνική «περιπέτεια» του Δον Κιχότε
Του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου
Από τη Σμαράγδα Μαυροκορδάτου στη Μελίνα Παναγιωτίδου: μια αναδρομή σε όλες τις μεταφραστικές απόπειρες του μυθιστορήματος του Μιγκέλ ντε Θερβάντες «Δον Κιχότε ντε λα Μάντσα». «Η ιστορία μας ξεκινά στο Βαγιαδολίδ, το μακρινό 1605. Εκείνη τη χρονιά, τέσσερις αιώνες και πλέον πριν, ένας 57χρονος δημόσιος υπάλληλος ο οποίος, παρά τις πολλές αντιξοότητες που συνάντησε στη ζωή του (αναπηρία, αιχμαλωσία, φυλάκιση, αμφισβήτηση, φτώχια) δεν έχασε ποτέ το κέφι του για δημιουργία...»
... εδώ μ’ έφερε μια νέα κρίση μισανθρωπίας ή, μάλλον, ανθρωποφοβίας, αφού τους ανθρώπους πιο πολύ τους φοβάμαι παρά τους μισώ. Μου κόλλησε κι εμένα εκείνη η αξιοθρήνητη ιδιότητα που δεν είναι άλλη από το να βλέπεις τη βλακεία και να μην μπορείς να την ανεχτείς. Πάντως το χειρότερο δεν είναι να την βλέπεις, αλλά να την ακούς – ν’ ακούς τις βλακείες που πετάνε κάθε μέρα, ανυπερθέτως, νέοι και γέροι, βλάκες και ξύπνιοι• γιατί εκείνοι που περνιούνται για ξύπνιοι λένε και κάνουν τις περισσότερες βλακείες...
MIGUEL DE UNAMUNO: ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΟΥ ΔΟΝ ΣΑΝΔΑΛΙΟ, «Αν θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο, μάθετέ του να παίζει σκάκι». Δεν γνωρίζω καλύτερη απεικόνιση αυτού του αφορισμού, που αποδίδεται στον Όσκαρ Ουάιλντ, από τη διαφωτιστική σκηνή όπου ο Βίλχελμ Στάινιτς, ένας από τους πιο αμείλικτους σκακιστές του 19ου αιώνα, ο οποίος εγκλείστηκε σε άσυλο όταν έχασε τα λογικά του, προκαλεί τον Θεό να παίξει μαζί του μια τελευταία παρτίδα, παραχωρώντας του μάλιστα το πλεονέκτημα ενός στρατιώτη. Αυτός ο Εβραίος από τη Βοημία, μέσα στην τρέλα του είχε καταλάβει, πριν από τον Νίτσε, ότι όποιος αναμετριέται με τον Θεό γίνεται ο ίδιος Θεός.
Αυτό το σύντομο αφήγημα παρουσιάζει έναν μισάνθρωπο που δεν αντέχει άλλο τη βλακεία. Αναγνώστης του Φλωμπέρ, αποσύρεται στην ακροθαλασσιά, σε ένα ξενοδοχείο όπου δεν τον ξέρει κανείς και όπου, δόξα τω Θεώ, ούτε εκείνος γνωρίζει κανέναν. Θα συνάψει, ωστόσο, περίεργο δεσμό με έναν άγνωστο, εξίσου σιωπηλό και αινιγματικό σαν τον ίδιο, έναν κάποιο δον Σανδάλιο, που πηγαίνει στη λέσχη μόνο για να παίξει σκάκι, και παίζει χωρίς να αρθρώνει λέξη, με αρρωστημένη μανία.Ο Αρνάου Πονς στην Αθήνα Ο
πολυβραβευμένος και δημοφιλής Καταλανός συγγραφέας, μεταφραστής και
ποιητής Arnau Pons (Αρνάου Πονς) θα βρίσκεται στην Αθήνα για την
εκδήλωση των εκδόσεων Βακχικόν Ποίηση απ' όλο τον κόσμο στο Έναστρον βιβλιοκαφέ, την Παρασκευή 23/11 στις 20.00 μ.μ. Την ίδια μέρα το πρωί, στο βιβλιοπωλείο
των εκδόσεων (Ασκληπιού 17 Αθήνα), θα παραχωρήσει συνεντεύξεις σε
δημοσιογράφους. Παρακαλείσθε να επικοινωνήσετε με τις εκδόσεις στο
τηλέφωνο 2103637864 ή στο email info@vakxikon.gr. Στα ελληνικά κυκλοφορεί η ποιητική του σύνθεση Ερήμωση (εκδόσεις Βακχικόν, Απρίλιος 2018), σε μετάφραση Άτης Σολέρτη και επίμετρο Μυρτώς Γόντικα. Ο
Αρνάου Πονς είναι καθηγητής στο Ινστιτούτο Σπουδών Λογοτεχνικής
Κριτικής στο Μεξικό, όπου κάνει συνεδρίες ανάγνωσης σχετικά με την
Judith Butler, τον Paul Celan και τον Emmanuel Levinas και ασχολείται
επίσης με τη μετάφραση και ανάλυση των Απάντων του Paul Celan στα
καταλανικά. Το 2016, το Υπουργείο Πολιτισμού της Ισπανίας τού απένειμε
το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης. Επιλέχθηκε επίσης για να γράψει το κριτικό
σημείωμα για τον Celan στον συλλογικό τόμο Makers of Jewish Modernity(Princeton
University Press, 2016), το οποίο έλαβε το βραβείο για το καλύτερο
εβραϊκό βιβλίο της χρονιάς στην κατηγορία των συλλογικών δοκιμίων. |
Για το μυθιστόρημα του Χεσούς Καρράσκο «Άγρια ερημιά» (μτφρ. Λένα Φραγκοπούλου, εκδ. Αντίποδες).
Του Διονύση Μαρίνου
Αν και οι ορισμοί συχνά ομογενοποιούν τις σημασίες, την ίδια στιγμή προσφέρουν μια βάση ανάλυσης. Η Μάργκαρετ Άτγουντ, όταν κλήθηκε να μιλήσει για το τι ακριβώς ήταν το μετα-αποκαλυπτικό μυθιστόρημά της Όρυξ και Κρέικ (εκδ. Ψυχογιός), έδωσε μιαν εξήγηση που ξεπερνούσε τα παραδεδεγμένα λογοτεχνικά στεγανά. Μίλησε για «σκεπτικιστική μυθοπλασία» και για «περιπετειώδη ρομαντισμό».
Στην περίπτωση του μυθιστορήματος «Άγρια ερημιά» δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο ντεμπούτο, μια δήλωση προθέσεων, αλλά με μια συνολική τοποθέτηση πάνω στο ανθρώπινο αίνιγμα.
Ομοίως, τη στιγμή που το βιβλίο του Κόρμακ ΜακΚάρθυ Ο δρόμος (εκδ. Καστανιώτη) γινόταν γνωστό, ειδικά ύστερα από τη μεταφορά του στον κινηματογράφο, για το δυστοπικό μέλλον που μετέτρεπε την ανθρωπότητα σε βιωμένη Κόλαση, ο ίδιος επέμενε πως το βιβλίο του είχε να κάνει με τη σύνδεση του ανθρώπου με το Θείο και την πνευματική όψη της ζωής. Οι συγγραφείς, συνήθως, ξέρουν καλύτερα ποιος είναι ο αρχικός τους στόχος όταν ξεκινούν να γράψουν. Ποιος να ήταν, άραγε, ο στόχος που κινητοποίησε τον Ισπανό Χεσούς Καρράσκο να ξεκινήσει τη διαδρομή του στη λογοτεχνία με ένα μυθιστόρημα πολλαπλών σημάνσεων; Στην περίπτωση του μυθιστορήματός του Άγρια ερημιά δεν έχουμε να κάνουμε με ένα συνηθισμένο ντεμπούτο, μια δήλωση προθέσεων, αλλά με μια συνολική τοποθέτηση πάνω στο ανθρώπινο αίνιγμα. Αν και οι επιρροές του είναι προφανείς (από το πικαρέσκο μυθιστόρημα έως τον Καμίλο Χοσέ Θέλα κι από τον ΜακΚάρθυ έως τον Θόρντον Ουάιλντερ και τον Κόνραντ Ρίχτερ), το δικό του αποτύπωμα είναι ευδιάκριτο.
Ναι, το θέμα της φυγής και της on the road ανέλιξης ενός μύθου δεν είναι καινούργιο, όμως αυτό που προσδίδει στο μυθιστόρημα του Καρράσκο μια μορφή νεωτερισμού είναι ότι ενσωματώνει στοιχεία της παλαιάς αγροτικής ζωής (ο ίδιος κατάγεται από το Μπαταχόθ, μια παραδοσιακά αγροτική περιοχή της Ισπανίας που πλέον έχει αναπτυχθεί οικονομικά) με βιβλικές συνδηλώσεις. Η ποιότητα του βιβλίου αναφαίνεται από τη χρήση της γλώσσας, καθώς «παίζει» συνεχώς με τα αντιθετικά σχήματα. Στο ίδιο «σώμα» συνυπάρχουν η τραχύτητα της υπαίθρου, ο μυστικισμός της Βίβλου, ο λυρισμός των ανθρώπινων συναισθημάτων και ο αιχμηρός τόνος των κατώτερων ενστίκτων που οδηγούν σε σκηνές βίας, αποκτήνωσης και εξανδραποδισμού.
Ο Καρράσκο δημιουργεί ένα σκηνικό που μπορεί να στερείται γεωγραφικών συντεταγμένων (δεν μαθαίνουμε ποτέ τη χώρα και την εποχή που αναπτύσσεται η πλοκή), είναι όμως δηλωτικό της σκληρότητας που περιμένει τους ήρωες. Όλα ξεκινούν με την άτακτη φυγή ενός παιδιού από το σπίτι του. Ο μικρός φυγάς δεν αποχωρίζεται την οικογενειακή θαλπωρή με σκοπό να ανοιχτεί στη μεγάλη περιπέτεια του κόσμου. Αποφασίζει να ξεφύγει από το κολαστήριο στο οποίο ζούσε για χρόνια. Με τη σύμφωνη γνώμη των γονιών του έχει μετατραπεί σε σεξουαλικό υποχείριο του δυνάστη χωροφύλακα της περιοχής. Υπάρχουν κι άλλα θύματα σαν κι αυτό, είναι όμως ο πρώτος που αποφασίζει να τα παίξει όλα για όλα και να δραπετεύσει. Μπρος του δεν υπάρχει μόνο το άγνωστο, αλλά κι ένας αφιλόξενος τόπος: άνυδρος, τραχύς, χτυπημένος από τον ήλιο, με τη φύση να στέκεται τιμωρός κι όχι αρωγός στο φευγιό του.
![]() |
Ο Χεσούς Καρράσκο |
Στο ίδιο «σώμα» συνυπάρχουν η τραχύτητα της υπαίθρου, ο μυστικισμός της Βίβλου, ο λυρισμός των ανθρώπινων συναισθημάτων και ο αιχμηρός τόνος των κατώτερων ενστίκτων που οδηγούν σε σκηνές βίας, αποκτήνωσης και εξανδραποδισμού.
Το παιδί είναι εξαρχής κυνηγημένο. Στο κατόπι του βρίσκεται ο χωροφύλακας και οι βοηθοί του. Ξέρει πως αν το συλλάβουν δεν θα υπάρχει επιστροφή, μόνο ο θάνατος το περιμένει. Άμαθο στις κακουχίες και τη μοναξιά του διαβατάρη, σύντομα βρίσκεται σε σημείο εξαθλίωσης. Συναντάει στον δρόμο του έναν γέρο τσοπάνη, ο οποίος το βοηθάει να σταθεί στα πόδια του, το παίρνει μαζί του στο μακρύ ταξίδι του στην ενδοχώρα, ολοένα και πιο μακριά από το χωριό του παιδιού, και ουσιαστικό το μυεί τον κόσμο της συγχώρεσης και της ενηλικίωσης. Η μεταξύ τους σχέση οικοδομείται αρχικά με όρους συγκεκαλυμμένης δυσπιστίας, αβεβαιότητας και αμφιβολίας για τις πραγματικές προθέσεις του βοσκού. Το παιδί, έχοντας μεγαλώσει σε έναν κόσμο βίας, δεν γνωρίζει άλλο τρόπο από την άπωση. Θα σταθεί στο πλάι του τσοπάνη μόνο όταν θα διαπιστώσει πως δεν θέλει να αποκομίσει κάτι απ’ αυτό, αλλά να το σώσει δίχως να ρωτάει την αιτία της φυγής του.
Αυτό το παράξενο δίδυμο, δύο άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα, μόνοι τους σε έναν αφιλόξενο ξερότοπο, προχωρούν προς το μεγάλο πουθενά γνωρίζοντας πως τα βήματά τους στο χώμα γίνονται χνάρια και οδοδείκτες για τους διώκτες τους. Η συνάντηση με την ειμαρμένη δεν θα αργήσει. Ο χωροφύλακας με την πλουμιστή μηχανή και την αγριωπή θωριά θα βρει την κρυψώνα τους, αλλά όχι και το παιδί. Ο βοσκός έχει προλάβει να το κρύψει. Η τιμωρία που θα λάβει για τη γενναία πράξη του θα είναι σκληρή. Από εκείνο το σημείο κι έπειτα το μυθιστόρημα αποκτάει έντονα δραματικό χαρακτήρα. Γίνεται ένα εκκρεμές μεταξύ ελπίδας και καταδίκης. Οι δύο φυγάδες ολοένα φεύγουν και συνεχώς βρίσκονται στην ακτίνα του διωκτών τους. Η τελική συνάντηση θα είναι πνιγμένη στο αίμα. Το δράμα θα κορυφωθεί, τη λύση θα τη δώσει ο γέρος (πάλι εις βάρος του εαυτού του), αλλά η λύτρωση στις ανθρώπινες υποθέσεις σπάνια είναι ανέξοδη. Κάθε στιγμή ελευθερίας έχει πληρωθεί με πολλαπλάσιες στιγμές σκλαβιάς του σώματος και της ψυχής. Ο τραχύς τσοπάνης –ένας άνθρωπος χθόνιος, γέννημα θρέμμα του κακοτράχαλου τόπου– μαθαίνει στο παιδί την αξία της συγχώρεσης. Χωρίς αυτό να αφαιρεί το δικαίωμα του θύματος να πάρει εκδίκηση. Όπως και γίνεται.
Η λύτρωση στις ανθρώπινες υποθέσεις σπάνια είναι ανέξοδη. Κάθε στιγμή ελευθερίας έχει πληρωθεί με πολλαπλάσιες στιγμές σκλαβιάς του σώματος και της ψυχής.
Ο Καρράσκο, αφαιρώντας τα στοιχειώδη πραγματολογικά στοιχεία (λείπουν ακόμη και τα ονόματα των ηρώων, καθώς κρατούν μόνο τις ιδιότητές τους), δίνει στο βιβλίο του τη δυνατότητα να αποκτήσει τη μορφή καθολικότητας. Μέσω του μεμονωμένου γεγονότος μιλάει συνολικά για την ανθρώπινη περίπτωση. Μεταμορφώνει το καθημερινό σε γενικό μύθο. Η δονούμενη αλληγορία του βιβλίου θυμίζει τα μεσαιωνικά moralitas, όπου οι χαρακτήρες φέρουν μια συμβολική διάσταση που τους ξεπερνάει. Παρά το γεγονός ότι από τη δράση δεν απουσιάζουν ρεαλιστικά στοιχεία (η καθημερινή ζωή ενός βοσκού, οι σκληροτράχηλοι χωρικοί, η ξηρασία, τα όπλα, η κτηνωδία κ.ά.), τα αισθητικά στοιχεία που νοηματοδοτούν το βιβλίο είναι εξόχως ψυχολογικά και θρησκευτικά. Οι βασικοί ήρωες, καίτοι από τη φύση τους είναι μονοδιάστατοι, εμφανίζονται να είναι φτιαγμένοι να έρθουν αντιμέτωποι με τον αξιακό τους κώδικα και με την ανάγκη τους να ελευθερωθούν από τα δεσμά τους. Έχουμε να κάνουμε με μια δυστοπία που αναπτύσσεται σε δύο δρόμους: έναν εξωτερικό κι έναν εσωτερικό. Το περιβάλλον καθορίζει τις συμπεριφορές και οι ατομικότητες βρίσκονται μπροστά σε ένα διαρκές αδιέξοδο που οφείλουν να υπερβούν για να συνεχίσουν να υπάρχουν. Δεν το καταφέρνουν όλοι, όμως δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως το μεγάλο «στοίχημα» του βιβλίου, και ο κυρίαρχος πρωταγωνιστής του, είναι το παιδί – ο μοναδικός φορέας του μέλλοντος.
Το βιβλίο του Καρράσκο έγινε αμέσως γνωστό. Μεταφράστηκε σε δεκατρείς χώρες και μεταξύ άλλων έλαβε το βραβείο English PEN Award και Prix Ulysse. Ο συγγραφέας, επιπλέον, τιμήθηκε το 2016 με το Βραβείο λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δεύτερο βιβλίο του La tierra que pisamos. Η παρούσα μετάφραση ανήκει στη Λένα Φραγκοπούλου. Πρόκειται για εργασία άκρως λειτουργική με το ύφος και το πνεύμα του βιβλίου.
* Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας.
Τελευταίο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Όπως και αν έρθει αυτό το βράδυ» (εκδ. Μελάνι).
→ Στην κεντρική εικόνα φωτογραφία από την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου, με τίτλο Out in the open (2019), σε σκηνοθεσία Benito Zambrano, Fernando Trullols.
"."
"Η συντριβή της φτώχειας ή του βάρους των προσδοκιών τους, η υψηλή και η
χαμηλή ζωή του 19ου αιώνα στη Μαδρίτη, προσφέρουν τη χαρά για αυτό το
απογοητευτικό πορτρέτο της παρακμής, της πτώσης και της ανάκαμψης της
οικογένειας, ή οποία προστατεύεται από τη χήρα Dona Francisca, που
κάποτε έμενε σε .. σαλόνια γιά να καταλήξει τελικά[λόγω
χρεοκοπιάς]σε...παραγκούπολη. ΚΑΙ ΠΛΕΩΝ ΔΙΑΒΙΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΗΣ
ΠΡΩΗΝ ΥΠΗΡΕΤΙΑΣ ΤΗΣ..ΤΗΣ ΜΠΕΝΙΤΑ...Ζώντας σχεδών παρασιτικά από τη
δουλειά της Μπένιτα, η οποία μιλάει και ανταλλάσσεται σε μια καθημερινή
μάχη με την πείνα και την υπερηφάνεια της ΒΟΗΘΑ ΤΗΝ ΠΑΡΗΚΜΑΣΜΕΝΗ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΖΗΤΙΑΝΕΥΩΝΤΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙ ΑΥΤΗΝ.Όταν ξαφνική κληρονομιά
εμπλουτίζει τή παλιά οικογένεια. Η Μπενίτα παραγκωνιάζεται {από αυτόυς
που εβοήθησε].Η Ισπανία του Γκαλντός γελά με αγίους και αμαρτωλούς,
αυτοσαρκάζεται τόσο από τη φτώχεια όσο από τον πλούτο . "
|
Αν δεν μπορείτε να διαβάσετε το newsletter πατήστε εδώ. |
Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός | Μτφρ. Τάσος Ψάρρης Είδος: Κλασική Λογοτεχνία Τιμή: 14,84 € |
Καυστική σάτιρα της γραφειοκρατικής ζωής της Μαδρίτης των τελών του 19ου αιώνα, το Νιάου είναι ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του μεγάλου Ισπανού συγγραφέα Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός. Η διαφθορά και η αυθαιρεσία, η απληστία και η ηθική αποχαλίνωση, η υποκρισία και η ιδιοτέλεια, θίγονται με λεπτομερή και γλαφυρό τρόπο με κεντρικό άξονα την ιστορία ενός δημοσίου υπαλλήλου που χάνει τη δουλειά του. Το Νιάου είναι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα του ισπανικού ρεαλισμού, ένα κομμάτι της Ισπανίας, όπως έλεγε ο συγγραφέας, η ψυχολογική ανατομία ενός ανθρώπου και μιας κοινωνίας, ένα έργο τόσο επίκαιρο και οικουμενικό που θα μπορούσε να είχε γραφτεί στην εποχή μας και για εμάς. |
Νίκος Μάντζιος • Θρύλοι και παραμύθια από τη μεσαιωνική Ισπανία Posted: 31 May 2018 02:22 AM PDT ![]() έκδοση χαρτόδετη, σχήμα 13 × 20,5 εκ., σσ. 191, Πρόλογος, Σημειώσεις: Νίκος Μάντζιος Εικονογράφηση: Ευαγγελίνα Νίκα I S B N 978-960-537-228-6 Απόπειρα, Αθήνα 2018 Σειρά: Του κόσμου τα παραμύθια, #36 Λ.Τ. 12 € (+ ΦΠΑ) Μεσαιωνική Ισπανία. Μετά τον θάνατο του Ροντρίγκο, του τελευταίου Γότθου βασιλιά, οι Άραβες γίνονται κυρίαρχοι σχεδόν ολόκληρης της Ιβηρικής χερσονήσου. Αρχίζει ο μακροχρόνιος αγώνας των Χριστιανών ενάντια στους Μουσουλμάνους για την Ανακατάληψη (Reconquista). Οι παραμυθάδες και οι τροβαδούροι γυρνάνε σε πανηγύρια και γιορτές και σε αυλές αρχόντων, αφηγούνται παραμύθια και τραγουδούν για έρωτες και ίντριγκες μες στα παλάτια, για πολέμους αδελφοκτόνους, για θανάσιμες μονομαχίες μεταξύ ανδρείων ιπποτών για θέματα τιμής και υπερηφάνειας, για μάχες επικές και κατορθώματα του θρυλικού Ελ Σίντ. |
| |||||||||||||||||||||
| |||||||||||||||||||||
|
| |
Kαλόγεροι ειδικοί σε ζητήματα ηθικής και ιεροεξεταστές διχάζονται μην μπορώντας ν’ αποφασίσουν αν είναι ηθική ή ανήθικη αυτή η πρωτοφανής επιθυμία. O πρωθυπουργός αποφασίζει να κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να τον εμποδίσει κρατώντας πεισματικά κλειστές όλες τις πόρτες που οδηγούν στα δωμάτια της βασίλισσας. Yπάρχουν όμως και κάποιοι που έχουν διαφορετική άποψη. Θα καταφέρουν άραγε να βοηθήσουν το βασιλιά να δει επιτέλους γυμνή τη γυναίκα του; |
|
|
|
|
|
|
|
|
|
|
| ||||
| ||||
|
| ||||
| ||||
|
Το CD Vertigo (Ekfrasis Productions) περιλαμβάνει έναν κύκλο τραγουδιών σε ποίηση του Ισπανού ρομαντικού ποιητή Gustavo Adolfo Becquer (1836-1870) και μουσική Νίκου Χατζηελευθερίου. Η ποιητική απόδοση είναι του Περουλή Σακελλαρίδη. To Βιβλίο των Σπουργιτιών είναι η δίγλωσση έκδοση της ομώνυμης συλλογής ποιημάτων του Becquer, σε απόδοση Δημήτρη Ιντζέ και Περουλή Σακελλαρίδη (εκδόσεις Κέδρος). Τόσο το CD όσο και το βιβλίο, έχουν εκδοθεί με την υποστήριξη του Ινστιτούτου Θερβάντες. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, αναπληρωτής καθηγητής εφαρμοσμένης μεταφρασεολογίας στο ΑΠΘ και μεταφραστής, Δήμητρα Χριστοδούλου, ποιήτρια και αποσπάσματα θα διαβάσει ο ηθοποιός Όμηρος Πουλάκης. Για το CD θα μιλήσουν οι Γιώργος Μονεμβασίτης, μουσικοκριτικός, Μιχάλης Τρανουδάκης, συνθέτης και Θανάσης Δρίτσας, καρδιολόγος-αναπληρωτής διευθυντής στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο, συνθέτης και συγγραφέας. Θα ακολουθήσει ζωντανή...
| ||||
| ||||
|
| ||||
| ||||
|
| ||||
| ||||
|
| ||||
| ||||
|
| ||||
| ||||
|
Ανατύπωση • Χουάν Ραμόν Χιμένεθ «Μικρή ποιητική ανθολογία» Posted: 17 Mar 2018 12:05 AM PDT Ανατυπώθηκε και κυκλοφορεί η Μικρή ποιητική ανθολογία του Χουάν Ραμόν. Επιλογή, Μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου σσ. 109, σχήμα 13 × 20,5 εκ., έκδοση χαρτόδετη, I S B N 978-960-537-137-1 Απόπειρα, Μάρτιος 2018 (Πρώτη έκδοση: Απόπειρα, Δεκέμβριος 2011.) Λ.Τ. 10,00 € (+ ΦΠΑ) Στη δίγλωσση (ισπανικά/ελληνικά) Μικρή ποιητική ανθολογία παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην Ελλάδα μερικά από τα πιο γνωστά ποιήματα του Χουάν Ραμόν, με σκοπό να μεταφερθεί στον Έλληνα αναγνώστη και στους λάτρεις και σπουδαστές της ισπανικής λογοτεχνίας η μεγαλοφυΐα και η ευαισθησία των στίχων που άσκησαν βαθιά επίδραση σε γενιές ποιητών (όπως ο Λόρκα) και προκάλεσαν το θαυμασμό του δικού μας Νίκου Καζαντζάκη. Την έκδοση συμπληρώνει Επίμετρο της μεταφράστριας με τίτλο «Χουάν Ραμόν Χιμένεθ: Ένας ποιητής για τους ποιητές», και Βιβλιογραφία. |
ΟΙ 3 ΧΡΥΣΕΣ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΙΣΠΑΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΑΣ
ΗΤΑΝ ..Α] Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ
Β] ΤΕΛΟΣ ΔΕΚΑΤΟΕΝΑΤΟΥ ΑΡΧΕΣ ΕΙΚΟΣΤΟΥ
Γ] ΑΡΧΕΣ 21του [ΡΕΒΕΡΤΕ,ΜΑΡΙΑΣ,ΤΟΥΣΕΤ]
ΠΑΡ ΟΛΟ ΠΟΥ Η [ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΥΓΓΕΝΗΣ]
ΙΤΑΛΙΑ ΑΦΓΗΣΕ ΤΟΤΕ ΕΝΑΝ ΠΙΡΑΝΤΕΛΟ,ΕΝΑΝ
ΝΤ/ΑΝΟΥΝΤΣΙΟ,ΜΙΑ ΝΤΕΛΕΝΤΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΡΟΤΣΕ
ΔΕΝ ΕΦΤΑΣΕ ΠΟΤΕ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΟΣ ΛΟΡΚΑ,
ΕΝΟΣ ΓΚΑΣΕΤ ΚΑΙ ΕΝΟΣ ΙΓΚΛΑΝ[ΠΟΥ ΠΟΛΟΙ
ΤΟΝ ΠΑΡΟΜΙΟΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΤΖΟΫΣ.].
ΕΠΙΣΗΣ ΑΞΙΟΛΟΓΟΙ ΙΣΠΑΝΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ
ΕΙΝΑΙ Ο ΜΠΕΝΑΒΕΝΤΕ ΚΑΙ Ο ΟΥΝΑΜΟΥΝΟ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ Η ΖΩΗ ΔΕ ΣΕ ΡΩΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ ΤΗΝ ΘΕΛΕΙΣ Η ΟΧΙ...ΚΑΙ ΚΑΝΕΙΣ ΣΥΝΕΧΩΣ ΑΠΟΠΕΙΡΕΣΓΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΞΕΦΟΡΤΩΘΕΙΣ ΠΟΥ[σού] ΤΙΣ ΑΠΟΡΙΠΤΕΙ ΤΟ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΕΙΣ ΜΑΖΙ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΔΕΙΛΙΑ.
ΟΤΑΝ ΕΧΕΙΣ ΧΑΣΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΤΟΤΕ ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΠΑΡΙΣΤΑΝΕΙΣ ΤΟΝ..ΠΛΟΥΣΙΟ
Αλίθια
έβρεξε την πένα στο μελανοδοχείο και την άφησε να γλιστρήσει πάνω στο
χαρτί, χαράζοντας μια γραμμή σε μπλε γυαλιστερό χρώμα. Έγραψε το όνομά
της κι έμεινε να κοιτάζει το μελάνι που στέγνωνε σιγά σιγά. Η απόλαυση
της λευκής σελίδας, που πάντα στην αρχή ανάδινε ένα άρωμα μυστηρίου
γεμάτο υποσχέσεις, χάθηκε μεμιάς. Με το που άρχιζε κανείς να βάζει στο
χαρτί τις πρώτες λέξεις, ανακάλυπτε ότι στη γραφή, όπως και στη ζωή, η
απόσταση μεταξύ προθέσεων και αποτελεσμάτων πήγαινε χέρι χέρι με την
αθωότητα με την οποία εκφράζονταν οι μεν και γίνονταν αποδεκτά τα δε.
Βάλθηκε να γράψει μια φράση που θυμόταν από ένα απ’ τα αγαπημένα της
βιβλία, όταν στάθηκε κι έστρεψε το βλέμμα προς την πόρτα. Άφησε την πένα
πάνω στο χαρτί κι έμεινε να κοιτάζει σιωπηλή.
Στη
Βαρκελώνη, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, ο Ντανιέλ Σεμπέρε δεν είναι
πια εκείνο το αγόρι που η ζωή του θα άλλαζε μέσα στους διαδρόμους του
Κοιμητηρίου των Λησμονημένων Βιβλίων. Το μυστήριο του θανάτου της
μητέρας του, της Ισαβέλας, έχει ανοίξει στην ψυχή του μιαν άβυσσο, από
την οποία προσπαθούν να τον σώσουν η σύζυγός του Μπέα και ο πιστός του
φίλος, ο Φερμίν. Και πάνω που ο Ντανιέλ πιστεύει πως απέχει μόλις ένα
βήμα από τη λύση του αινίγματος, μια συνωμοσία με ρίζες πολύ πιο βαθιές
και σκοτεινές απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί απλώνει τα δίχτυα
της ξεκινώντας από τη ρίζα του Καθεστώτος. Τότε ακριβώς εμφανίζεται η
Αλίθια Γκρις, ένα πλάσμα γεννημένο απ’ τις σκιές του πολέμου, για να
τους οδηγήσει στην καρδιά του σκότους, αποκαλύπτοντας τη σκοτεινή
ιστορία της οικογένειας… αν και με τρομερό τίμημα.
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ
ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ είναι ένα συναρπαστικό αφήγημα γεμάτο πάθη, συνωμοσίες και
περιπέτειες. Μέσα από τις σελίδες του οδηγούμαστε στο μεγάλο φινάλε της
σάγκας που ξεκίνησε με τη ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ και που εδώ εξελίσσεται σε
όλη της την ένταση και το βάθος, ενώ συγχρόνως αποτελεί μέγιστο ύμνο
στον κόσμο των βιβλίων, στην τέχνη τού να αφηγείται κανείς ιστορίες και
στον μαγικό δεσμό ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη ζωή.
Ο κορυφαίος Ισπανός λογοτέχνης, Κάρλος Ρουίθ Θαφόν, με 30 εκατ. αντίτυπα διεθνώς και 22 λογοτεχνικά βραβεία, μας μεταφέρει ξανά στην ατμοσφαιρική Βαρκελώνη και στο Κοιμητήριο των Λησμονημένων Βιβλίων!
Ο ΚΑΡΛΟΣ ΡΟΥΙΘ ΘΑΦΟΝ είναι ένας από τους πλέον διαβασμένους και αναγνωρισμένους συγγραφείς σε όλο τον κόσμο. Γεννημένος στη Βαρκελώνη, ξεκίνησε τη λογοτεχνική του καριέρα το 1993 με το εφηβικό μυθιστόρημα El principe de la niebla (Βραβείο Edebé) και ακολούθησαν τα El palacio de...περισσότερα
Προσθέστε τα βιβλία που σας ενδιαφέρουν!
Ο Στρατηγός Μάνος Σφακιανάκης και η ψυχολόγος Βέρα Αθανασίου στο Χολαργό
Ο Στρατηγός Μάνος Σφακιανάκης και η ψυχολόγος Βέρα Αθανασίου στην Ελευσίνα
Εορτές: Ανάργυρος, Ανάργυρη, Αναργυρούλα, Δαβίδ (όσιος Εύβοιας), Δαυίδ, Δαμιανός, Δαμιανή, Διόνυσος, Κοσμάς
|
|
|
|
«Αν
θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο, μάθετέ του να παίζει σκάκι». Δεν γνωρίζω
καλύτερη απεικόνιση αυτού του αφορισμού, που αποδίδεται στον Όσκαρ
Ουάιλντ, από τη διαφωτιστική σκηνή όπου ο Βίλχελμ Στάινιτς, ένας από
τους πιο αμείλικτους σκακιστές του 19ου αιώνα, ο οποίος εγκλείστηκε σε
άσυλο όταν έχασε τα λογικά του, προκαλεί τον Θεό να παίξει μαζί του μια
τελευταία παρτίδα, παραχωρώντας του μάλιστα το πλεονέκτημα ενός
στρατιώτη. Αυτός ο Εβραίος από τη Βοημία, μέσα στην τρέλα του είχε
καταλάβει, πριν από τον Νίτσε, ότι όποιος αναμετριέται με τον Θεό
γίνεται ο ίδιος Θεός.
Αυτό
το σύντομο αφήγημα παρουσιάζει έναν μισάνθρωπο που δεν αντέχει άλλο τη
βλακεία. Αναγνώστης του Φλωμπέρ, αποσύρεται στην ακροθαλασσιά, σε ένα
ξενοδοχείο όπου δεν τον ξέρει κανείς και όπου, δόξα τω Θεώ, ούτε εκείνος
γνωρίζει κανέναν. Θα συνάψει, ωστόσο, περίεργο δεσμό με έναν άγνωστο,
εξίσου σιωπηλό και αινιγματικό σαν τον ίδιο, έναν κάποιο δον Σανδάλιο,
που πηγαίνει στη λέσχη μόνο για να παίξει σκάκι, και παίζει χωρίς να
αρθρώνει λέξη, με αρρωστημένη μανία.
"Για
τον δον Σανδάλιο", γράφει ο Ουναμούνο, "οι στρατιώτες, οι αξιωματικοί,
οι πύργοι, τ' άλογα, οι βασίλισσες και οι βασιλιάδες του σκακιού έχουν
πιο πολλή ψυχή απ' τα πρόσωπα που τα κινούν. Μπορεί και να 'χει δίκιο".
Έξαλλου, το παιχνίδι του σκακιού είναι πέρα από το κακό και το καλό.
Αλλά
ο Ουναμούνο, συντάσσοντας αυτή τη νουβέλα, έχει πάντα στο μυαλό του ότι
είναι ο συγγραφέας του "Τραγικού αισθήματος της ζωής", αδελφό πνεύμα
του Κίρκεγκωρ, του φιλοσόφου που αναρωτιέται: "Είμαστε, γίνεται να
είμαστε, κάτι περισσότερο από παίκτες σκακιού;".
Τα
μεγάλα δημιουργικά πνεύματα είναι προικισμένα με οίστρο προφητικό. Ιδού
ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο: έγραψε πριν μισό περίπου αιώνα την "Αγωνία του
Χριστιανισμού", πριν, κάτω από την σκληρότατη πίεση των σύγχρονων
μετασχηματισμών του βίου, σπάσουν οι πνευματικές φλέβες των ανθρώπων και
διαποτίσουν τον κόσμο με αγωνία.
Η
βαθύτατη γεύση του υπάρχειν είναι για τον συνειδητό άνθρωπο αγωνιώδης.
Αλλά μια ζωή, των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας, που διαφύλαγε σχεδόν
ανέπαφη την κρούστα της κοινωνικής ζωής, δεν άφηνε παρά μονάχα στα
προικισμένα πνεύματα να συλλάβουν δια του εαυτού τους τον παλμό της
αγωνίας που άρχισε να συνταράζει την οικουμένη. Κι έπρεπε νάρθουν
αποσβολωτικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας γεγονότα, ανομολόγητες
κακουργίες, και μια τεχνολογική πρόοδος οπλισμένη με πάθος ριζικών
ανανεώσεων της ζωής ώστε να βυθιστούμε όλοι, άγρυπνοι και ναρκωμένοι,
στη λέμφο της αστάθειας των πάντων και της μεταβλητότητας και του
εσωτερικού μας και του εξωτερικού κόσμου [...].
Ο
προφητισμός του Ουναμούνο καταπλήσσει ακόμη βαθύτερα, όταν αναλογιστεί
κανείς πως αναφέρεται στην αγωνία του Χριστιανισμού [...]. Στα 1924 η
Εκκλησία ήταν θεσμός καθησυχαστικός με βαθύτατες προεκτάσεις κοινωνικής
ισορροπίας κι ασφάλειας των κοινωνικών συστημάτων που στα σπλάγχνα της
τη φιλοξενούσαν. Ακόμη, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, η Εκκλησία ήταν ο
ουσιώδης παράγων που διέλυε και καθησύχαζε αντιδράσεις των ζωηρών
αιμάτων μέσα στις κοινωνίες σε στενή συνεργασία με τις δυνάμεις του
κόσμου τούτου, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, παράγων ανασταλτικός
εξελίξεων, λαβαίνοντας πάντα με τη μορφή προνομίων, πλούσιο το μερίδιό
της για τη συνεργασία αυτή. Έπρεπε να περάσει, με οδύνη πολλή, μισός
αιώνας πάνω από την οικουμένη για ν' αποκαλυφτεί [...] η εκκοσμίκευση
της Εκκλησίας, η προσχώρησή της στον κόσμο αυτό. Και είμαστε σήμερα
μάρτυρες μιας όλο κι ευρύτερης "αμφισβήτησης" στους κόλπους των
Εκκλησιών, "αμφισβήτησης" που εκπηγάζει από τα ζωντανά και ανήσυχα
πνεύματα που ζουν για την αγάπη του Χριστού.
Ο
Ουναμούνο ξεκινά από την υπαρξιστική σύλληψη της ζωής ως αγώνα και ως
αγωνίας για να αποκαλύψει τον Χριστιανισμό -την αληθινή ζωή- ως στην
ουσία του αγώνα κι αγωνία. Αγωνία της σάρκας που ζητεί εν πνεύματι Αγίω
να μεταμορφωθεί, αγωνία του στοχασμού που δεν αρκείται να κατακτήση το
χώρο της λογικής αλλά αξιώνει να του επιτραπεί να εισχωρήσει και στο
χώρο του μυστηρίου. Αυτή την έννοια έχει το πάθος του Ουναμούνο να βρει
τη ρίζα του μυστηρίου στο λόγο και ν' αποκαλύψει τα αγωνιώδη για την
ανθρώπινη ύπαρξη μυστικά του, αυτά που βρίσκονται στην πίστη, σ'
εκείνους που άγραφοι κι αμόρφωτοι, πιστεύουν στη χάρη του Θεού και
δέχονται τον αποκαλυπτικό φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος, φωτισμό που ο
εγωισμός των δύστυχων μορφωμένων αναχαιτίζει.
Μέσα
από το γεμάτο σάλο κείμενο του Ουναμούνο, γραμμένο σε ώρες ανυπόμονης
εσωτερικής εγρήγορσης, αναπηδούν θέματα, σαν το θέμα της αρρενωπότητας
της πίστης μας ή της αγάπης ως αγωνιώδους σύλληψης του βίου [...]. Έτσι,
η άρνησή του του κοινωνικού χαρακτήρα του Χριστιανισμού που σήμερα
απειλεί την Εκκλησία μ' ενός άλλου είδους εκκοσμίκευση που τα μάτια των
συνειδήσεών μας δεν διακρίνουν καθαρά, είναι μια απόρριψη προφητική που
θα τη δεχτούμε καταφάσκοντας στα χρόνια που έρχονται.
Βέβαια,
η συχνά δριμεία κριτική του δον Μιγέλ γίνεται με βάση τα δεδομένα του
Ρωμαιοκαθολικισμού και για τούτο οι θαρραλέες του θέσεις και για τη
Μεταρρύθμιση και για τους Ιησουΐτες. Αλλά η ενοραματική του ματιά σωστά
βλέπει σήμερα πια, την πολιορκία της Εκκλησίας από τις δυνάμεις του
κόσμου και την προσπάθειά τους να της μουδιάσουν τους σταθερά αγωνιώδεις
κι επαναστατικούς της χυμούς, να της ακινητήσουν τα πνευματικά νεύρα
που την κάμουν να στέκεται πάνω από τον κόσμο, κόσμο που ζει, απειλεί
και μάχεται με όργανο το φόβο του θανάτου, με την δύναμη της ανάστασης
και της αθανασίας του ανθρώπου που είναι η ουσία της ελευθερίας και της
αγάπης, αλλά κι η ουσία της αυθεντικής αγωνίας ως άρνησης της δουλείας
του θανάτου.Ο
Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας, το κορυφαίο έργο του Ουναμούνο, συνοψίζει τα
βασικά στοιχεία της ουναμουνικής σκέψης, συνενώνοντας τους διάσπαρτους
ψιθύρους με τους οποίους ο συγγραφέας διαταράζει την υπαρξιακή μας
ραστώνη. Κείμενο γεμάτο συμβολισμούς, προσεγγίζει με τολμηρό τρόπο τις
έννοιες της ζωής και του θανάτου, μέσω της
«Αν
θέλετε να χάσετε έναν άνθρωπο, μάθετέ του να παίζει σκάκι». Δεν γνωρίζω
καλύτερη απεικόνιση αυτού του αφορισμού, που αποδίδεται στον Όσκαρ
Ουάιλντ, από τη διαφωτιστική σκηνή όπου ο Βίλχελμ Στάινιτς, ένας από
τους πιο αμείλικτους σκακιστές του 19ου αιώνα, ο οποίος εγκλείστηκε σε
άσυλο όταν έχασε τα λογικά του, προκαλεί τον Θεό να παίξει μαζί του μια
τελευταία παρτίδα, παραχωρώντας του μάλιστα το πλεονέκτημα ενός
στρατιώτη. Αυτός ο Εβραίος από τη Βοημία, μέσα στην τρέλα του είχε
καταλάβει, πριν από τον Νίτσε, ότι όποιος αναμετριέται με τον Θεό
γίνεται ο ίδιος Θεός.
Αυτό
το σύντομο αφήγημα παρουσιάζει έναν μισάνθρωπο που δεν αντέχει άλλο τη
βλακεία. Αναγνώστης του Φλωμπέρ, αποσύρεται στην ακροθαλασσιά, σε ένα
ξενοδοχείο όπου δεν τον ξέρει κανείς και όπου, δόξα τω Θεώ, ούτε εκείνος
γνωρίζει κανέναν. Θα συνάψει, ωστόσο, περίεργο δεσμό με έναν άγνωστο,
εξίσου σιωπηλό και αινιγματικό σαν τον ίδιο, έναν κάποιο δον Σανδάλιο,
που πηγαίνει στη λέσχη μόνο για να παίξει σκάκι, και παίζει χωρίς να
αρθρώνει λέξη, με αρρωστημένη μανία.
"Για
τον δον Σανδάλιο", γράφει ο Ουναμούνο, "οι στρατιώτες, οι αξιωματικοί,
οι πύργοι, τ' άλογα, οι βασίλισσες και οι βασιλιάδες του σκακιού έχουν
πιο πολλή ψυχή απ' τα πρόσωπα που τα κινούν. Μπορεί και να 'χει δίκιο".
Έξαλλου, το παιχνίδι του σκακιού είναι πέρα από το κακό και το καλό.
Αλλά
ο Ουναμούνο, συντάσσοντας αυτή τη νουβέλα, έχει πάντα στο μυαλό του ότι
είναι ο συγγραφέας του "Τραγικού αισθήματος της ζωής", αδελφό πνεύμα
του Κίρκεγκωρ, του φιλοσόφου που αναρωτιέται: "Είμαστε, γίνεται να
είμαστε, κάτι περισσότερο από παίκτες σκακιού;".
Τα
μεγάλα δημιουργικά πνεύματα είναι προικισμένα με οίστρο προφητικό. Ιδού
ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο: έγραψε πριν μισό περίπου αιώνα την "Αγωνία του
Χριστιανισμού", πριν, κάτω από την σκληρότατη πίεση των σύγχρονων
μετασχηματισμών του βίου, σπάσουν οι πνευματικές φλέβες των ανθρώπων και
διαποτίσουν τον κόσμο με αγωνία.
Η
βαθύτατη γεύση του υπάρχειν είναι για τον συνειδητό άνθρωπο αγωνιώδης.
Αλλά μια ζωή, των πρώτων δεκαετιών του αιώνα μας, που διαφύλαγε σχεδόν
ανέπαφη την κρούστα της κοινωνικής ζωής, δεν άφηνε παρά μονάχα στα
προικισμένα πνεύματα να συλλάβουν δια του εαυτού τους τον παλμό της
αγωνίας που άρχισε να συνταράζει την οικουμένη. Κι έπρεπε νάρθουν
αποσβολωτικά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας γεγονότα, ανομολόγητες
κακουργίες, και μια τεχνολογική πρόοδος οπλισμένη με πάθος ριζικών
ανανεώσεων της ζωής ώστε να βυθιστούμε όλοι, άγρυπνοι και ναρκωμένοι,
στη λέμφο της αστάθειας των πάντων και της μεταβλητότητας και του
εσωτερικού μας και του εξωτερικού κόσμου [...].
Ο
προφητισμός του Ουναμούνο καταπλήσσει ακόμη βαθύτερα, όταν αναλογιστεί
κανείς πως αναφέρεται στην αγωνία του Χριστιανισμού [...]. Στα 1924 η
Εκκλησία ήταν θεσμός καθησυχαστικός με βαθύτατες προεκτάσεις κοινωνικής
ισορροπίας κι ασφάλειας των κοινωνικών συστημάτων που στα σπλάγχνα της
τη φιλοξενούσαν. Ακόμη, στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, η Εκκλησία ήταν ο
ουσιώδης παράγων που διέλυε και καθησύχαζε αντιδράσεις των ζωηρών
αιμάτων μέσα στις κοινωνίες σε στενή συνεργασία με τις δυνάμεις του
κόσμου τούτου, πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές, παράγων ανασταλτικός
εξελίξεων, λαβαίνοντας πάντα με τη μορφή προνομίων, πλούσιο το μερίδιό
της για τη συνεργασία αυτή. Έπρεπε να περάσει, με οδύνη πολλή, μισός
αιώνας πάνω από την οικουμένη για ν' αποκαλυφτεί [...] η εκκοσμίκευση
της Εκκλησίας, η προσχώρησή της στον κόσμο αυτό. Και είμαστε σήμερα
μάρτυρες μιας όλο κι ευρύτερης "αμφισβήτησης" στους κόλπους των
Εκκλησιών, "αμφισβήτησης" που εκπηγάζει από τα ζωντανά και ανήσυχα
πνεύματα που ζουν για την αγάπη του Χριστού.
Ο
Ουναμούνο ξεκινά από την υπαρξιστική σύλληψη της ζωής ως αγώνα και ως
αγωνίας για να αποκαλύψει τον Χριστιανισμό -την αληθινή ζωή- ως στην
ουσία του αγώνα κι αγωνία. Αγωνία της σάρκας που ζητεί εν πνεύματι Αγίω
να μεταμορφωθεί, αγωνία του στοχασμού που δεν αρκείται να κατακτήση το
χώρο της λογικής αλλά αξιώνει να του επιτραπεί να εισχωρήσει και στο
χώρο του μυστηρίου. Αυτή την έννοια έχει το πάθος του Ουναμούνο να βρει
τη ρίζα του μυστηρίου στο λόγο και ν' αποκαλύψει τα αγωνιώδη για την
ανθρώπινη ύπαρξη μυστικά του, αυτά που βρίσκονται στην πίστη, σ'
εκείνους που άγραφοι κι αμόρφωτοι, πιστεύουν στη χάρη του Θεού και
δέχονται τον αποκαλυπτικό φωτισμό του Παναγίου Πνεύματος, φωτισμό που ο
εγωισμός των δύστυχων μορφωμένων αναχαιτίζει.
Μέσα
από το γεμάτο σάλο κείμενο του Ουναμούνο, γραμμένο σε ώρες ανυπόμονης
εσωτερικής εγρήγορσης, αναπηδούν θέματα, σαν το θέμα της αρρενωπότητας
της πίστης μας ή της αγάπης ως αγωνιώδους σύλληψης του βίου [...]. Έτσι,
η άρνησή του του κοινωνικού χαρακτήρα του Χριστιανισμού που σήμερα
απειλεί την Εκκλησία μ' ενός άλλου είδους εκκοσμίκευση που τα μάτια των
συνειδήσεών μας δεν διακρίνουν καθαρά, είναι μια απόρριψη προφητική που
θα τη δεχτούμε καταφάσκοντας στα χρόνια που έρχονται.
Βέβαια,
η συχνά δριμεία κριτική του δον Μιγέλ γίνεται με βάση τα δεδομένα του
Ρωμαιοκαθολικισμού και για τούτο οι θαρραλέες του θέσεις και για τη
Μεταρρύθμιση και για τους Ιησουΐτες. Αλλά η ενοραματική του ματιά σωστά
βλέπει σήμερα πια, την πολιορκία της Εκκλησίας από τις δυνάμεις του
κόσμου και την προσπάθειά τους να της μουδιάσουν τους σταθερά αγωνιώδεις
κι επαναστατικούς της χυμούς, να της ακινητήσουν τα πνευματικά νεύρα
που την κάμουν να στέκεται πάνω από τον κόσμο, κόσμο που ζει, απειλεί
και μάχεται με όργανο το φόβο του θανάτου, με την δύναμη της ανάστασης
και της αθανασίας του ανθρώπου που είναι η ουσία της ελευθερίας και της
αγάπης, αλλά κι η ουσία της αυθεντικής αγωνίας ως άρνησης της δουλείας
του θανάτου.Ο
Άγιος Μανουήλ ο Μάρτυρας, το κορυφαίο έργο του Ουναμούνο, συνοψίζει τα
βασικά στοιχεία της ουναμουνικής σκέψης, συνενώνοντας τους διάσπαρτους
ψιθύρους με τους οποίους ο συγγραφέας διαταράζει την υπαρξιακή μας
ραστώνη. Κείμενο γεμάτο συμβολισμούς, προσεγγίζει με τολμηρό τρόπο τις
έννοιες της ζωής και του θανάτου, μέσω της
Sánchez then became a critic of his own faenas in La Unión. He held his own in this war of nerves and of image, but after several serious gorings, he got tired and left the circuit in 1927. That year he returned to Seville and arranged a meeting of young poets at his estate who wanted to pay homage to Luis de Góngora in his tricentenary. Here was born the famous Generación del 27. In their best-known group photo, Sánchez appears with his ever-present tipped hat, elegant, smiling.
He wrote several theater works, including Sinrazón, on a psychoanalytic theme, which María Guerrero introduced with great critical success, and which was translated into various languages. Also Zaya, an autobiographical piece on bullfighting and metaphysics. Other works included Ni más ni menos, a poetic farce; Soledad, an outline; and Las calles de Cádiz, a grand musical comedy for La Argentinita, with street urchins from La Isla, and including the popular songs of García Lorca.
He also led a conference on tauromaquia at Columbia University in New York. He was a movie actor, a polo player, an auto-racer, a novelist, a "poet", a friend of General Sanjurgo, an unsuccessful promoter of an airport in Seville, president of Real Betis soccer club, of the Red Cross, etc.
In 1934 he returned to bullfighting. Earlier he had had a torrid affair with the French Hispanist Marcelle Auclair, whom he had met at the home of Jorge Guillén. His lovesickness was so clear to García Lorca that he wanted him to end the affair because he was convinced that La Argentinita would kill them both.
Sánchez followed Auclair to Paris, where he ran into her husband. She was afraid, and did not want to make a commitment. She returned the following year to see him fight and triumph in Santander. Thereafter their history does not continue, because it was interrupted by Sánchez's final destiny.
Domingo Ortega suffered an automobile accident, and his proxy, Dominguín, asked Sánchez to substitute for him in Manzanares, on 11 August 1934. This came at a bad time for Sánchez, but because the bulls were great he did not want to seem like he was avoiding them. He had no car, no hotel, not even a cuadrilla (bullfighting team). For the first time in his life, he turned to the lottery and drew two tickets with the numbers of the bulls of Ayala that he was scheduled to fight. The first, number 16, Granadino, docile, thin-horned and coarse-skinned, nevertheless gored him.
He did not want to be operated on in the miserable infirmary and asked to be taken back to Madrid, but the ambulance took several hours and the trip went very badly. Two days later he was diagnosed with gangrene. He died, in pain and delirium, on the morning of the 13th.
|
|
Το χρήμα δεν μπορεί να μας κάνει ευτυχισμένους, όμως είναι το μόνο που μπορεί να μας αποζημιώσει αν δεν είμαστε. Jacinto Benavente, 1866-1954, Ισπανός συγγραφέας | |
Η ειρωνεία είναι μια θλίψη που δεν μπορεί να κλάψει, και γι’ αυτό χαμογελάει. Jacinto Benavente, 1866-1954, Ισπανός συγγραφέας | |
Ο εχθρός αρχίζει να γίνεται επικίνδυνος όταν αρχίζει να έχει δίκιο. Jacinto Benavente, 1866-1954, Ισπανός συγγραφέας | |
Η πειθαρχία είναι όταν ένας ηλίθιος αναγκάζει να τον υπακούν άνθρωποι που είναι πιο έξυπνοι. Jacinto Benavente, 1866-1954, Ισπανός συγγραφέας | |
Όταν δεν σκέφτεται κανείς τι λέει, λέει αυτό που σκέφτεται. Jacinto Benavente, 1866-1954, Ισπανός συγγραφέας | |
Η ζωή μάς έχει μάθει πως, καμιά φορά, για να είσαι καλός, θα πρέπει να σταματήσεις να είσαι τίμιος. |
Εκτός κι αν η δύναμη της σκέψης συνοδεύεται από δύναμη για δράση, μια ανώτερη διάνοια ζει ένα συνεχές μαρτύριο. |
Μεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης
Ο Αρμάντο Παλάθιο Βαλντές (Armando Palacio Valdés) γεννήθηκε στο Εντράλγο της επαρχίας της Αστούριας το 1853 και πέθανε στη Μαδρίτη το 1938. Αποτελεί μια εμβληματική φυσιογνωμία των ισπανικών γραμμάτων κι έναν από τους πιο γνήσιους εκπροσώπους του ισπανικού ρεαλισμού. Σύγχρονος του Γκαλντός και του Κλαρίν, κατέγραψε τα πάθη και τις ροπές της πιο ταραγμένης περιόδου της ιστορίας της πατρίδας του χρησιμοποιώντας έναν απαράμιλλο συνδυασμό χιούμορ, ειρωνείας και συναισθηματισμού. Το έργο του διαπνέεται από βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής και βρίθει αναλυτικών περιγραφών που ανάγουν το περιβάλλον σε κεντρικό πρωταγωνιστή.
Το διήγημα Πολύφημος (Polifemo), το οποίο μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, δημοσιεύτηκε το 1924 στο περιοδικό Lecturas. Είναι από τα πιο φημισμένα έργα του, μαζί με το μυθιστόρημα Η αδελφή Σαν Σουλπίσιο (Εκδόσεις Γνώση, 1990). Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της ρεαλιστικής γραφής και της πρόθεσης του συγγραφέα να καταδείξει τις μεγάλες αντιθέσεις της καθημερινότητας στις οποίες για τον ίδιο βασίζεται και η ομορφιά της ζωής.
**
Ο
συνταγματάρχης Τολεδάνο, γνωστός με το ψευδώνυμο Πολύφημος, ήταν ένας
θηριώδης, γιγαντόσωμος, επιβλητικός άντρας με αυστηρό διασκελισμό,
ντυμένος με μακριά ρεντιγκότα, καρό παντελόνι και ψηλό καπέλο με πολύ
πλατύ και σηκωμένο μπορ· είχε τεράστια άσπρα μουστάκια, βροντερή φωνή
και ατσάλινη καρδιά. Το πιο σημαντικό όμως απ’ όλα ήταν το αιμοβόρο
βλέμμα που εκτόξευε από το ένα και μοναδικό του μάτι και το οποίο
ενέπνεε τρόμο και δέος. Ο συνταγματάρχης ήταν μονόφθαλμος. Στον πόλεμο
της Αφρικής είχε σκοτώσει πολλούς Μαυριτανούς και είχε αντλήσει μέγιστη
ευχαρίστηση ξεριζώνοντας τα ακόμα παλλόμενα σπλάχνα τους. Τουλάχιστον
αυτό πιστεύαμε τυφλά εμείς τα παιδιά που πηγαίναμε να παίξουμε μετά το
σχολείο στο πάρκο Σαν Φρανθίσκο, στην εξόχως αρχοντική και ηρωική πόλη
του Οβιέδο.
Όταν
είχε καλό καιρό, από τις δώδεκα μέχρι τις δύο το μεσημέρι, ο αδυσώπητος
πολεμιστής πήγαινε κι αυτός στο πάρκο για να περπατήσει. Διακρίναμε από
πολύ μακριά, ανάμεσα στα δέντρα, την αγέρωχη φυσιογνωμία του που
ενέπνεε τρόμο στις παιδικές μας καρδιές· όταν δεν τον βλέπαμε, ακούγαμε
την στεντόρεια φωνή του που αντηχούσε ανάμεσα στις φυλλωσιές σαν
ορμητικός χείμαρρος.
Ο συνταγματάρχης ήταν και κουφός συνάμα, μιλούσε πάντα φωνάζοντας.
«Θα
σας πω ένα μυστικό» έλεγε σε όποιον τύχαινε να τον συνοδεύει στον
περίπατο. «Η ανιψιά μου η Χαθίντα δεν θέλει να παντρευτεί το παιδί του
Ναβαρέτε».
Κι όλοι όσοι βρίσκονταν σε ακτίνα διακοσίων μέτρων μάθαιναν το μυστικό.
Συνήθως
περπατούσε μόνος· όταν όμως πλησίαζε κάποιος φίλος του, το θεωρούσε
καλό σημάδι. Ίσως αποδεχόταν με ευχαρίστηση την παρέα γιατί του δινόταν η
ευκαιρία να κάνει επίδειξη των φωνητικών του δυνατοτήτων. Η αλήθεια
είναι πως όταν είχε συνομιλητή, το πάρκο του Σαν Φρανθίσκο σειόταν.
Έπαυε πλέον να είναι ένας δημόσιος χώρος περιπάτου, και υπεισερχόταν
στην αποκλειστική επικράτεια του συνταγματάρχη. Το κελάηδημα των
πουλιών, ο ψίθυρος του ανέμου, το γλυκό μουρμουρητό των πηγών, όλα
σταματούσαν. Το μόνο που ακουγόταν ήταν η επιβλητική, αυταρχική, βλοσυρή
φωνή του μαχητή της Αφρικής. Σε τέτοιο βαθμό που νόμιζες πως ο ιερέας
που τον συνόδευε (εκείνη την ώρα μόνο μερικοί ιερείς συνήθιζαν να
περπατάνε στο πάρκο) ήταν εκεί μόνο και μόνο για να ξεκλειδώσει τη μία
μετά την άλλη τις μυστικές πόρτες της φωνής του συνταγματάρχη. Πόσες και
πόσες φορές, ακούγοντας εκείνες τις τρομερές, εκκωφαντικές κραυγές,
βλέποντας τις οργισμένες του χειρονομίες και το φλογισμένο του μάτι, δεν
σκεφτήκαμε ότι θα χιμούσε στον δύστυχο κληρικό που είχε την κακή ιδέα
να πάει κοντά του!
Αυτός
ο τρομακτικός άντρας είχε έναν ανιψιό οκτώ με δέκα ετών, δηλαδή στην
ηλικία μας. Τον φουκαρά! Όποτε τον βλέπαμε στο πάρκο, ήταν αδύνατον να
μην αισθανθούμε για εκείνον απέραντη συμπόνοια. Κάποτε είδα έναν
θηριοδαμαστή να βάζει ένα πρόβατο στο κλουβί του λιονταριού. Το θέαμα
μου προκάλεσε την ίδια εντύπωση όπως και όταν έβλεπα τον Γασπαρίτο
Τολεδάνο να περπατάει με τον θείο του. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε πώς
μπορούσε εκείνο το κακόμοιρο παιδί να συνεχίζει να έχει όρεξη και να
ζει σαν κανονικός άνθρωπος, πώς δεν πάθαινε κάτι η καρδιά του και δεν
πέθαινε βασανισμένος από έναν αργό πυρετό. Όταν περνούσαν μερικές μέρες
χωρίς να εμφανιστεί στο πάρκο, μας έζωνε η ίδια αμφιβολία. «Λες να τον
έφαγε για κολατσιό;» Κι όταν τελικά τον βρίσκαμε σώο και αβλαβή κάπου,
αισθανόμασταν ταυτόχρονα έκπληξη και ανακούφιση. Ήμασταν σίγουροι όμως
ότι κάποτε θα γινόταν το θύμα ενός από τα αιμοβόρα καπρίτσια του
Πολύφημου.
Εκτός
απ’ αυτό το ανίψι, το τέρας είχε κι έναν σκύλο που πρέπει να βίωνε
παρόμοια δυστυχία, αν και ούτε εκείνου τού φαινόταν. Ήταν ένας μεγάλος,
λυτός, όμορφος, ρωμαλέος, μολοσσός με γαλαζωπό τρίχωμα που άκουγε στο
όνομα Μουλέι, σίγουρα σε ανάμνηση κάποιου φουκαρά Μαυριτανού που είχε
ξεπαστρέψει ο αφέντης του. Ο Μουλέι, όπως κι ο Γασπαρίτο, ζούσε υπό την
εξουσία του Πολύφημου όπως στην αγκαλιά μιας οδαλίσκης. Χαριτωμένος,
παιχνιδιάρης, φιλικός, ανίκανος για την οποιαδήποτε δολιότητα, ήταν,
χωρίς καμία διάθεση να προσβάλλουμε κανέναν, ο λιγότερο φοβητσιάρης και ο
πιο προσηνής σκύλος απ’ όσους έχω γνωρίσει στη ζωή μου.
Επομένως
δεν είναι καθόλου περίεργο που όλα τα παιδιά είχαμε ξετρελαθεί μαζί
του. Όταν ήταν εφικτό, όταν δεν υπήρχε κίνδυνος να το αντιληφθεί ο
συνταγματάρχης, σκοτωνόμασταν για το ποιος θα είχε την τιμή να του δώσει
ψωμί, μπισκότα, τυρί και άλλες λιχουδιές που μας έδιναν οι μαμάδες μας
για κολατσιό. Ο Μουλέι τα δεχόταν όλα με ανυπόκριτη ευχαρίστηση, και μας
εξέφραζε καθαρά τη συμπάθεια και την ευγνωμοσύνη του. Για να γίνει όμως
αντιληπτό το πόσο ευγενικά και ανιδιοτελή ήταν τα αισθήματα αυτού του
αξέχαστου σκυλιού, και για να του προσδώσω έναν χαρακτήρα ακατάλυτου
υποδείγματος για σκύλους και ανθρώπους, θα ήθελα να αναφέρω ότι δεν
έδειχνε τη μεγαλύτερη συμπάθεια σε όποιον του χάριζε τα περισσότερα.
Μερικές φορές έπαιζε μαζί μας ένα φτωχόπαιδο από το ορφανοτροφείο
ονόματι Αντρές (στην επαρχία εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν κοινωνικές
διακρίσεις ανάμεσα στα παιδιά), ο οποίος δεν μπορούσε να του δώσει
τίποτα γιατί δεν είχε τίποτα. Καμία σημασία δεν είχε· ο Μουλέι έδειχνε
προτίμηση σ’ εκείνον. Τα πιο ζωηρά κουνήματα της ουράς, τα πιο έντονα
και θερμά χάδια ήταν αφιερωμένα σ’ αυτόν, εις βάρος των υπολοίπων.
Πρώτης τάξης παράδειγμα για τους απανταχού βουλευτές της κυβερνητικής
πλειοψηφίας!
Άραγε
μάντευε ο Μουλέι ότι εκείνο το ανήμπορο, εκείνο το μονίμως σιωπηλό και
σκυθρωπό παιδί είχε μεγαλύτερη ανάγκη από ό,τι εμείς την αγάπη του; Δεν
ξέρω, αλλά έτσι φαινόταν.
Ο
Αντρεσίτο από τη μεριά του είχε φτάσει στο σημείο να αγαπήσει παράφορα
αυτό το ζώο. Όταν παίζαμε εφτάπετρο ή πεντόβολα στο βορειότερο σημείο
του πάρκου και εμφανιζόταν ξαφνικά ο Μουλέι, ήταν γνωστό αυτό που θα
ακολουθούσε: ο σκύλος φώναζε κατά μέρος τον Αντρεσίτο και διασκέδαζε
μαζί του επί πολλή ώρα, λες και ήθελε να του εμπιστευτεί κάποιο μυστικό.
Η κολοσσιαία σιλουέτα του Πολύφημου διαγραφόταν ανάμεσα στα δέντρα.
Αυτές
όμως οι φευγαλέες, αγωνιώδεις συναντήσεις ικανοποιούσαν ελάχιστα το
ορφανό. Όπως κάποιος βαθιά ερωτευμένος, ανυπομονούσε να απολαύσει την
παρέα του ινδάλματός του επί μακρόν και κατ’ ιδίαν.
Έτσι,
ένα απόγευμα, με απίστευτο θάρρος και μπροστά στα μάτια μας, πήρε τον
σκύλο μαζί του στο Άσυλο, όπως ονομάζεται το Ορφανοτροφείο του Οβιέδο,
και γύρισε ούτε λίγο ούτε πολύ ύστερα από μία ώρα. Ακτινοβολούσε χαρά.
Και ο Μουλέι έμοιαζε κατευχαριστημένος. Ευτυχώς, ο συνταγματάρχης δεν
είχε βγει ακόμα για περίπατο ούτε αντιλήφθηκε την εξαφάνιση του σκύλου
του.
Αυτές
οι αποδράσεις επαναλήφθηκαν και τα επόμενα απογεύματα. Ο Αντρεσίτο και ο
Μουλέι δένονταν με όλο και πιο στενούς δεσμούς φιλίας. Ο Αντρεσίτο ήταν
έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για τον Μουλέι. Και είμαι βέβαιος ότι
αν παρουσιαζόταν η ευκαιρία, κι ο τελευταίος το ίδιο θα έκανε.
Το
ορφανό όμως ακόμα δεν ήταν ικανοποιημένο. Λαχταρούσε να πάρει τον
Μουλέι στο Άσυλο για να κοιμηθούν μαζί. Επειδή ήταν βοηθός του μάγειρα,
κοιμόταν σ’ έναν από τους διαδρόμους δίπλα στο δωμάτιό του, σ’ ένα
ρημαγμένο στρώμα από φλούδες καλαμποκιού. Ένα απόγευμα πήρε τον σκύλο
στο Ορφανοτροφείο και δεν γύρισε. Πόσο τη χάρηκε εκείνη τη νύχτα το
φουκαριάρικο! Τα χάδια του Μουλέι ήταν τα μοναδικά που είχε γνωρίσει στη
ζωή του. Πρώτα οι δάσκαλοι και μετά ο μάγειρας, του είχαν μιλήσει πάντα
με τον βούρδουλα στο χέρι. Κοιμήθηκαν αγκαλιασμένοι σαν δύο εραστές.
Και το ξημέρωμα, το παιδί ένιωσε το τσούξιμο από μια ξυλιά που του είχε
δώσει ο μάγειρας το προηγούμενο απόγευμα. Έβγαλε το πουκάμισο:
«Κοίτα, Μουλέι» είπε σιγανά δείχνοντάς του τη μελανιά.
Ο σκύλος, περισσότερο φιλεύσπλαχνος από τον άνθρωπο, έγλειψε τη μωλωπισμένη του σάρκα.
Αργότερα,
όταν άνοιξαν τις πόρτες, τον άφησε ελεύθερο. Ο Μουλέι έτρεξε στο σπίτι
του αφεντικού του· το απόγευμα όμως βρισκόταν πάλι στο πάρκο έτοιμος να
ακολουθήσει τον Αντρεσίτο. Ξανακοιμήθηκαν μαζί εκείνη τη νύχτα, και την
επόμενη, και τη μεθεπόμενη. Η ευτυχία όμως δεν διαρκεί πολύ σ’ αυτόν τον
κόσμο. Ο Αντρεσίτο ήταν ένας ευτυχισμένος στο χείλος ενός γκρεμού.
Ένα απόγευμα, την ώρα που ήμασταν όλοι μαζεμένοι και παίζαμε ένα παιχνίδι, ακούσαμε πίσω μας δυο τρομερές κανονιές:
«Αλτ! Αλτ!»
Όλα
τα κεφάλια έστριψαν σαν να είχαν απελευθερωθεί από ένα ελατήριο.
Μπροστά μας ορθωνόταν η κυκλώπεια μορφή του συνταγματάρχη Τολεδάνο.
«Ποιος από εσάς είναι ο απατεωνάκος που απαγάγει κάθε βράδυ τον σκύλο μου; Για πείτε μου».
Νεκρική σιγή στην ομήγυρη. Είχαμε παραλύσει από τον τρόμο, είχαμε πετρώσει, σαν να ήμασταν από ξύλο.
Το σάλπισμα της τελικής κρίσης αντήχησε πάλι:
«Ποιος είναι ο απαγωγέας; Ποιος είναι ο ληστής; Ποιος είναι ο άθλιος;…»
Το
φλεγόμενο μάτι του Πολύφημου μας καταβρόχθιζε τον έναν μετά τον άλλον. Ο
Μούλει, που τον συνόδευε, μας κοιτούσε κι αυτός με τα δικά του πιστά,
αθώα μάτια, κουνώντας ζωηρά την ουρά σε ένδειξη ανησυχίας.
Τότε ο Αντρασίτο, άσπρος σαν κερί, έκανε ένα βήμα μπροστά και είπε:
«Δεν φταίει κανείς απ’ αυτούς, κύριε. Εγώ ήμουν».
«Πώς;»
«Εγώ ήμουν» επανέλαβε το παιδί πιο δυνατά.
«Ώστε έτσι! Εσύ ήσουν!» είπε ο συνταγματάρχης χαμογελώντας βλοσυρά. «Και δεν ξέρεις σε ποιον ανήκει ο σκύλος;»
O Αντρεσίτο έμεινε βουβός.
«Δεν ξέρεις σε ποιον ανήκει;» ξαναρώτησε κραυγάζοντας.
«Ναι, κύριε».
«Τι;… Μίλα πιο δυνατά».
Κι έβαλε το χέρι στο αυτί για να ενισχύσει την ακοή του.
«Ναι, κύριε».
«Λοιπόν, σε ποιον ανήκει;»
«Στον κύριο Πολύφημο».
Έκλεισα
τα μάτια. Νομίζω ότι και οι φίλοι μου έκαναν το ίδιο. Όταν τα
ξανάνοιξα, πίστευα πως ο Αντρεσίτο είχε πια σβηστεί από τον χάρτη.
Ευτυχώς, δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Ο συνταγματάρχης τον κοίταζε
σταθερά, περισσότερο με περιέργεια παρά με οργή.
«Και γιατί τον παίρνεις;»
«Γιατί είναι φίλος μου και με αγαπάει» είπε το παιδί με αποφασιστική φωνή.
Ο συνταγματάρχης τον κοίταξε πάλι σταθερά.
«Καλώς» είπε τελικά. «Αλλά μην διανοηθείς να τον ξαναπάρεις. Αν το ξανακάνεις, θα σου βγάλω τα αυτιά».
Και
τσούλησε με μεγαλοπρέπεια με τα τακούνια. Πριν όμως κάνει ένα βήμα,
έφερε το χέρι στο γιλέκο, έβγαλε ένα κέρμα και είπε γυρνώντας κάνοντας
μεταβολή:
«Πάρε, να αγοράσεις γλυκά. Μην διανοηθείς όμως να απαγάγεις ξανά τον σκύλο! Σε προειδοποιώ!»
Κι
απομακρύνθηκε. Μετά από τέσσερα πέντε βήματα γύρισε το κεφάλι. Ο
Αντρεσίτο είχε αφήσει το κέρμα να πέσει στο έδαφος και κλαψούριζε
σκεπάζοντας το πρόσωπο με τα χέρια. Ο συνταγματάρχης γύρισε πίσω
γρήγορα.
«Κλαις; Μα γιατί; Μην κλαις, παιδί μου».
«Τον αγαπάω πολύ…, είναι ο μόνος που μ’ αγαπάει στον κόσμο» βόγκηξε ο Αντρές.
«Ποιανού είσαι;» ρώτησε ο συνταγματάρχης έκπληκτος.
«Μένω στο Άσυλο».
«Τι;» φώναξε ο Πολύφημος.
«Είμαι ορφανός».
Τότε
είδαμε τον συνταγματάρχη να παραμορφώνεται. Όρμησε στο παιδί, τράβηξε
τα χέρια του από το πρόσωπο, του σκούπισε τα μάτια με το μαντήλι του, το
αγκάλιασε και το φίλησε, επαναλαμβάνοντας με υπερδιέγερση:
«Συγχώρα
με, παιδί μου, συγχώρα με! Μη δίνεις σημασία σ’ όσα σου είπα… Δεν το
ήξερα… Μπορείς να παίρνεις τον σκύλο όποτε θες… Έχε τον μαζί σου όση ώρα
θες, σύμφωνοι;… Όση ώρα θες…»
Κι
αφού τον ηρέμησε μ’ αυτά και με άλλα λόγια, που τα πρόφερε με μια φωνή
κατά τη γνώμη μας αδιανόητη, συνέχισε τη βόλτα του γυρνώντας κάθε τόσο
για να του φωνάξει:
«Μπορείς να τον παίρνεις όποτε θες, παιδί μου, σύμφωνοι…; Όποτε θες…. μ’ ακούς;»
Ο Θεός να με συγχωρέσει, αλλά θα ορκιζόμουν ότι είδα ένα δάκρυ στο αιμοβόρο μάτι του Πολύφημου.
Η ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΠΟΥ ΑΦΗΝΟΥΝ ΟΙ ΕΠΙΓΙΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΔΕΝ ΣΥΓΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΙΚΡΑ ΠΟΥ ΑΦΗΝΟΥΝ..
Η ΟΜΟΡΦΙΑ [ΕΡΓΟ ΤΕΧΝΗΣ ΘΕΙΚΗΣ] ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΗ ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΝΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ-ΑΛΛΑ Η ΙΔΕΑ ΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΑΙΩΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΘΑΝΑΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΗ ΣΥΝΕΛΑΒΕ.Η ΟΜΟΡΦΙΑ ΤΗΣ ΠΕΠΙΤΑΣ ΘΑ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ.ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΡΟΦΗ ΓΙΑ ΤΑ ΣΙΧΑΜΕΡΑ ΣΚΟΥΛΙΚΙΑ.ΑΛΛΑ ΑΝ Η ΜΟΙΡΑ ΤΗΣ ΥΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΙΡΑΙΟ ΝΑ ΜΕΤΑΛΑΧΘΕΙ-ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΟΜΟΡΦΙΑ ΠΟΙΟΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΕΨΕΙ.?ΔΕ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΘΕΙΚΟ ΜΥΑΛΟ? ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΣΥΝΕΛΑΒΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΑ ΘΑ ΖΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΝΙΚΩΝΤΑΣ ΤΟ ΓΗΡΑΣ Η ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ.
[ΧΟΥΑΝ ΒΑΛΕΡΑ].
Ο νωθρός
Τα νότια μεσημέρια του καλοκαιριού,
Μέσα από μια πόλη ολόφωτη, άδειοι οι δρόμοι,
Θα κρατούσες σε καλάθι στεφάνια από γιασεμιά,
Και μανόλιες, από μια ευωδιαστή φωλιά πράσινων φύλλων
κρυμμένη η λευκότητά τους, σαν φτερά περιστεριού.
Πίσω από τα χαμηλά κάγκελα, αν μια γυναίκα ήθελε
Ίσως για τη σκοτεινή της χάρη το δροσερό στολίδι
Ενός λουλουδιού, να το πιάσει στα μαλλιά ή στο στήθος της,
Όπου θα ’μοιαζε χιόνι πάνω στο χώμα,
Ένα νόμισμα για αντάλλαγμα θα άφηνε στα χέρια σου.
Έτσι, πέφτοντας το σούρουπο, θα μπορούσες εσύ
Από ένα διάφανο κρασί να πιεις τη χρυσαφένια ζέστη,
Δαγκώνοντας την απόλαυση ενός ψωμιού κι ενός φρούτου,
Και μετά σιωπηλός, ξαπλωμένος δίπλα στο ποτάμι,
Να βλέπεις να πάλλονται στη βαθιά νύχτα τα αστέρια.
Νιάου, μυθιστόρημα, Μπενίτο Πέρεθ Γκαλντός, μετάφραση: Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Vakxikon.gr 2016
Αχ,
Θεέ μου! Πώς θα ήταν ο κόσμος χωρίς στιφάδο; Και πώς θα ήταν η έρμη
ανθρωπότητα χωρίς μισθούς; Οι μισθοί ήταν το μοναδικό είδος επίγειων
αγαθών που συμβάδιζε με τις ηθικές αρχές, γιατί για όλες τις άλλες
μορφές ευμάρειας ο Παντόχα έτρεφε βαθιά περιφρόνηση. Ήταν δύσκολο να τον
πείσεις ότι στην τάξη των πλουσίων υπήρχε κάποιος πραγματικά τίμιος,
και κοίταζε τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους θρασείς εργολάβους με
θρησκευτικό τρόμο. Ήταν αδύνατον να αποκτήσει κάποιος με νόμιμα μέσα
μέσα σε λίγα χρόνια μεγάλη περιουσία, να περάσει από τη φτώχια στη
χλιδή. Για να συμβεί κάτι τέτοιο, είναι απαραίτητο να λερώσει κανείς τα
χέρια του, να στύψει το αιώνιο θύμα, τον βασικό ιδιοκτήτη, το Κράτος.
Τον εκατομμυριούχο που είχε κληρονομήσει την περιουσία του και δεν έκανε
τίποτε άλλο από το να την ξεκοκαλίζει, ο καλόκαρδος Παντόχα τον
συγχωρούσε· κι αυτόν όμως δεν τον θεωρούσε εκατό τοις εκατό άγιο, γιατί
πίστευε ότι εάν δεν είχε κλέψει ο ίδιος, το είχαν κάνει οι γονείς του,
και η ενοχή, όπως και τα λεφτά, περνούσε από γενιά σε γενιά.
Όταν
έβλεπε τον εκπρόσωπο των Ρότσιλντ ή κάποιου άλλου επιχειρηματικού
κολοσσού, ισπανικού ή ξένου, να μπαίνει στο υπουργείο και να
κατευθύνεται στο γραφείο του Υπουργού, σκεφτόταν πόσο χρήσιμο θα ήταν να
κρέμαγαν όλους εκείνους τους κυρίους που πήγαιναν εκεί μόνο και μόνο
για να στήσουν κάποια κομπίνα. Αυτή κι άλλες παρόμοιες ιδέες τις
ξεφούρνιζε ο Παντόχα στο καφενείο όπου σύχναζε, και δεχόταν βροχή από
καυστικά σχόλια από την παρέα που αποδοκίμαζε τη στενομυαλιά του· αυτός
όμως δεν χαμπάριαζε. Μιλούσαν για το Υπουργείο Οικονομικών; Ο Παντόχα
σήκωνε αμέσως τη παντιέρα του μ’ αυτό το απλό και πειστικό σλόγκαν:
«πολλή δημόσια διοίκηση και λίγη ή καθόλου πολιτική». Πόλεμος στις
μεγάλες επιχειρήσεις, πόλεμος στην κερδοσκοπία κι επίσης πόλεμος στους
ξένους που έρχονται εδώ μόνο και μόνο για να μας εκμεταλλευτούν και να
μας πάρουν τα φράγκα, αφήνοντάς μας πανί με πανί. Ο Παντόχα δεν έκρυβε
επίσης τη συμπάθειά του για τους υψηλούς δασμούς, γιατί οι ελεύθερες
συναλλαγές ευνοούν το λαθρεμπόριο.
Την
ίδια στιγμή υποστήριζε ότι οι μεγαλοϊδιοκτήτες γκρινιάζουν από βίτσιο,
ότι πουθενά αλλού δεν πληρώνουν χαμηλότερους φόρους απ’ ό,τι στην
Ισπανία, ότι η χώρα είναι ουσιαστικά ένας καταχραστής κι ότι η πολιτική
είναι η τέχνη της συγκάλυψης των υπεξαιρέσεων και της ειρηνικής ή βίαιης
λεηλασίας του Δημόσιου Ταμείου. Κοντολογίς, ο Παντόχα είχε μόνο δυο
τρεις πεποιθήσεις, αλλά ήταν τόσο βαθιά ριζωμένες μέσα του που νόμιζε
κανείς πως είχαν χαραχτεί με σφυρί και καλέμι. Δεν ήταν και η πιο
ενδιαφέρουσα παρέα γιατί δεν μιλούσε ποτέ άσχημα εναντίον των
προϊσταμένων του, ούτε κατέκρινε τα σχέδια του Υπουργού· δεν έμπαινε
ποτέ σε λεπτομέρειες και δεν αποκάλυπτε μυστικά από τα παρασκήνια. Στο
βάθος του μυαλού του υπήρχε μια λανθάνουσα μορφή κομμουνισμού για την
οποία δεν είχε ιδέα. Αυτό το είδος δημοσίου υπαλλήλου, που η ξέφρενη
πολιτική ζωή των τελευταίων χρόνων έχει βαλθεί να εξαλείψει, επιβιώνει
ακόμα, αν και έχουν μείνει ελάχιστα δείγματα.
Στη
δουλειά του ο Παντόχα ήταν σχολαστικός, επιμελής, αδιάφθορος, ο
άσπονδος εχθρός αυτού που ο ίδιος αποκαλούσε «οντότητα». Δεν
γνωμοδοτούσε ποτέ εναντίον του Υπουργείου Οικονομικών· το υπουργείο τον
πλήρωνε, ήταν το αφεντικό του και δεν ήταν εκεί για να υπηρετεί τους
εχθρούς «του σπιτιού». Όσον αφορά τις σκοτεινές υποθέσεις, που είχαν
βγάλει αράχνες και ήταν πολύ δύσκολο να διεκπεραιωθούν, πίστευε ότι δεν
έπρεπε να επιλύονται ποτέ, κι όταν τελικά έφταναν αναγκαστικά, καθ’
επιβολήν του νόμου, ένα βήμα πριν επιλυθούν, έψαχνε στον ίδιο τον νόμο
το παραθυράκι που θα του επέτρεπε να τις περιπλέξει ξανά. Το να γράψει
τον επίλογο σε μία απ’ αυτές τις διαμάχες ήταν σαν παραδεχόταν την
αδυναμία της δημόσιας διοίκησης, σαν να διακήρυττε την ήττα της, σχεδόν
την ταπείνωσή της. Όσο για την ακεραιότητά του, αρκεί να πούμε ότι
έστελνε στον αγύριστο τους εκπρόσωπους που ήθελαν να του δώσουν φακελάκι
για να τακτοποιήσει γρήγορα και αποτελεσματικά τη μία ή την άλλη
υπόθεση. Τον ήξεραν πια και ήταν επιφυλακτικοί μ’ εκείνον τον
σκαντζόχοιρο που τέντωνε όλα του τα αγκάθια όταν διαισθανόταν να
πλησιάζει κάποια «οντότητα», δηλαδή ένας φορολογούμενος.
Και
στην προσωπική του ζωή ο Παντόχα αποτελούσε φωτεινό παράδειγμα. Δεν
υπήρχε πιο νοικοκυρεμένο σπίτι από το δικό του, ούτε γυναίκα πιο
οικονόμα από τη δική του. Αποτελούσαν την άλλη όψη του νομίσματος σε
σύγκριση με τους Βιγιααμίλ, που τις εποχές των χρυσών αγελάδων ξόδευαν
όλα τους τα εισοδήματα και μετά ψωμολύσσαγαν. Τη γυναίκα του Παντόχα δεν
τη διέκρινε η καταστροφική επιδειξιομανία της δόνια Πούρα, εκείνη η
έπαρση του ανθρώπου που νομίζει ότι είναι ανώτερος από τα μέσα και την
κοινωνική του θέση. Η κυρία Παντόχα είχε εργαστεί κάποτε ως υπηρέτρια
(νομίζω του δον Κλαούντιο Αντόν δε Λουθουριάγα, στον οποίο ο Παντόχα
όφειλε την πρώτη του δουλειά), και η ταπεινή της καταγωγή την έκανε να
ρέπει προς την απομόνωση και να ζει λιτά και μετρημένα. Δεν ξόδευαν ποτέ
πάνω από τα δύο τρίτα του μισθού του, και τα παιδιά τους μεγάλωναν
μαθαίνοντας να αγαπάνε τον Θεό και να φοβούνται όπως ο διάολος το λιβάνι
τα λούσα και τα εγκόσμια μεγαλεία. Παρά τη στενή φιλία που υπήρχε
μεταξύ του Βιγιααμίλ και του Παντόχα, ο πρώτος δεν τόλμησε ποτέ να
ζητήσει βοήθεια από τον δεύτερο τις ουκ ολίγες φορές που είχε αφραγκιές·
τον ήξερε σαν να τον είχε γεννήσει, ήξερε πολύ καλά ότι ο ενάρετος
Ιωσήφ ούτε ζητούσε ούτε έδινε, ότι η ελεημοσύνη και η γαλαντομία ήταν
εξίσου ασύμβατες προς τον χαρακτήρα του, κασέλες που τα καπάκια τους δεν
άνοιγαν ποτέ ούτε προς τα μέσα ούτε προς τα έξω.
Ήταν
και οι δύο καθισμένοι, ο ένας στο γραφείο, ο άλλος στην πιο κοντινή
καρέκλα. Ο Παντόχα έφτιαξε τον σκούφο του, που γλιστρούσε με την
παραμικρή κίνηση του χεριού πάνω στο γυαλιστερό του κεφάλι, και είπε
στον φίλο του:
«Χαίρομαι
που ήρθες σήμερα. Έχει φτάσει ο φάκελος του γαμπρού σου… Μόνο μια ματιά
πρόλαβα να του ρίξω. Δεν φαίνεται καθόλου καθαρός. Δεν συμπεριέλαβε στη
λίστα με τις διαταγές πληρωμής δύο τρία χωριά, και στον καταμερισμό του
τελευταίου εξαμήνου υπάρχουν σημεία και τέρατα».
«Βεντούρα, ο γαμπρός μου είναι λωποδύτης· το ξέρεις πολύ καλά. Είναι ικανός για κάθε είδους αθλιότητα».
«Επίσης
χθες ο Διευθυντής με ενημέρωσε ότι τριγυρίζει εδώ κάνοντας τον καμπόσο,
κερνώντας τα φιλαράκια του και ξοδεύοντας μια περιουσία, μοστράροντας
κάτι καπέλα και κάτι γραβάτες που είναι να κάνεις εμετό. Το τσουτσέκι
κυκλοφορεί στολισμένος σαν λατέρνα. Δεν μου λες, μένει μαζί σου;»
«Ναι»
απάντησε κοφτά ο Βιγιααμίλ καταντροπιασμένος γιατί θυμήθηκε πως και τα
δικά του ρούχα τα είχε αγοράσει με λεφτά του Καδάλσο, χάρη στα καμώματα
της Πούρα. «Ελπίζω όμως να πάρει σύντομα πόδι απ’ το σπίτι μου. Δεν θέλω
τίποτα απ’ αυτόν».
«Ρωτάω
γιατί… ε λοιπόν, χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να σ’ το πω: αυτή η
κατάσταση σου κάνει κακό. Το ότι είναι γαμπρός σου και το ότι ζείτε
κάτω απ’ την ίδια στέγη είναι αρκετό για να σκεφτούν κάποιοι ότι τον
αβαντάρεις».
«Εγώ!... Αυτόν!» (Τρομοκρατημένος). «Βεντούρα, τι πράγματα είναι αυτά…»
«Περίμενε·
ούτε πιστεύω κάτι τέτοιο, ούτε και θα περνούσε ποτέ από το μυαλό μου.
Ξέρεις όμως τι παίζει εδώ μέσα… Η μπαμπεσιά πάει σύννεφο! Όταν ένας
κάφρος πιάσει στο στόμα του έναν αθώο, τον σέρνει στη λάσπη μέχρι να
ματώσει».
«Σε
πληροφορώ ότι παρ’ όλο που ο Βίκτορ είναι γαμπρός μου, δεν έχω ουδεμία
σχέση με τις βρωμιές του. Αν ήταν στο χέρι μου το να τον κλείσουν μέσα,
θα τους έδινα και την ευχή μου… Ξηγημένα πράγματα».
«Εμ
δεν θα τον κλείσουν, δεν θα τον κλείσουν· μην έχεις αυταπάτες. Και δεν
θα τον κλείσουν ακριβώς επειδή του αξίζει. Έχει άκρες. Η διαφθορά είναι
τόσο μεγάλη στην εποχή μας που αυτά τα αποβράσματα σαν τον γαμπρό σου
είναι που βγαίνουν κερδισμένοι. Να δεις που θα βάλουν την έρευνα κάτω
από το χαλί, θα του βγάλουν το καπέλο για όσα έχει κάνει και θα του
δώσουν την κωλοπροαγωγή. Ειλικρινά, δεν έχω ξαναδεί πιο ξεδιάντροπο
άνθρωπο. Χθες ήταν εδώ· μετά κατέβηκε κάτω να δει τον Υφυπουργό, και
χάρη σ’ αυτό το λέγειν που έχει και στα ωραία του τα μάτια, ο
Υφυπουργός… (μου το είπε κάποιος που ήταν παρών) τον υποδέχτηκε μετά
βαΐων και κλάδων, κι έπιασαν την πάρλα για πάνω από κάνα μισάωρο».
«Είδε και τον Υπουργό» (με βαθύτατη θλίψη).
«Δεν
έχω ιδέα· ξέρω όμως από πρώτο χέρι ότι ένας βουλευτής από την επαρχία
όπου δούλευε το μπουμπούκι σου ήρθε να μεσολαβήσει για χάρη του. Είναι
απ’ αυτούς που όσο περισσότερα τους δίνεις τόσο περισσότερα θέλουν. Δεν
φεύγει ποτέ από δω χωρίς δυο τρεις βαρβάτες προσλήψεις στο τσεπάκι του,
κι όταν λέμε βαρβάτες εννοούμε βαρβάτες, κι αυτό παρ’ όλο που είναι
αντιφρονών· αλλά γι’ αυτό ακριβώς, επειδή είναι αντιφρονών τού δίνουν
μεγαλύτερη προσοχή».
«Εσύ πιστεύεις ότι θα δώσουν προαγωγή στον Βίκτορ;» (Με μεγάλη αγωνία).
«Δεν μπορώ να πω τίποτα με σιγουριά».
«Και για τη δική μου υπόθεση, ξέρεις τίποτα;» (Με ακόμα μεγαλύτερη αγωνία).
«Ο
Διευθυντής Προσωπικού είναι σφίγγα. Όποτε του μιλάω για σένα, μου
πετάει ένα ”θα δούμε” ή ένα “θα κάνω ό,τι μπορώ”· αυτό όμως είναι σαν να
μην λέει τίποτα. Α! Παρένθεση: χθες, μετά τη συζήτηση με τον Υφυπουργό,
ο Βίκτορ τρύπωσε στο Τμήμα Προσωπικού. Μου το είπε ο αδελφός του
Εσπινόσα. Ο Διευθυντής τού έδειξε τις κενές θέσεις που υπάρχουν στην
επαρχία, κι ο γαμπρούλης σου είχε το θράσος να πει ότι στην επαρχία δεν
θα πήγαινε ούτε δεμένος».
«Φίλε
μου Βεντούρα» είπε ο Βιγιααμίλ με οδυνηρή δυσαρέσκεια, «θυμήσου αυτό
που θα σου πω…, κι αν διαφωνείς, βάζουμε στοίχημα… Κόβω το χέρι μου ότι
θα δώσουν προαγωγή στον Βίκτορ κι ότι εμένα δεν θα με προσλάβουν.
Οτιδήποτε διαφορετικό θα είναι δίκαιο και λογικό, και η δικαιοσύνη και η
λογική έχουν πάει περίπατο».
Ο
Παντόχα μετακίνησε ξανά τον σκούφο του. Είχε έναν ιδιαίτερο τρόπο να
ξύνει το κεφάλι του. Βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό, που γλίστρησε με
δυσκολία από το στόμα του γιατί δεν το άνοιγε ποτέ χωρίς κάποια
επισημότητα, προσπάθησε να παρηγορήσει τον φίλο του με τον παρακάτω
τρόπο:
«Δεν
ξέρουμε αν θα καταφέρουν να κουκουλώσουν την υπόθεση με τη δίωξη του
Βίκτορ, αν και οι προστάτες του φαίνεται να το θέλουν πολύ. Κι όσο για
σένα, εγώ στη θέση σου θα συνέχιζα να πρήζω τα συκώτια του Διευθυντή,
του Υφυπουργού και του Υπουργού, ταυτόχρονα όμως θα φρόντιζα να βρω κι
ένα καλό δόντι στα κέντρα των αποφάσεων».
«Μα αφού δεν τους αφήνω σε χλωρό κλαρί… Και πάλι όμως δεν γίνεται τίποτα».
«Συνέχισε
να το κάνεις μέχρι να τους φέρεις στα νερά σου. Πλεύρισε τα μεγάλα
κεφάλια, εντός ή εκτός Υπουργείου· απευθύνσου στον Σαγάστα, στον
Κάνοβας, στον δον Βενάνθιο, στον Καστελάρ, στους Σιλβέλα · μην στέκεσαι
στο αν είναι άσπροι, μαύροι ή κίτρινοι, γιατί έτσι που το πας, αν
συνεχίσει στο ίδιο βιολί, δεν θα καταφέρεις τίποτα. Ούτε ο Πεθ ούτε ο
Κουκούρμπιτας θα σου φανούν χρήσιμοι· είναι πνιγμένοι στις δεσμεύσεις
και βολεύουν μόνο τους δικούς τους, τους ημέτερους, τους μπάτλερ τους,
ακόμα και τους μπαρμπέρηδες που τους ξυρίζουν. Όλοι αυτοί που έπαιξαν
ρόλο πρώτα στην Ένδοξη Επανάσταση και μετά στην Παλινόρθωση δεν έχουν
κανένα περιθώριο, γιατί πρέπει να τακτοποιήσουν αυτούς που είναι τώρα
στα πράγματα χωρίς να εγκαταλείψουν τους παλιούς, που λένε το ψωμί
ψωμάκι. Ο Πεθ βόλεψε εδώ πέρα κάποιον που ήταν στη φατρία του και
κάποιους που φλέρταραν με τους οπαδούς της αυτονόμησης. Πώς είναι
δυνατόν να ξεχάσει ο Πεθ τους κοκκινοσκούφηδες που τον υποστήριξαν στο
Τμήμα Εισοδήματος, τους οπαδούς του Αμαντέο που τον έκαναν σχεδόν
Υπουργό και τους συντηρητικούς από την εποχή της Αδελφής Πατροθίνιο που
του έδωσαν τον Σιδηρούν Σταυρό;
Ο
Βιγιααμίλ άκουγε αυτές τις σοφές συμβουλές με τα μάτια χαμηλωμένα, με
πένθιμη έκφραση, ξέροντας πόσο λογικές ήταν. Κι ενόσω οι δύο φίλοι
κουβέντιαζαν μ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να έχουν την παραμικρή συναίσθηση
του τι συνέβαινε γύρω τους, ο κερατάς ο κουτσό-Σαλβαδόρ Γκιγιέν
σχεδίαζε σ’ ένα χαρτί, με χιουμοριστικά ποικίλματα της πένας, την
καρικατούρα του Βιγιααμίλ. Μόλις τελείωσε, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι
ήταν πετυχημένη, έγραψε από κάτω: Ο κύριος Νιάου, σταθμίζοντας τις
προτάσεις του για το Υπουργείο. Έδωσε το χαρτί στους συναδέλφους του για
να σπάσουν πλάκα, και η φιγούρα πέρασε από γραφείο σε γραφείο
προσφέροντας μια στιγμή ξεγνοιασιάς στους δύστυχους δεσμώτες της αιώνιας
γραφειοκρατικής σκλαβιάς.
Ο
Βιγιααμίλ κι ο Παντόχα δεν συμφωνούσαν πάντα όταν μιλούσαν για θέματα
που άπτονταν του τμήματος. Στην πραγματικότητα είχαν διαμετρικά
αντίθετες απόψεις, γιατί ο ενάρετος Ιωσήφ διακατεχόταν από στενότητα
πνεύματος και παρωπίδες, ενώ ο Βιγιααμίλ είχε ανοιχτούς ορίζοντες, μια
δομημένη φιλοσοφία που πήγαζε από τις γνώσεις και την εμπειρία του. Αυτό
που έκανε τον Παντόχα έξαλλο ήταν που ο φίλος του έσταζε μέλι για τον
income tax, στέλνοντας στην πυρά τους Φόρους Ακίνητης Περιουσίας,
Βιομηχανίας και Κατανάλωσης. Ο φόρος εισοδήματος, ο οποίος θα βασιζόταν
στη φορολογική δήλωση του πολίτη και θα είχε ως ραχοκοκαλιά το ατομικό
συμφέρον και την καλή πίστη, του φαινόταν σκέτος παραλογισμός σε μια
χώρα στην οποία είναι σχεδόν αναγκαίο να βάλεις το πιστόλι στον κρόταφο
του φορολογούμενου για να τον κάνεις να πληρώσει. Κοντολογίς, κάθε
προσπάθεια απλοποίησης ήταν αντίθετη με το πνεύμα εκείνου του αδέκαστου
δημοσίου υπαλλήλου, που θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρχει πληθώρα
προσωπικού, πληθώρα μπερδεψούρας κι ακόμα μεγαλύτερη πληθώρα χαρτούρας.
Και τέλος, ο σκεπτικισμός του Παντόχα απέναντι σ’ εκείνη τη μανία για
κατάργηση των φόρων είχε κι ένα προσωπικό στοιχείο: ένιωθε σαν να ήθελαν
να καταργήσουν τον ίδιο. Συζήτησαν έντονα γι’ αυτό το θέμα, ώσπου τα
στόματά τους στέγνωσαν. Κι όταν ο Διευθυντής φώναξε τον Παντόχα κι
εκείνος έφυγε αφήνοντας τον Βιγιααμίλ μόνο, οι υπάλληλοι διασκέδασαν
λιγάκι παίρνοντάς τον στο μεζέ με πρωτοστάτη τον κουτσο-Γκιγιέν που
έκανε άλλη μια επίδειξη φαυλότητας.
«Δεν μου λέτε, δον Ραμόν, γιατί δεν δημοσιεύετε τις προτάσεις σας για να τις μάθει ο λαός;»
«Σιγά
μην δημοσιεύσω τις προτάσεις μου» (βηματίζοντας ορμητικά στο γραφείο).
«Όχι δα· λες και θα μου έδινε κανείς σημασία σ’ αυτή την καταραμένη
χώρα. Ο Υπουργός τις διάβασε, κι ο Διευθυντής Εισφορών τούς έριξε μια
ματιά. Φωνή βοώντος εν τη ερήμω… Και το πρόβλημα δεν είναι ότι
δυσκολεύονται να τις καταλάβουν, γιατί στα υπομνήματα που έχω συντάξει
είμαι πολύ προσεκτικός: πρώτον, απλότης· δεύτερον, σαφήνεια· τρίτον,
περιεκτικότης».
«Εγώ νόμιζα πως ήταν πολύ μακροσκελείς, πάρα πολύ μακροσκελείς» είπε σοβαρά ο Εσπινόσα. «Αφού καλύπτουν τόσα θέματα…»
«Ποιος
σας το είπε αυτό το πράγμα;» (Θυμώνοντας). «Το καθένα καλύπτει μόνο ένα
θέμα, και είναι τέσσερα. Φτάνουν και περισσεύουν. Μακάρι να μην είχα
μπει στον κόπο να τα γράψω. Μακάριοι οι λωποδύτες…»
«Τῶν
γὰρ τοιούτων ἐστὶν η αντιμισθία τῶν οὐρανῶν… Αυτό ξαναπέστε το, δον
Ραμόν» παρατήρησε ο Αργουέγιες κοιτάζοντας με αντιπάθεια τον Γκιγιέν,
τον οποίο απεχθανόταν. «Σκέφτηκα κι εγώ κάποιες προτάσεις· αλλά είπα να
μην τις προχωρήσω. Πιο χρήσιμο μου φάνηκε να συνθέσω το σόλο για την
τρομπέτα μου».
«Ακριβώς,
παίξτε εσείς την τρομπέτα σας και αφήστε τις νουθεσίες προς το
Υπουργείο, γιατί έτσι όπως πάει το πράγμα, σύντομα θα έχουν γίνει όλα
σκόνη. Κοιτάξτε, φίλε μου Αργουέγιες» (σταματώντας μπροστά από το
γραφείο του ιππότη του Φιλίππου του Δ’, με την μπέρτα του να κρέμεται
από τον έναν ώμο και χειρονομώντας ζωηρά με το δεξί χέρι). «Σ’ αυτή τη
μελέτη έχω αφιερώσει δουλειά ολόκληρων ετών. Μπορεί να έχω δίκιο, μπορεί
και όχι· αλλά ότι πρόκειται για κάτι καλό, ότι εδώ έχουμε μια καλή
ιδέα, γι’ αυτό κανείς δεν αμφιβάλλει». (Όλοι τον άκουγαν με μεγάλη
προσοχή). «Η μελέτη μου αποτελείται από τέσσερα υπομνήματα ή πραγματείες
που φέρουν εύγλωττους τίτλους. Σημείο πρώτον: Νόρμες ηθικής».
«Πολύ σωστά. Η ηθική σέρνει το χορό, έρχεται πρώτη».
«Είναι
ο ακρογωνιαίος λίθος της διοικητικής τάξης. Ηθικοί κανόνες αριστερά,
ηθικοί κανόνες δεξιά, ηθικοί κανόνες παντού. Δεύτερο σημείο: income
tax».
«Το άλφα και το ωμέγα».
«Τέρμα
ο Φόρος Ακίνητης Περιουσίας, οι επιδοτήσεις κι ο Φόρος Κατανάλωσης.
Τους αντικαθιστώ όλους μ’ έναν φόρο εισοδήματος προσαυξημένο μ’ ένα
χαμηλό δημοτικό τέλος, πολύ απλά, πολύ πρακτικά, πολύ ξεκάθαρα· κι
εκθέτω τις ιδέες μου σχετικά με τον τρόπο είσπραξης, τις διαταγές
πληρωμής, τους ελέγχους, τα πρόστιμα, κτλ… Τρίτο σημείο: Απαιτήσεις
τελωνείων. Γιατί, προσέξτε, οι τελωνειακοί δασμοί δεν αποτελούν απλά
τέλη, είναι κυρίως ένα σύστημα προστασίας της εθνικής απασχόλησης.
Θεσμοθετώ ένα υψηλούτσικο χαράτσι που θα εξασφαλίσει την ευμάρεια των
εργοστασίων, και μας βλέπω όλους να ντυνόμαστε με ισπανικά ρούχα».
«Καλύτερα από τα ολλανδικά… Δον Ραμόν, μπροστά σας ο Μπράβο Μουρίγιο θα έβαζε τα κλάματα… Συνεχίστε…»
«Τέταρτο
σημείο: Ουσιαστική ενοποίηση χρέους. Μαζεύω όλα τα χρεόγραφα που
βόσκουν εδώ υπό διάφορες μορφές: τριετή και πενταετή ομόλογα,
τραπεζογραμμάτια, συναλλαγματικές, υποσχετικές, ενυπόθηκους τίτλους,
έντοκα γραμμάτια, και τα αντικαθιστώ με αναλογία 4 προς 100 με ένα
ομόλογο με προνομιακό επιτόκιο έκδοσης… Και τέρμα οι πονοκέφαλοι».
«Δον Ραμόν, εσείς ξέρετε περισσότερα από εκείνο το σίχαμα που ίδρυσε το Υπουργείο».
(Ζωηρές επευφημίες. Ο μοναδικός που σώπαινε ήταν ο Αργουέγιες, που δεν του άρεσε να διασκεδάζει με τις σαχλαμάρες του Γκιγιέν).
«Μη
νομίζετε ότι ξέρω πολλά» (με μετριοφροσύνη)· «απλά βλέπω τα θέματα της
δουλειάς σαν να είναι δικά μου, και θα ήθελα να δω επιτέλους αυτή τη
χώρα να νοικοκυρεύεται. Δεν έχει να κάνει με επιστημονικές γνώσεις, έχει
να κάνει με την καλή θέληση, την υπομονή και τη σκληρή δουλειά. Και
τώρα πείτε μου: εσείς μου δώσατε σημασία; Ε λοιπόν ούτε εκείνοι. Νίπτουν
τας χείρας τους. Θα έρθει μια μέρα που οι Ισπανοί θα περπατάνε
ξυπόλυτοι στον δρόμο και που οι πιο πλούσιοι θα εκλιπαρούν για ένα
κομμάτι ψωμί… εντάξει, δεν θα ζητιανεύουν ακριβώς, γιατί δεν θα υπάρχει
κανένας να τους δώσει ελεημοσύνη. Εκεί οδεύουμε. Και σας ρωτώ: το
θεωρείτε ή δεν το θεωρείτε λογικό να με αποκαταστήσουν στη θέση του
Διοικητικού Διευθυντή; Το θεωρείτε, έτσι δεν είναι; Παρ’ όλα αυτά, θα
πάρετε οτιδήποτε άλλο στα σοβαρά αλλά αυτό θα το περάσετε στο ντούκου.
Χαίρεται».
Έφυγε
καμπουριαστός λες και δεν μπορούσε να αντέξει το βάρος του κεφαλιού
του. Όλοι τον λυπήθηκαν· όμως ο άσπλαχνος Γκιγιέν πάντα σκαρφιζόταν
κάποιον λίβελλο για να του κολλήσει όταν έφευγε.
«Έγραψα
στο χαρτί τα τέσσερα σημεία έτσι όπως τα έλεγε: κύριοι, χτυπήσαμε φλέβα
χρυσού. Ελάτε να δείτε· θεέ μου, τι γέλιο! Κοιτάξτε, κοιτάξτε τους
τέσσερις τίτλους γραμμένους ο ένας κάτω από τον άλλον:
Νόρμες ηθικής
Income tax
Απαιτήσεις τελωνείων
Ουσιαστική ενοποίηση χρέους
Αν διαβάσει κανείς μαζί τα αρχικά γράμματα προκύπτει η λέξη ΝΙΑΟΥ.
Μια έκρηξη γέλιου σήκωσε το γραφείο στον αέρα σκορπώντας τέτοιο κέφι λες και βρίσκονταν στο θέατρο.
Mεταφράζει ο Τάσος Ψάρρης
Ο Πίο Μπαρόχα υ Νέσι (Pío Baroja y Nessi) αποτελεί ένα από τα βασικά μέλη της Γενιάς του 1898, της ομάδας των διανοούμενων που πρωτοστάτησαν υπέρ της ηθικής και κοινωνικής ανασύνταξης της Ισπανίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Γεννήθηκε στο Σαν Σεμπαστιάν το 1872 και πέθανε στη Μαδρίτη το 1956. Έγραψε περίπου 100 έργα, εκ των οποίων 66 μυθιστορήματα. Το ανεπιτήδευτο, λιτό, άκομψο, σκληρό πολλές φορές ύφος του βρήκε πολλούς μιμητές και άσκησε επιρροή σε συγγραφείς όπως ο Χέμινγουεϊ. Οι περισσότεροι από τους ήρωές του είναι μοναχικοί άνθρωποι που άλλοτε είναι ανίκανοι να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους και άλλοτε αναζητούν την περιπέτεια.
Το διήγημα Το ξωτικό (El trasgo) αποτελεί μέρος του πρώτου βιβλίου που εξέδωσε, της συλλογής διηγημάτων Vidas Sombrias (Ζοφερές ζωές, 1900). Είναι η πρώτη φορά που μεταφράζεται στα ελληνικά. Απηχεί προσωπικές εμπειρίες του Μπαρόχα από την εποχή που ήταν ασκούμενος γιατρός σε μια μικρή πόλη της Χώρας των Βάσκων. Το θέμα του, οι θρύλοι και οι προκαταλήψεις της Ισπανίας, είναι ένα από τα αγαπημένα του συγγραφέα.
**
Η τραπεζαρία του πανδοχείου του Αριστόντο, όπου μαζευόμασταν μετά το δείπνο, ήταν για εκείνο το χωριό ότι είναι για μια πόλη μια λέσχη. Ήταν ένα μεγάλο, πολύ μακρύ δωμάτιο, που χωριζόταν από την κουζίνα με μια μεσοτοιχία· η πόρτα της δεν έκλεινε σχεδόν ποτέ, κι έτσι μπορούσες να παραγγείλεις ανά πάσα στιγμή καφέ ή ποτό στη συμπαθέστατη Μαϊντόνι, τη γυναίκα του ιδιοκτήτη, ή τις δυο κόρες της, δύο κοπέλες η μία πιο όμορφη από την άλλη· η μία σοβαρή, αφηρημένη, μ’ αυτό το γλυκό βλέμμα που έχει κάποιος όταν αγναντεύει τον κάμπο· η άλλη ζωηρή και κακότροπη.
Οι τοίχοι αυτού του δωματίου, που ήταν ασβεστωμένοι, ήταν διακοσμημένοι απ’ άκρη σ’ άκρη με διάφορα τεύχη της Ταυρομαχίας, τοποθετημένα με τέλεια συμμετρία και στερεωμένα στον τοίχο με πινέζες που κάποτε ήταν χρυσαφένιες αλλά πλέον ήταν μαύρες και λιγδιάρικες.
Ήταν ολοφάνερο ότι ο Χοσέ Όνα, ο πανδοχέας, είχε βάλει το χεράκι του· ο χαρακτήρας του, τίμιος και ταυτόχρονα καλόκαρδος, και μειλίχιος, όπως υπονοεί και το επίθετό του (Όνα στα βασκικά σημαίνει «καλός»), διαφαινόταν στην τάξη, στη συμμετρία, στην καλοσύνη, αν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσω αυτή τη λέξη, από τα οποία είχε εμπνευστεί η διακόσμηση του δωματίου.
Από το ταβάνι της τραπεζαρίας, που το διέτρεχαν μακριά μαυρισμένα δοκάρια, κρέμονταν δύο λάμπες πετρελαίου απ’ αυτές που χρησιμοποιούν στην κουζίνα. Παρότι έβγαζαν λίγο περισσότερο καπνό παρά φως, φώτιζαν αρκετά καλά το τραπέζι στο κέντρο ‒το «στρογγυλό τραπέζι», να το πούμε έτσι‒ αλλά όχι τόσο καλά τα άλλα, μικρότερα τραπέζια που ήταν διασκορπισμένα στο δωμάτιο.
Πίναμε καφέ εκεί κάθε βράδυ· κάποιοι προτιμούσαν κρασί, και κουβεντιάζαμε λιγάκι: ο νεαρός γιατρός, ο δάσκαλος, ο εργάτης του χυτηρίου, ο Πάτσι ο ταχυδρόμος, ο αρχιφύλακας, και μερικοί άλλοι χαμηλότερου βαθμού και κοινωνικής θέσης.
Επειδή ήμασταν ενορίτες και επιπλέον εκλεκτά πρόσωπα, καθόμασταν στο κεντρικό τραπέζι.
Εκείνη η νύχτα ήταν η παραμονή ενός πανηγυριού, κι επομένως, Τρίτη. Υποθέτω ότι όλοι ξέρουν ότι τα πανηγύρια στην Αριγότια γίνονται κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα· διότι, στο κάτω κάτω της γραφής, η Αριγότια είναι ένα σημαντικό χωριό, με εξήντα-τόσους κατοίκους, χώρια οι γειτονικοί οικισμοί. Λόγω του πανηγυριού, υπήρχε στο πανδοχείο περισσότερος κόσμος απ’ ό,τι συνήθως.
Ο γιατρός και ο δάσκαλος έπαιζαν τη συνηθισμένη τους παρτίδα χαρτιά, όταν μπήκε η γυναίκα του ιδιοκτήτη, η παχύσαρκη και χαμογελαστή Μαϊντόνι, και είπε:
«Γιατρέ μου, δεν μου λέτε: τι γίνονται οι θυγατέρες του Ασπιγιάγα, του σιδερά;»
«Πώς να τα πηγαίνουν; Άσχημα» απάντησε ο γιατρός ενοχλημένος. «Τους έχει στρίψει εντελώς. Η μικρότερη, πού είναι η προσωποποίηση της υστερίας, έπαθε προχθές κρίση. Οι δύο αδερφές της την είδαν να γελάει και να κλαίει χωρίς λόγο, κι άρχισαν να κάνουν κι αυτές το ίδιο. Κλαστική περίπτωση μεταδοτικής νευρασθένειας. Αυτό είναι όλο».
«Και δεν μου λέτε, γιατρέ μου» συνέχισε η γυναίκα του ιδιοκτήτη, «είναι αλήθεια ότι φώναξαν τη μαμή από την Ελισαμπίδε;»
«Έτσι νομίζω. Η μαμή, άλλη τρελή κι αυτή, τους είπε ότι στο σπίτι πρέπει να υπάρχει ένα τελώνιο, και υπέθεσαν ότι το τελώνιο είναι ένας μαύρος γάτος της γειτονιάς που εμφανιζόταν εκεί από καιρό σε καιρό. Άντε τώρα να προσφέρεις ιατρικές υπηρεσίες σ’ αυτές τις ηλίθιες!»
«Ε λοιπόν, αν ήσασταν στη Γαλικία, θα βλέπατε πράματα και θάματα» παρενέβη ο εργάτης του χυτηρίου. «Είχαμε μια υπηρέτρια στο Μονφόρτε που κάθε φορά που της καιγόταν το φαγητό ή έριχνε πολύ αλάτι στην κατσαρόλα, έλεγε ότι το είχε κάνει το ξωτικό. Κι όταν η γυναίκα μου την κατσάδιαζε για την απροσεξία, εκείνη έλεγε ότι άκουγε το ξωτικό να γελάει στη γωνία».
«Τουλάχιστον όμως» είπε ο γιατρός, «είναι γνωστό ότι εκεί τα ξωτικά δεν είναι τόσο άγρια όσο αυτά εδώ πέρα».
«Ω, μην το πιστεύετε! Υπάρχουν διαφόρων ειδών· έτσι τουλάχιστον μας έλεγε η υπηρέτρια που είχαμε στο Μοντφόρτε. Κάποια είναι καλά, φέρνουν στο σπίτι το σιτάρι και το καλαμπόκι που κλέβουν από τους σιτοβολώνες, φροντίζουν τα χωράφια και βουρτσίζουν ακόμα και τις μπότες των ανθρώπων· κάποια άλλα είναι κακά και ξεθάβουν τα λείψανα των παιδιών από τα νεκροταφεία, ενώ, τέλος, κάποια άλλα είναι μεγάλοι χωρατατζήδες: πίνουν τα μπουκάλια με το κρασί στο κελάρι, παίρνουν κομμάτια φαγητό από την κατσαρόλα και βάζουν στη θέση του πέτρες ή διασκεδάζουν κάνοντας φασαρία τη νύχτα, εμποδίζοντας τους ανθρώπους να κοιμηθούν, γαργαλώντας ή τσιμπώντας τους».
«Και είναι αλήθεια;» ρώτησε με αφέλεια ο ταχυδρόμος.
Βάλαμε όλοι τα γέλια ακούγοντας το αθώο καλαμπούρι του ταχυδρόμου.
«Κάποιοι λένε πως είναι» απάντησε ο εργάτης του χυτηρίου συνεχίζοντας το αστείο.
«Λένε για κάποιους ανθρώπους που έχουν δει ξωτικά» πρόσθεσε κάποιος.
«Ναι» αντέτεινε ο γιατρός με επαγγελματικό ύφος. «Σε αυτά τα ζητήματα συμβαίνει πάντα το ίδιο πράγμα. Ρωτάς κάποιον: “Το είδατε;” Και σου απαντάει: “Όχι εγώ, ο γιος της τάδε γριάς που έβοσκε κάπου τα πρόβατα, αυτός όντως το είδε”. Και το αποτέλεσμα είναι όλοι να επιβεβαιώνουν κάτι που δεν είδε κανείς».
«Ίσως να μην είναι ακριβώς έτσι, κύριε» μουρμούρισε μια ταπεινή φωνή πίσω μας.
Γυρίσαμε για να δούμε ποιος μίλησε. Ήταν ένας γυρολόγος που είχε φτάσει στο χωριό το απόγευμα και έτρωγε σ’ ένα τραπέζι δίπλα στο δικό μας.
«Θέλετε να πείτε πως έχετε δει κάποιο απ’ αυτά τα ξωτικά;» ρώτησε ο ταχυδρόμος με περιέργεια.
«Ναι, κύριε».
«Και πώς συνέβη;» ρώτησε ο εργάτης του χυτηρίου κλείνοντας πονηρά το μάτι. «Πείτε μας, καλέ μου κύριε, πείτε μας την ιστορία, κι ελάτε να καθίσετε μαζί μας αν τελειώσατε το φαγητό σας. Σας κερνάμε καφέ και ποτό, σε αντάλλαγμα για την ιστορία, ασφαλώς». Κι ο υπάλληλος έκλεισε ξανά το μάτι.
«Θα σας πω» έκανε ο γυρολόγος καθώς καθόταν στο τραπέζι μας. «Περπατούσα ένα απόγευμα έξω από κάποιο χωριό και με είχε πιάσει το σκοτάδι· η νύχτα ήταν ψυχρή, ήρεμη, γαλήνια· δεν φυσούσε καθόλου. Το τοπίο ήταν εντυπωσιακό· ήταν η πρώτη φορά που ταξίδευα σ’ εκείνη την πλευρά της οροσειράς της Αστούριας, και, για να πω την αλήθεια, φοβόμουν. Ήμουν κουρασμένος από το περπάτημα γιατί κουβαλούσα στην πλάτη μου ένα μεγάλο καλάθι, αλλά δεν τολμούσα να σταματήσω. Η καρδιά μου μού έλεγε ότι στην περιοχή που βρισκόμουν δεν ήμουν ασφαλής.
»Ξαφνικά, χωρίς να καταλάβω ούτε από πού ξεφύτρωσε ούτε πώς, βλέπω δίπλα μου έναν σκελετωμένο, μονόχρωμο, μαυριδερό σκύλο, ο οποίος με πήρε στο κατόπι. Από πού θα μπορούσε να είχε έρθει αυτό το κακάσχημο ζώο; αναρωτήθηκα. Συνέχισα την πορεία μου, πήγαινα, πήγαινα, με τον σκύλο πίσω μου, στην αρχή εκείνος να γρυλίζει, μετά να ουρλιάζει, αν και σιγανά. Για να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσουν τα ουρλιαχτά των σκύλων. Ο σύντροφός μου άρχισε να μου τη δίνει στα νεύρα, και για να απαλλαγώ απ’ αυτόν, σκέφτηκα να τον χτυπήσω με μια βέργα· μόλις όμως γύρισα με τη βέργα στο χέρι, μια ριπή αέρα μου γέμισε με χώμα τα μάτια και τυφλώθηκα εντελώς.
»Την ίδια στιγμή, ο σκύλος άρχισε να γελάει πίσω μου, και από τότε δεν μπορούσα να κάνω τίποτα σωστά· σκόνταψα, έπεσα κάτω, κατρακύλησα σε μια πλαγιά, και ο σκύλος να γελάει ασταμάτητα δίπλα μου. Άρχισα να προσεύχομαι παρακαλώντας να με γλυτώσει ο Άγιος Ραφαήλ, προστάτης όσων βρίσκονται σε δοκιμασία, και ο Άγιος Ραφαήλ με πήρε από εκείνη την περιοχή και με οδήγησε σ’ ένα χωριό.
»Μόλις έφτασα εκεί, ο σκύλος δεν με ακολουθούσε πια. Είχε μείνει πίσω και ούρλιαζε με λύσσα μπροστά σ’ ένα άσπρο σπίτι με κήπο. Διέσχισα το χωριό, ένα ορεινό χωριό με πολύ χαμηλές σκεπές και μαυρισμένα κεραμίδια. Υπήρχε μόνο ένας δρόμος. Όλα τα σπίτια ήταν κλειστά. Μόνο σε μία μεριά του δρόμου υπήρχε ένα παράπηγμα με φως. Ήταν σαν ένας μεγάλος προθάλαμος, με δοκάρια στο ταβάνι και ασβεστωμένους τοίχους. Στο εσωτερικό, ένας ρακένδυτος άντρας που φόραγε μπερέ μιλούσε με μια γριά· οι δυο τους ζεσταίνονταν σε μια παραστιά. Μπήκα μέσα και τους διηγήθηκα τι μου είχε συμβεί.
»”Κι ο σκύλος έμεινε πίσω ουρλιάζοντας;” ρώτησε ο άντρας με ενδιαφέρον.
»”Ναι, ουρλιάζοντας κοντά σ’ εκείνο το άσπρο σπίτι που υπάρχει στην αρχή του δρόμου”.
»”Ήταν το ξωτικό” μουρμούρισε η γριά, ”ήρθε να του αναγγείλει τον θάνατό του”.
»”Τινός; ” ρώτησα τρομαγμένος.
»”Του ιδιοκτήτη εκείνου του άσπρου σπιτιού. Εδώ και μισή ώρα είναι ο γιατρός εκεί μέσα. Θα επιστρέψει σύντομα”.
»Συνεχίσαμε να μιλάμε, και σε λίγο είδαμε τον γιατρό να έρχεται με το άλογο. Μπροστά του πήγαινε ένας υπηρέτης μ’ ένα φανάρι.
»”Ο άρρωστος, γιατρέ; ” ρώτησε η γριά βγαίνοντας στο κατώφλι του παραπήγματος.
»”Πέθανε” απάντησε ξερά μια φωνή.
»”Ορίστε!” είπε η γριά. ” Ήταν το ξωτικό”.
»Τότε πήρε ένα παλούκι και χάραξε στο έδαφος, γύρω της, μια φιγούρα όπως εκείνη που έχουν τα μαυριτανικά νομίσματα, ένα αστέρι με πέντε κορυφές, Ο γιος της έκανε το ίδιο, όπως κι εγώ.
»”Είναι για να ελευθερωθούμε από τα ξωτικά” πρόσθεσε η γριά.
»Και πράγματι, εκείνη τη νύχτα δεν μας ενόχλησαν, και κοιμηθήκαμε ήσυχα…»
Ο γυρολόγος σταμάτησε να μιλάει, και όλοι σηκωθήκαμε για να πάμε στα σπίτια μας.
Περιγραφή: |
Με εκτίμηση, αν όχι με άδολη αγάπη, αλλά και με ειρωνεία και χιούμορ ο Χαβιέρ Μαρίας, ένας μεγάλος συγγραφέας της εποχής μας, φιλοτεχνεί τα ιδιαίτερα πορτρέτα συγγραφέων όπως ο Φώκνερ, ο Κόνραντ, ο Κόναν Ντόυλ, ο Ναμπόκοφ, η Ντίνεσεν, ο Χένρυ Τζέημς. Με σύντομες περιγραφές ιδιωτικών στιγμών και ανασύροντας από τη λήθη λεπτομέρειες, ο Μαρίας αποκαλύπτει το μεγαλείο αλλά και τις μικρότητες αγαπημένων συγγραφέων, ξεσκεπάζει τις ξεκαρδιστικές αλλά και ανησυχητικές μανίες δημιουργών που, για μια φορά, γίνονται μυθιστορηματικοί χαρακτήρες. Το σύνολο των είκοσι συγγραφέων συμπληρώνουν έξι "άπιαστες γυναίκες", υπαρκτά πρόσωπα κι αυτές, που -η καθεμιά με τον δικό της τρόπο- αποφάσισαν να μην ακολουθήσουν την πεπατημένη, όπως τους επέβαλλε η εποχή και το φύλο τους. Δίκην Κολοφώνα, και στους αντίποδες του γραπτού κειμένου, το κεφάλαιο "Τέλειοι καλλιτέχνες" προσφέρει στον αναγνώστη την αληθινή εικόνα των λογοτεχνών που προσωπογραφούνται, σ ένα φωτογραφικό υλικό από την ιδιωτική συλλογή του συγγραφέα. "Μία μοναδική συλλογή σύντομων ιδιοφυών πορτρέτων... Για τον Μαρίας οι μεγάλοι συγγραφείς δεν είναι αινίγματα προς λύση, αλλά παράδοξα προς απόλαυση..." The New York Times Book Review "Ένα θαυμάσιο βιβλίο, που θέλεις να το διαβάζεις ξανά και ξανά". El Periodico "Ο Χαβιέρ Μαρίας εντυπωσιακός και ως δοκιμιογράφος". Frankfurter Rundschau |
| |||||||||||||||||||||||||||||||
Σημειώσεις
Είχε
διαβάσει προφέροντας με προσοχή, σταματώντας στις λέξεις, μεταδίδοντάς
τους όλη την πνοή του καταπιεσμένου πάθους. Έκλεισε το βιβλίο, το
ξανάβαλε πίσω στη ραφιέρα και διέτρεξε με το χέρι του το πρόσωπο, τα
βλέφαρα και το αξύριστο μούσι ανάμεσα από τις αυλακιές των ρυτίδων κι
από τα χείλη που είχαν σκουρήνει από το κάπνισμα. Οι φλέβες του χεριού
του ήταν διογκωμένες και οι κόμποι των δαχτύλων παραμορφωμένοι, κι όλα
αυτά τα πρόσεξε η Αδέλα.
«Του Ρουμπέν Δαρίο είναι αυτό το ποίημα; Μου φάνηκε πολύ ωραίο».
Συγγραφέας
ενός μικρού αριθμού έργων, από τα οποία ξεχωρίζει η τριλογία της
Μαδρίτης του εμφυλίου πολέμου και της αντίστασης στον φασισμό, ο Juan
Eduardo Zúñiga είναι από τους καλλιτέχνες τους οποίους κάθε κοινωνία που
ενδιαφέρεται για τον πολιτισμό και τη δημόσια ηθική θα ήθελε να έχει
στις τάξεις της αποτελώντας σημείο αναφοράς. Θεωρούμενος συγγραφέας της
γενιάς του ’36, ή του ’50, γενιά που αφήνει πίσω της τον εμφύλιο πόλεμο,
ο Zúñiga μεγάλωσε στους κόλπους του ρεύματος που έχουμε συνηθίσει να
αποκαλούμε «κοινωνικό ρεαλισμό», κατάφερε ωστόσο, κυρίως μέσω της
απαράμιλλης αισθητικής του, της ικανότητάς του στον συμβολισμό και των
σιωπών του, να δημιουργήσει μια λογοτεχνία ιδιαίτερη, μια λογοτεχνία που
προτείνει έναν καινούργιο τρόπο παρατήρησης και θέασης των πραγμάτων.
Σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς όπου η ποιότητα προδίδεται για
τριάκοντα αργύρια και η προσωπική γραφή εγκαταλείπεται υπέρ μιας
πεζογραφίας απλουστευτικής και παγκοσμιοποιημένης, ο Zúñiga, δουλεύοντας
αθόρυβα, παράγει μια τέχνη που αναδεικνύει με τον καλύτερο τρόπο τις
αντιφάσεις, τις παραδοχές και τις αντιθέσεις της ζωής και διερευνά τα
πιο ευαίσθητα θέματα της ανθρώπινης φύσης, θέματα εκ πρώτης όψεως
ελάσσονα και αμελητέα.
Το έργο του Zúñiga αποτελεί μια δεξιοτεχνική τοιχογραφία των ανθρώπινων καταστάσεων, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια ανεκτίμητη βοήθεια για τη διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τα διδάγματα και τις εμπειρίες του για να φιλτράρει με τη μέγιστη δυνατή αντικειμενικότητα τα βασικά υπαρξιακά δεδομένα. Σχεδιάζει αληθοφανείς συναισθηματικές καταστάσεις και συνθέτει ανθρώπινες φωνές-εκφραστές συνειδήσεων που βιώνουν έναν μόνιμο σεισμό, τον οποίο μεταδίδουν στον αναγνώστη μετατρέποντάς τον σε καλό αγωγό σκέψης∙ ανθρώπινες φωνές τις οποίες ο αναγνώστης ενδύεται συμμετέχοντας μέσω των λέξεων, των φράσεων και των παραγράφων σε μια πορεία αργή, σε μια ανάγνωση συμπυκνωμένη, σε μια αφηγηματική ροή φορτισμένη. Ο Zúñiga μεταχειρίζεται τους χαρακτήρες του με διακριτικότητα και με σεβασμό στις ιδιαιτερότητές τους. Με τον ίδιο σεβασμό αντιμετωπίζει και τις λεπτομέρειες του περιβάλλοντος όπου ζουν, οι οποίες δημιουργούν μια ατμόσφαιρα υποβλητική, μυστηριακή, τεταμένη. Οι χαρακτήρες του, συχνά αιχμάλωτοι μιας υποδόριας βαρβαρότητας, οικοδομούν τα βιώματά τους μέσα από μια ομίχλη έρωτα ικανή να σκεπάσει τα πάντα, και με μια ελπίδα που δεν την αποχωρίζονται ποτέ. Αυτή η λογοτεχνική μεταχείριση τους κάνει να παρουσιάζονται μόνιμα παραδομένοι σε μια συγκινησιακή φόρτιση που φαντάζει αναγκαία.
Ο Zúñiga είναι ένας συγγραφέας από τον οποίο μαθαίνουμε διαρκώς. Κύρια επιδίωξή του είναι να φανερώσει την εκτίμηση που τρέφει για την εργατική τάξη, μια εκτίμηση που υποδηλώνει ένα είδος κοινωνικής συνείδησης διόλου στοχαστικής, κι έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφέρεται για την ηθογραφία και τον τοπικισμό αλλά για την πραγματική προέλευση των πραγμάτων, για τα αρχικά τους κίνητρα, που δρα οπλισμένος με μια γλωσσική δυναμική διόλου συνηθισμένη στη σύγχρονη λογοτεχνία. Αυτή η γλωσσική δυναμική στηρίζεται σε δομές που ανασυνθέτουν τόσο τον κλασικισμό όσο και την πρωτοπορία, διηθώντας μας στον ειρμό των πιο παραδοσιακών αλλά και των πιο νεωτεριστικών εκφραστικών μορφών. Επομένως, το έργο του Zúñiga είναι κάτι παραπάνω από τεχνική: είναι η ανακάλυψη του ηθικού-καλλιτεχνικού-λογοτεχνικού ανθρώπου, γι’ αυτό και πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη.
Η λογοτεχνική και κοινωνική δράση του Zúñiga έμειναν για πολύ καιρό στο σκοτάδι. Τα τρία βιβλία του για τους κατοίκους της πολιορκημένης και βομβαρδισμένης Μαδρίτης, Largo Noviembre de Madrid, La tierra será un paraíso και Capital de la gloria, όπως και άλλα γραπτά του, δεν βγήκαν στο φως παρά μόνο μετά την παλινόρθωση της δημοκρατίας. (Ο ίδιος, όταν ρωτήθηκε για τα αιτία αυτής της καθυστέρησης, απάντησε λακωνικά: «Δεν ήταν η ώρα τους»). Αυτός είναι κι ο λόγος που τα κείμενά του δονούνται κάτω από ένα υπόστρωμα ιστορικών ψεμάτων που στοιχειώνουν τη ζωή των ανθρώπων, ψέματα εδραιωμένα σε χρονικό διάστημα πολλών ετών. Σκοπός αυτών των κειμένων, σκοπός επομένως του Zúñiga, «δεν είναι μόνο να κοιτάξω με μάτια τεντωμένα αυτό που βρίσκεται μπροστά, αλλά να διαβλέψω αυτό που προσπαθεί να κρυφτεί από εμάς», επισημαίνει σε μια συνέντευξή του στον Javier Goñi. Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που λέει ο αφηγητής στο διήγημα Νοέμβριος, η μητέρα, 1936: «Κανείς δεν νοιάζεται για τον ξένο πόνο κι ακόμα περισσότερο για την επίπονη εσωτερική διαδικασία της ωρίμανσης η οποία απαιτεί χρόνο για να γίνει κατανοητή, γι’ αυτό και κανένας οικείος δεν συνειδητοποιεί αυτή τη μετάβαση προς την κατανόηση των όσων μας περιβάλουν, προς την αλήθεια του κόσμου στον οποίο ζούμε, μια κατανόηση που ρίχνει φως στη συνείδηση, που φωτίζει και αποκαλύπτει μια θλιβερή αλυσίδα από συνήθειες, από αποδοχές ανόητων ή επικίνδυνων λογικών που προκάλεσαν δάκρυα και που, πολύ κοντά, στις παρυφές της μεσοαστικής σταθερότητας, έκανε οστεωμένα χέρια διαμαρτυρίας να σηκωθούν∙ ακόμα πιο δυσκολονόητο είναι το ότι κάποια μέρα αυτή η επίγνωση της κατανόησης κάνει ξαφνικά την εμφάνισή της και η λάμψη της αναστατώνει, και πλέον αφιερωνόμαστε στο να ψάχνουμε όλο και περισσότερο μέσα στις αναμνήσεις ή στα καταπιεσμένα μας αισθήματα για να ξαναβρούμε έναν άλλο άνθρωπο που έζησε μέσα μας αλλά έξω από τη συνείδησή μας…»
Γεννήθηκε το 1927 στη Μαδρίτη, πόλη που κατέχει μόνιμη θέση στα βιβλία του και στην οποία έζησε καθ’ όλη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, γεγονός που τον σημάδεψε βαθειά. Επιστρατεύτηκε στα τέλη του 1937, αλλά εξαιτίας της άσχημης φυσικής του κατάστασης, υπηρέτησε σε βοηθητικές μονάδες. Σπούδασε στη Μαδρίτη Καλές Τέχνες και Φιλοσοφία και ειδικεύτηκε στον ισπανικό 19ο αιώνα και τη σλαβική λογοτεχνία, κυρίως τη ρωσική και τη βουλγαρική.
Από τα έργα του ξεχωρίζει μια βιογραφία του Τουργκένιεφ με τίτλο Los imposibles afectos de Ivan Turgueniev (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Πατάκη με τίτλο Τα αβέβαια πάθη του Ιβάν Τουργκένιεφ), διάφορα δοκίμια για ρώσους συγγραφείς και αμέτρητα κείμενα και μελέτες για τον βουλγαρικό πολιτισμό, ανάμεσα στα οποία το βιβλίο La historia de Bulgaria. Έχει μεταφράσει σημαντικούς μυθιστοριογράφους και ποιητές των χωρών της ανατολικής Ευρώπης, καθώς και πορτογάλους πεζογράφους όπως ο Urbano Tavares Rodrigues και ο Mario Dionisio. Για τη ισπανική έκδοση του έργου του πορτογάλου συγγραφέα Antero de Quental τού απενεμήθη το 1987 το Εθνικό Βραβείο Μετάφρασης.
Το 1951 δημοσίευσε το πρώτο του μυθιστόρημα Inútiles totales και λίγο αργότερα, το 1962, το μυθιστόρημα El coral y las aguas. Από το 1962 ως το 1967 αναγκάστηκε, για βιοποριστικούς λόγους, να εργαστεί ως κριτικός και μεταφραστής. Το 1967 έγραψε το δοκίμιο Los artículos sociales de Mariano José de Larra και το 1980 δημοσίευσε τη συλλογή διηγημάτων Largo noviembre de Madrid με θέμα τις συνθήκες που επικρατούσαν στη Μαδρίτη την περίοδο του εμφυλίου πολέμου. Το βιβλίο αυτό, ένα από τα καλύτερα που γράφτηκαν ποτέ για τον ισπανικό αλληλοσπαραγμό, έγινε best seller και ανατυπώθηκε άλλες δύο φορές.
Το 1983 κέρδισε το βραβείο Premio Opera Optima που απονέμει η Ένωση Συγγραφέων και τον ίδιο χρόνο δημοσίευσε το El anillo de Puskin, ένα είδος δοκιμιακού διηγήματος. Το 1986 εκδόθηκε το La tierra será un paraíso, βιβλίο με το ο οποίο τρία χρόνια αργότερα ήταν φιναλίστ για το Εθνικό Βραβείο Κριτικών και ένα χρόνο μετά για το Εθνικό Βραβείο Συγγραφής. Στις 21 Απριλίου 1992 δημοσίευσε το Misterios de las noches y los días, μια συλλογή σαράντα μικρών διηγημάτων με την οποία το 1993 ήταν φιναλίστ για το λογοτεχνικό βραβείο Elle και το Εθνικό Βραβείο των Ισπανικών Γραμμάτων.
Τον
Απρίλιο του 1999 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του Flores de plomo, ένα
χρονικό βασισμένο σε ιστορικά στοιχεία γύρω από την αυτοκτονία του
Mariano José de Larra σε ηλικία 28 ετών στη Μαδρίτη. Το 2003 ο
συγγραφέας των Largo noviembre de Madrid και La tierra será un paraíso
ολοκλήρωσε την τριλογία της Μαδρίτης και του εμφυλίου πολέμου με το έργο
Capital de la gloria, έναν δεκάλογο διηγημάτων που εικονογραφούν τις
τελευταίες ελεύθερες μέρες της ισπανικής πρωτεύουσας, με το οποίο
κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Κριτικών και το Βραβείο Salambó.
Σημ.
Το παραπάνω διήγημα είναι από το βιβλίο του "Capital de la Gloria" που
τιμήθηκε με Εθνικό Βραβείο Κριτικών και το Βραβείο Salambo.
Rupert Alexander Fiske-Harrison (Λονδίνο, Ηνωμένο Βασίλειο, 22 Ιουλίου 1976) είναι ένας Άγγλος συγγραφέας και ηθοποιός ο οποίος έγινε ο κορυφαίος ερασιτέχνης Anglo ταύρους μετά την προπόνηση ως ταυρομάχος που εκτελούνται για την έρευνα βραβευμένο βιβλίο του (στα αγγλικά), Into The Arena: Το World Of The ισπανική ταυρομαχία, και το blog του «The Last Arena: Σε αναζήτηση Η ισπανική ταυρομαχία» (η οποία είναι εν μέρει διαθέσιμες στα ισπανικά, όπως "The Last Arena:. Σε αναζήτηση του Corrida De Toros») Λόγω του συνδυασμού της πρακτικής και θεωρητικής εργασίας στον κόσμο των ταυρομαχιών, πήρε το όνομά του από την εφημερίδα The Times του Λονδίνου "ταυρομάχος-φιλόσοφος».
Αυτός είναι ο νεότερος γιος ενός τραπεζίτη επενδύσεων από το «The City» του Λονδίνου, και καταγόταν από μια οικογένεια της αγγλικής, οι Fiskes, ο οποίος ήρθε στη βρετανική περιοχή του East Anglia και Βίκινγκς το 991 μ.Χ. στη μάχη του Maldon . Ήταν μορφωμένος στα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Λονδίνου στη βιολογία και τη φιλοσοφία. Γράφει, μεταξύ άλλων, The Times, The New York Times , η Financial Times , η περιοδικά GQ , και The Spectator και μίλησε στο CNN , το BBC , Al-Jazeera , NPR (National Public Radio στις Ηνωμένες Πολιτείες), και της Αυστραλίας Broadcasting Corporation (Australian Broadcasting Corporation).
Διδάχτηκε για ταυρομαχίες από ερασιτέχνες που ασκήθηκε, και ο γιος του πρώην Προέδρου της Ισπανίας, Adolfo Suárez Illana , και από τους φίλους σας Juan José Padilla , Cayetano Rivera Ordóñez και Eduardo Miura Dávila. πιο αξιοσημείωτη εμφάνισή του ήταν Σκότωσε έναν ταύρο από σίδηρο σε Saltillo de Moreno de la Cova σε ένα φεστιβάλ μπροστά από ταυρομάχους , τους αγρότες και Grandee της Σεβίλλης και της Ronda .
Έχει δώσει διαλέξεις πάνω σε ταυρομαχίες στην Σεβίλλη Πανεπιστήμιο , αναφερώμενος στη σχετική σ κουλτούρα των ταύρων και αφιερονοντας ολμιλλιες στόνπρέσβη της Ισπανίας, του Ηνωμένου Βασιλείου , Federico Trillo , στο Reform Club στο Λονδίνο, όπου και τού απεδόθη ένα βραβείο για την αποκάλυψη της λειτουργίας των ταύρων στην Cuéllar , Σε ένα χωριό στην Castilla y León έχει την παλαιότερη λειτουργία της Ισπανίας και είναι ένα από τα del7 '7 'Παγκοσμίου Δρομείς Team' »στην Παμπλόνα .
Ο Ραφαέλ βρισκόταν δεκατέσσερις μήνες μέσα στο στενό κελί.
Τον
κόσμο του αποτελούσαν εκείνοι οι τέσσερις τοίχοι, που ήταν βαμμένοι με
το απαίσιο άσπρο χρώμα του οστού, και που τις χαραμάδες και τα σκασίματά
του ήξερε από μνήμης· ο ήλιος του ήταν το ψηλό παραθυράκι με τη
σταυρωτή σιδεριά που έκοβε στα δύο τον γαλάζιο λεκέ του ουρανού· κι από
το πάτωμα μήκους οκτώ βημάτων μετά βίας τού ανήκε το μισό εξαιτίας
εκείνης της απίστευτης στριγγής αλυσίδας που ο κρίκος της, εισχωρώντας
στον αστράγαλό του, είχε σχεδόν γίνει ένα με τη σάρκα του.
Ήταν
καταδικασμένος σε θάνατο, κι ενώ στη Μαδρίτη έριχναν μια τελευταία
ματιά στη χαρτούρα του φακέλου του, εκείνος έβλεπε τους μήνες να περνούν
εκεί μέσα αποκομμένος από τα εγκόσμια, σαπίζοντας, σαν ένα ζωντανό
πτώμα, σ’ εκείνο το φέρετρο από κονίαμα, ανυπομονώντας, σαν ένα
στιγμιαίο κακό που θα απέτρεπε άλλα μεγαλύτερα, να φτάσει η ώρα που θα
του έσφιγγαν τον λαιμό, δίνοντας επιτέλους ένα οριστικό τέλος σε όσα
συνέβαιναν.
Αυτό
που τον ενοχλούσε περισσότερο ήταν η καθαριότητα· εκείνο το πάτωμα που
το σκούπιζαν και το έτριβαν καθημερινά σε βαθμό ώστε η υγρασία,
διαπερνώντας το κιλίμι του, να του φτάνει μέχρι τα κόκκαλα· εκείνοι οι
τοίχοι, που πάνω τους δεν άφηναν τον παραμικρό κόκκο σκόνης. Ως και τη
συντροφιά της βρωμιάς απαγόρευαν στον κρατούμενο. Απόλυτη μοναξιά. Όταν
εμφανίζονταν αρουραίοι, έβρισκε παρηγοριά με το να μοιράζεται μαζί τους
το λιγοστό του φαγητό και να τους μιλάει λες και ήταν καλοί του φίλοι·
όταν έβρισκε καμιά αράχνη στις γωνιές, περνούσε τον χρόνο του
εξημερώνοντάς την.
Τη
μόνη ζωή που ήθελαν μέσα σ’ εκείνο τον τάφο ήταν η δική του. Κάποια
μέρα, πόσο καθαρά το θυμόταν ο Ραφαέλ!, έσκασε μύτη στο κελί ένα
σπουργίτι, θαρρείς ένα ανυπάκουο παιδί. Ο πλάνης του φωτός και του αέρα
τιτίβιζε σαν να εξέφραζε την έκπληξή του που έβλεπε εκεί κάτω εκείνον το
κιτρινισμένο και κοκαλιάρη απόκληρο, να τρέμει από το κρύο μέσα στο
κατακαλόκαιρο, με κάτι πανιά δεμένα στα μηλίγγια και ένα κουρέλι από την
κουβέρτα δεμένο γύρω από τα νεφρά. Πρέπει να τον τρόμαξε εκείνο το
σκελετωμένο και ωχρό πρόσωπο με την ασπρίλα του μασημένου χαρτιού· του
προκάλεσε φόβο η παράξενη αμφίεση ερυθρόδερμου και το έβαλε στα πόδια,
κουνώντας τα φτερά του θαρρείς για να λυτρωθεί από τη μυρωδιά τάφου και
σάπιου μαλλιού που ανέδιδε το κελί.
Η
μοναδική ένδειξη ζωής προερχόταν από τους συγκρατούμενους που
περιδιάβαιναν στο προαύλιο. Εκείνοι τουλάχιστον έβλεπαν ανοιχτό ουρανό
πάνω από τα κεφάλια τους, δεν κατάπιναν τον αέρα μέσα από μια
πολεμίστρα· τα πόδια τους ήταν ελεύθερα και όλο και κάποιον είχαν να
μιλήσουν. Ακόμα κι εκεί μέσα η δυστυχία είχε τις διαβαθμίσεις της. Ο
Ραφαέλ μάντευε την αιώνια ανθρώπινη δυσαρέσκεια. Ζήλευε τους άλλους στο
προαύλιο, θεωρώντας την κατάστασή τους ως μία από τις πλέον επιθυμητές.
Οι κρατούμενοι ζήλευαν τους έξω, εκείνους που απολάμβαναν την ελευθερία
τους. Ίσως όσοι τριγύριζαν εκείνη την ώρα στους δρόμους να μην ήταν
ευχαριστημένοι με την τύχη τους, λαχταρώντας ένας Θεός ξέρει πόσα
πράγματα...! Τι καλή που είναι η ελευθερία...! Τους άξιζε να είναι
φυλακισμένοι.
Βρισκόταν
στο τελευταίο σκαλί της δυστυχίας. Κάποτε, σε μια κρίση απελπισίας,
είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει τρυπώντας το πάτωμα, κι από τότε οι
φύλακες τον παρακολουθούσαν αδιάκοπα, εξοντωτικά. Όταν τραγουδούσε, του
επέβαλλαν τη σιωπή. Μια φορά θέλησε να διασκεδάσει σιγομουρμουρίζοντας
μονότονα τις προσευχές που του έμαθε η μάνα του και από τις οποίες
θυμόταν μόνο κάποια αποσπάσματα, και τον διέταξαν να πάψει. Μήπως
προσπαθούσε να το παίξει τρελός; Θεέ μου, ατέλειωτη σιωπή! Ήθελαν να
διατηρείται ακμαίος, υγιής στο σώμα και το πνεύμα, ώστε ο δήμιος να μην
βάλει χέρι σε φθαρμένη σάρκα.
Τρελός!
Δεν ήθελε να καταντήσει έτσι· ο ενταφιασμός όμως, η ακινησία και εκείνο
το λιγοστό και άθλιο συσσίτιο τον εξόντωναν. Είχε παραισθήσεις· μερικές
νύχτες, μόλις έκλεινε τα μάτια ενοχλημένος από το επιτρεπόμενο φως, που
δεκατέσσερις μήνες δεν είχε καταφέρει να συνηθίσει, τον τρόμαζε η
αλλόκοτη σκέψη ότι, ενώσω κοιμόταν, οι εχθροί του, εκείνοι που ήθελαν να
τον σκοτώσουν και τους οποίους δεν γνώριζε, έκαναν το στομάχι του να
ανακατεύεται. Γι’ αυτό τον βασάνιζαν με φοβερές σουβλιές.
Την
ημέρα δεν σταματούσε να σκέφτεται το παρελθόν του, η μνήμη του όμως
ήταν τόσο θολωμένη ώστε νόμιζε ότι αναψηλαφούσε την ιστορία κάποιου
άλλου.
Θυμόταν
την επιστροφή στο γενέθλιο χωριουδάκι του, μετά από την πρώτη του
κάθειρξη για διάφορες βιαιοπραγίες· τη φήμη που είχε σε όλη την
περιφέρεια, τους θεατές που τον επευφημούσαν με ενθουσιασμό στην ταβέρνα
της πλατείας: Τι άγριος που είναι ο Ραφαέλ! Η καλύτερη κοπέλα του
χωριού ήθελε να τον παντρευτεί, περισσότερο από φόβο και σεβασμό παρά
από έρωτα. Οι αξιωματούχοι του Δήμου του χάρισαν ένα τουφέκι αγροφύλακα
αποβλέποντας στην εκμετάλλευση της βαρβαρότητάς του στις εκλογές.
Βασίλευε χωρίς αντίπαλο σε όλη την περιοχή. Οι άλλοι, οι ηττημένοι, ήταν
υποχείριά του, μέχρι που είδαν κι απόειδαν και βρήκαν προστασία σε
κάποιον τραμπούκο που κι αυτός μόλις είχε βγει από τη φυλακή, στέλνοντάς
τον να τα βάλει με τον Ραφαέλ.
Κύριε
των δυνάμεων! Η επαγγελματική του τιμή βρισκόταν σε κίνδυνο. Έπρεπε να
δώσει ένα μάθημα σ’ εκείνο το υποκείμενο που του έκλεβε το ψωμί. Μοιραία
λοιπόν, του έστησε καρτέρι και του έριξε μια τουφεκιά ακριβείας,
αποτελειώνοντάς τον με το κοντάκι για να μην γκαρίξει και λυσσάξει άλλο.
Με
λίγα λόγια... αντρικές δουλειές! Και μετά, η φυλακή, όπου βρήκε παλιούς
συντρόφους· η δίκη, στην οποία όλοι όσοι μέχρι τότε τον φοβόντουσαν
έπαιρναν εκδίκηση για τον τρόμο που τους είχε προκαλέσει καταθέτοντας
εναντίον του· η φριχτή καταδίκη και εκείνοι οι καταραμένοι δεκατέσσερις
μήνες της αναμονής μέχρι να φτάσει από τη Μαδρίτη ο θάνατος που,
κρίνοντας από τη μεγάλη καθυστέρηση, σίγουρα ερχόταν με το κάρο.
Δεν
του έλειπε το θάρρος. Σκεφτόταν τον Χουάν Πορτέλα, τον όμορφο Φρανθίσκο
Εστέμπαν, όλα εκείνα τα ατρόμητα παλικάρια που τα κατορθώματά τους,
εξιστορημένα σε μπαλάντες, είχε ακούσει πάντα με ενθουσιασμό, και ήξερε
ότι είχε κι εκείνος την ίδια γενναιότητα για να αντιμετωπίσει αυτή την
τελευταία δοκιμασία.
Κάποιες
νύχτες όμως πεταγόταν από το κιλίμι του λες και τον είχε χτυπήσει
κεραυνός, κάνοντας την αλυσίδα να τρίζει θλιμμένα. Φώναζε σαν μωρό, και
ταυτόχρονα το μετάνιωνε προσπαθώντας μάταια να καταπνίξει τις κραυγές
του. Κάποιος άλλος φώναζε μέσα του· κάποιος που μέχρι τότε δεν είχε
γνωρίσει, που φοβόταν και κλαψούριζε, και που ηρεμούσε μόνο αφού είχε
πιει πρώτα μισή ντουζίνα φλιτζάνια από εκείνο το καυτερό αφέψημα από
χαρούπι και σύκο που στη φυλακή ονόμαζαν καφέ.
Από
τον παλιό Ραφαέλ, που ήθελε να πεθάνει για να τελειώνει μια ώρα
αρχύτερα, το μόνο που είχε μείνει ήταν το περιτύλιγμα. Ο καινούργιος,
εκείνος που είχε γεννηθεί μέσα σ’ εκείνο τον τάφο, σκεφτόταν με τρόμο
ότι είχαν ήδη περάσει δεκατέσσερις μήνες κι ότι αναπόφευκτα το τέλος
ήταν κοντά. Θα περνούσε ευχαρίστως άλλους δεκατέσσερις μέσα σ’ εκείνη τη
δυστυχία.
Ήταν
τρομαγμένος· προαισθανόταν ότι η συμφορά πλησίαζε. Την έβλεπε παντού:
στα πρόσωπα που ξεμύτιζαν γεμάτα περιέργεια στο παραθυράκι της πόρτας·
στον παπά των φυλακών, που πλέον ερχόταν κάθε απόγευμα, λες κι εκείνο το
μολυσμένο κελί ήταν το καταλληλότερο μέρος για να μιλήσει κανείς μ’
έναν άνθρωπο και να καπνίσει ένα τσιγάρο. Λάθος, μεγάλο λάθος!
Οι
ερωτήσεις δεν θα μπορούσαν να τον αναστατώνουν περισσότερο. Ήταν καλός
χριστιανός; Ναι, πάτερ. Σεβόταν τους παπάδες, δεν είχε πει ποτέ την
παραμικρή άσχημη κουβέντα εναντίον τους. Για την οικογένειά του δεν είχε
κάτι να πει. Οι δικοί του είχαν φύγει όλοι για το βουνό για να
πολεμήσουν υπέρ του νόμιμου βασιλιά, γιατί έτσι τους διέταξε ο εφημέριος
του χωριού. Και για να αποδείξει ότι ήταν χριστιανός, έβγαζε από τα
κουρέλια που κάλυπταν το στήθος του μια λιγδιάρικη αρμαθιά από χαϊμαλιά
και μενταγιόν.
Στη
συνέχεια ο παπάς τού μιλούσε για τον Ιησού, για τον Υιό του Θεού ο
οποίος είχε βιώσει μια κατάσταση παρόμοια με τη δική του. Αυτός ο
παραλληλισμός ενθουσίαζε τον φτωχοδιάβολο. Τι τιμή...! Παρ’ όλο όμως που
αυτή η ομοιότητα τον κολάκευε, ήθελε να πραγματοποιηθεί με όσο το
δυνατόν μεγαλύτερη καθυστέρηση.
Έφτασε
η μέρα όπου έσκασε σαν κανονιά στο κεφάλι του η φριχτή είδηση. Η
διαδικασία στη Μαδρίτη είχε ολοκληρωθεί. Ο θάνατος πλησίαζε, με μεγάλη
ταχύτητα: με τον τηλέγραφο.
Όταν
ένας υπάλληλος του είπε ότι η γυναίκα του μαζί με το κοριτσάκι που είχε
γεννηθεί ενώ εκείνος ήταν κρατούμενος βρίσκονταν έξω από τη φυλακή
ζητώντας να τον δουν, δεν υπήρχε πια καμία αμφιβολία. Το γεγονός και
μόνο ότι εκείνη είχε έρθει από το χωριό υποδήλωνε ότι το τέλος ήταν
κοντά.
Άρχισε
να σκέφτεται την πιθανότητα να ζητήσει χάρη, και γαντζώθηκε με λύσσα
πάνω από εκείνη την τελευταία ελπίδα από την οποία πιάνονται όλοι οι
δυστυχισμένοι. Πολλοί το είχαν καταφέρει, γιατί όχι κι αυτός; Εξάλλου,
δεν κόστιζε τίποτα σ’ εκείνη την καλή κυρία στη Μαδρίτη να του χαρίσει
τη ζωή· το μόνο που χρειαζόταν ήταν να υπογράψει ένα φιρμάνι.
Όλους
τους επίσημους νεκροθάφτες που τον επισκέπτονταν από καθήκον ή από
περιέργεια, δικηγόρους, παπάδες και δημοσιογράφους, τους ρωτούσε,
τρέμοντας και ικετεύοντας, λες και μπορούσαν να τον σώσουν:
«Τι πιστεύετε; Θα υπογράψει το φιρμάνι;»
Την
επόμενη μέρα θα τον πήγαιναν στο χωριό του, δεμένο και με συνοδεία, σαν
ένα άγριο ζώο που μεταφέρεται στο σφαγείο. Βρισκόταν ήδη εκεί ο δήμιος
μαζί με τα συμπράγκαλά του. Η γυναίκα, μια εύσωμη μελαχρινή με χοντρά
χείλη και σμιχτά φρύδια, περίμενε στην πόρτα της φυλακής να τον δει να
βγαίνει, κουνώντας την αεράτη φούστα της με τα απανωτά μεσοφόρια που
ανέδινε μια βαριά μυρωδιά στάβλου.
Έμοιαζε
ξαφνιασμένη που βρισκόταν εκεί. Στο χαζό της βλέμμα διάβαζε κανείς
περισσότερο σαστιμάρα παρά πόνο, και μόνο όταν κοίταζε το πλασματάκι που
ήταν γαντζωμένο στο τεράστιο στήθος της άφηνε κάποια δάκρυα να τρέξουν.
Για
όνομα του Θεού! Τι ντροπή για την οικογένεια! Ήξερε καλά ότι εκείνος ο
άνθρωπος θα κατέληγε έτσι! Μακάρι να μην είχε γεννηθεί το μωρό!
Ο
παπάς των φυλακών προσπαθούσε να την παρηγορήσει. Συμβιβασμός: όταν θα
έμενε χήρα, θα μπορούσε να βρει έναν άντρα που θα την έκανε περισσότερο
ευτυχισμένη. Αυτά τα λόγια φαίνονταν να την ενθουσιάζουν, και μάλιστα
έφτασε στο σημείο να μιλήσει για τον πρώτο της αρραβωνιαστικό, ένα καλό
παιδί που είχε αποσύρει το ενδιαφέρον του επειδή φοβόταν τον Ραφαέλ, και
που τώρα τη γυρόφερνε στο χωριό και τους αγρούς λες και κάτι ήθελε να
της πει.
«Όχι.
Άντρες υπάρχουν πολλοί» έλεγε ήρεμα εκείνη με μια υποψία χαμόγελου.
«Είμαι πολύ θρησκόληπτη. Αν πάρω άλλον άντρα, θέλω να μου τον στείλει ο
Θεός».
Και
βλέποντας την έκφραση έκπληξης στο πρόσωπο του παπά και των φρουρών
της πύλης, επανήλθε στην πραγματικότητα και ξανάρχισε να κλαίει με το
ζόρι.
Το
σούρουπο έφτασε η είδηση. Είχε όντως δοθεί χάρη. Εκείνη η κυρία στη
Μαδρίτη που ο Ραφαέλ τη φανταζόταν γεμάτη με τα πλούτη και τα στολίδια
που μόνο στις Αγίες Τράπεζες μπορεί να δει κανείς, είχε ενδώσει στα
τηλεγραφήματα και τις ικεσίες του παρατείνοντας τη ζωή του.
Η απονομή χάριτος προκάλεσε πανδαιμόνιο στη φυλακή, λες και όλοι οι κατάδικοι είχε λάβει εντολή αποφυλάκισης.
«Χαμογέλα,
κορίτσι μου» έλεγε ο παπάς στη γυναίκα του κρατούμενου στην καταρρακτή.
«Ο άντρας σου δεν θα πεθάνει. Δεν θα μείνεις χήρα».
Η κοπέλα ήταν σιωπηλή, λες και πάλευε με σκέψεις που πλημμύριζαν αργά και βασανιστικά το μυαλό της.
«Ωραία» είπε στο τέλος με ηρεμία. «Και πότε θα βγει;»
«Πότε
θα βγει…! Είσαι τρελή; Ποτέ. Πρέπει να ευχαριστεί την τύχη του που
γλύτωσε. Θα πάει στην Αφρική, είναι νέος και δυνατός, μπορεί να ζήσει
άλλα είκοσι χρόνια».
Η γυναίκα έκλαψε για πρώτη φορά με όλη της την ψυχή· τα δάκρυά της όμως δεν ήταν δάκρυα λύπης, αλλά απελπισίας, οργής.
«Ηρέμησε,
κορίτσι μου» έλεγε ο παπάς ενοχλημένος. «Μην βάζεις σε πειρασμό τον
Κύριο. Του χάρισαν τη ζωή, το καταλαβαίνεις; Δεν τον βαραίνει πια η
θανατική καταδίκη... Τι άλλο θες;»
Η εύσωμη κοπέλα συγκράτησε τα δάκρυά της. Τα μάτια της έλαμψαν με μια έκφραση μίσους.
«Εντάξει, δεν θα πεθάνει... Χαίρομαι. Εκείνος θα σωθεί, εγώ όμως...;»
Και
μετά από παρατεταμένη σιωπή, πρόσθεσε ανάμεσα από βογγητά που έκαναν το
μελαχρινό και φλογερό της δέρμα, το οποίο ανέδιδε μια άγρια μυρωδιά, να
τρέμει:
«Ο μόνος καταδικασμένος εδώ είμαι εγώ».
ΕΚΤΩΣ ΑΠΟ ΔΥΟ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΛΟΡΚΑ Ο ΓΚΙΜΠΣΟΝ ΕΓΡΑΨΕ ΚΑΙ ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΤΑΛΙ ΠΟΥ ΕΞΗΓΕΙ ΠΙΟΙ ΗΤΑΝ ΟΙ ΛΟΓΟΙ ΠΟΥ ΕΞΩΘΗΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΛΙΤΕΧΝΗ ΣΤΟΝ ΦΡΑΝΚΙΣΜΟ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ ΔΕΝ ΗΤΑΝ ΠΑΡΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΓΙΑ ΤΑ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ. I. Γκίμπσον μίλησε στους δημοσιογράφους για τη σχέση τού Λόρκα με την Ελλάδα. Αναφέρθηκε σε λησμονημένα ποιήματα και πεζά που ο Λόρκα έγραψε σε ηλικία 19-20 χρόνων και στα οποία εκφράζει μια αγωνία για τον τρόπο που ο καθολικισμός αντιμετωπίζει το σώμα και τη σεξουαλικότητα. O νεαρός Λόρκα εκφράζει ένα μίσος για τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και μια βαθιά αγάπη για τον Χριστό. Για τον Λόρκα, ο Χριστός ήταν ο «θεός που είχε προδοθεί». «Στο σημείο αυτό ο Λόρκα συνάντησε την ελληνική μυθολογία», τόνισε ο I. Γκίμπσον. «H ελληνική μυθολογία ήταν μια απελευθέρωση για τον Λόρκα, και την ανακάλυψε μέσω της "Θεογονίας" του Ησίοδου». Κατά κάποιο τρόπο, ο Λόρκα συγχώνευσε την αγάπη του για τον Χριστό με την αρχαία ελληνική μυθολογία και αυτό φαίνεται καθαρά σε ένα ποίημα με τίτλο «H θρησκεία του μέλλοντος», το οποίο ο I. Γκίμπσον πρόκειται να διαβάσει απόψε. «Μέσω της ελληνικής μυθολογίας, αλλά και μέσω του ποιητή Ρουμπέν Νταρίο, ο οποίος ήταν Παραγουανός αλλά είχε ταυτιστεί με την Ισπανία, ο Λόρκα συνειδητοποίησε ότι είναι άνθρωπος της Μεσογείου και είχε σκοπό να ανακαλύψει τον πολιτισμό της. Δεν πρόλαβε». O I. Γκίμπσον τόνισε επίσης ότι όντας άνθρωπος του θεάτρου, ο Λόρκα είχε επηρεαστεί πολύ από τον Χορό της αρχαίας τραγωδίας. «O αρχαίος ελληνικός Χορός τον βοήθησε να γράψει τα δικά του θεατρικά έργα, ιδίως το "Γέρμα"», υπογράμμισε ο I. Γκίμπσον.
Επιπλέον, σε ένα άλλο νεανικό έργο, ο Λόρκα παρουσιάζει έναν φανταστικό διάλογο ανάμεσα στον Πλάτωνα και τη Σαπφώ με θέμα την ομοφυλοφιλία. Ηταν την εποχή που ο Λόρκα αναζητούσε εναγωνίως τη σεξουαλική του ταυτότητα, σε έναν τόπο βαθιά συντηρητικό, όπως ήταν τότε η Γρανάδα. «Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1985 που κυκλοφόρησε η βιογραφία μου στην Ισπανία» σχολίασε ο I. Γκίμπσον, «ουδείς αναφερόταν στην ομοφυλοφιλία του Λόρκα για να μην αναστατωθούν οι οικείοι του. Ηταν φοβερό ταμπού».
Ο I. Γκίμπσον έχει περιγράψει συγκλονιστικά τη σκηνή της εκτέλεσης του Λόρκα, αναφέροντας ότι οι στρατιώτες λόγχισαν κι εξευτέλισαν το άψυχο κορμί του ακριβώς επειδή γνώριζαν τη σεξουαλική του ιδιαιτερότητα. Ηταν το τέλος ενός ποιητή που άφησε μεγάλο έργο και στίχους όπως: «Κανείς δεν κοιμάται στον κόσμο/στο πιο απομακρυσμένο κοιμητήρι ένας νεκρός/παραπονιέται πως έχει ένα ξερό τοπίο στο γόνατό του./Και το παιδί που θάψαν το πρωί/ χρειάστηκε να φέρουν τα σκυλιά /για να σωπάσεi
Ενα κλασικό έργο της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο θρυλικός, ονειροπόλος και αδάμαστα ιδεολόγος, έστω και ημιπαράφρων, Δον Κιχώτης του Μιγκέλ ντε Θερβάντες, μεταφέρεται σε κόμικς από τον Βρετανό δημιουργό Rob Davis. Η έκδοση του βιβλίου στα ελληνικά από τις εκδόσεις Χαραμάδα (μτφρ.: Μαρία Χρίστου) συνοδεύεται από τη διπλή παρουσίαση του βιβλίου σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα το ερχόμενο διήμερο, παρουσία του δημιουργού του.
Αν και έχουν περάσει περισσότερα από 400 χρόνια από τότε που ο Μιγκέλ ντε Θερβάντες έγραψε τον Δον Κιχώτη, το έργο του παραμένει επίκαιρο, φρέσκο και συναρπαστικό όσο ελάχιστα στην ιστορία της λογοτεχνίας. Οι συνεχείς επανεκδόσεις και μεταφράσεις του σε όλο τον κόσμο, αλλά και οι αμέτρητες προσαρμογές και διασκευές του αποδεικνύουν τη δυναμική και τη διαχρονικότητά του.
Ο «ονειροπαρμένος», «αλαφροΐσκιωτος» και «ηρωικός» ευγενής από τη Μάντσα, με την αυτοσχέδια «ιπποτική» στολή του, το ψωραλέο άλογό του, Ροσινάντε, και τον πιστό ιπποκόμο του, Σάντσο Πάντσα, πασχίζει να σώσει τον κόσμο και να κατακτήσει την καρδιά της (φανταστικής;) Δουλτσινέας. Η υπέροχη ιστορία του Θερβάντες ενέπνευσε ζωγράφους όπως ο Πάμπλο Πικάσο και ο Σαλβαντόρ Νταλί, σκηνοθέτες όπως ο Ορσον Γουέλς και ο Τέρι Γκίλιαμ, έγινε όπερα, μπαλέτο, μιούζικαλ και μεταφέρθηκε επανειλημμένα σε κόμικς από πολλούς καλλιτέχνες.
Το πρόσφατο εγχείρημα του Rob Davis επαινέθηκε από τους κριτικούς για την επιτυχή απόδοση του κλίματος του Θερβάντες, το εύστοχο χιούμορ, την επιλογή των σκηνών και την τεράστια χρωματική παλέτα που αποδίδει ιδανικά τις ψυχικές μεταπτώσεις και τον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο του «ερασιτέχνη» αλλά αλτρουιστή ιππότη.
Γιατί, όμως, ο Rob Davis επέλεξε να μεταφέρει σε κόμικς το συγκεκριμένο κλασικό έργο, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο; «Επιζητούσα μια μεγάλη πρόκληση και δεν υπάρχουν μεγαλύτερες από τον Δον Κιχώτη. Τα θέματά του είναι παγκόσμια, το χιούμορ του και ο ανθρωπισμός του είναι παγκόσμια. Πρόκειται για ένα βιβλίο που με συνάρπασε, με μπέρδεψε, με κέρδισε πολλές φορές ως αναγνώστη και τελικά με αγκάλιασε πρώτα ως αναγνώστη και στη συνέχεια ως δημιουργό. Ο Δον Κιχώτης έχει ξεπεράσει σε ζωή το αναγνωστικό κοινό του και θα συνεχίσει να το πράττει όσο διαβάζεται. Επιθυμία μου ήταν να αποκτήσουν την ευκαιρία να το διαβάσουν όσοι δεν το έχουν ήδη κάνει και να το δουν υπό νέα οπτική όσοι το έχουν ήδη διαβάσει. Το ότι ένα έργο τόσο σημαντικό δεν έχει διαβαστεί στο εύρος που θα έπρεπε είναι εγκληματικό. Στόχος μου ήταν να το ανανεώσω και να το φέρω πιο κοντά μας από το να παραμένει σκεπασμένο κάτω από τη σκόνη των 400 ετών και της ακαδημαϊκής επιβράβευσης», απαντά στην «Εφ.Συν.» ο δημιουργός του.
Εχει, όμως, θέση, έστω και ως λογοτεχνικό, φανταστικό πρόσωπο, σε μια κοινωνία σκληρότητας και πραγματισμού ένας ονειροπόλος όπως ο Δον Κιχώτης; Αν ζούσε σήμερα θα τον θεωρούσαμε τρελό, ρομαντικό παράφρονα ή ήρωα; «Τίποτα δεν έχει αλλάξει από τα χρόνια του Θερβάντες. Κάθε άνθρωπος που ακολουθεί τα όνειρά του, που στηρίζεται στη φαντασία του και την ελεύθερη σκέψη του, αντί να συμμορφώνεται με τις καθημερινές συμβάσεις, θεωρείται απόβλητος, τρελός. Είναι σαν την απόφαση ζωής που παίρνουν όλοι οι καλλιτέχνες, και αυτό εξηγεί γιατί ο Δον Κιχώτης μας “μιλά”. Επίσης, όμως, αντιπροσωπεύει την εύθραυστη σχέση μας με την “πραγματικότητα”. Γιατί, τελικά, κάθε “πραγματικότητα” είναι στη φαντασία μας», επισημαίνει ο Rob Davis.
Πώς μπορούν, όμως, τα κόμικς να αποδώσουν ένα τόσο πολυδαίδαλο λογοτεχνικό έργο που μιλά για τον ανθρώπινο ψυχισμό; Και γιατί χρειαζόταν ακόμη μία μεταφορά του σε κόμικς; Τι θεωρεί το δικό του έργο ο Rob Davis, μια «προσαρμογή» του έργου του Θερβάντες ή κάτι νέο; «Πιστεύω πως κάθε προσαρμογή αποτελεί μια ξεχωριστή ανάγνωση του έργου. Είναι, όμως, εξίσου σημαντικό για κάθε προσαρμογή να μεταφέρει την αίσθηση του πρωτοτύπου. Με ρωτούν συχνά αν ο Δον Κιχώτης μου είναι “πιστός”. Θα ήταν προδοσία του Θερβάντες από μέρους μου αν είχα αντιγράψει δουλοπρεπώς, λέξη προς λέξη, το βιβλίο του ή αν αντιμετώπιζα με τόσο δέος τη μεγαλειότητα του πρωτοτύπου ώστε να το θεωρήσω μνημείο προς προσκύνημα. Ηθελα να καταστήσω το βιβλίο ζωντανό για ένα νέο αναγνωστικό κοινό, και για να το πετύχω έπρεπε να φέρω νέα πράγματα εντός του. Δεν ήταν, όμως, αυτοσκοπός η αλλαγή. Ηθελα να κάνω την εμπειρία του αναγνώστη πλησιέστερη προς τις εμπειρίες που πιθανώς έχουν οι σύγχρονοι αναγνώστες. Τα κόμικς είναι το ιδανικό μέσο για τον Δον Κιχώτη επειδή το χιούμορ γίνεται αμέσως εμφανές. Σε μια τυχαία μετάφραση του πρωτοτύπου αυτό δεν συμβαίνει. Επίσης, η τέχνη των κόμικς μού επέτρεψε να υπογραμμίσω τόσες πολλές από τις εκπληκτικές, μεταμυθοπλαστικές ιδέες που προτείνει ο Θερβάντες. Για πολλούς, ο Δον Κιχώτης αποτελεί το πρώτο μυθιστόρημα, είναι επίσης το πρώτο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, 300 χρόνια πριν από τον μοντερνισμό. Κάποιοι βλέπουν την προσαρμογή μου και αναρωτιούνται αν αυτά που δείχνω περιλαμβάνονται στο πρωτότυπο. Αυτό συμβαίνει γιατί το πραγματικό εύρος του πρωτοτύπου είναι ένα μυστικό για πολλούς μοντέρνους αναγνώστες», ξεκαθαρίζει ο Rob Davis.
Η κίνηση των εκδόσεων Χαραμάδα του Νεκτάριου Λαμπρόπουλου να «φέρουν» τον Δον Κιχώτη του Rob Davis στο ελληνικό κοινό, παρά τη στενότητα και τις δυσκολίες της εποχής μας, κρίνεται τολμηρή αλλά και γενναία πράξη. Πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο που εικονοποιεί και «ξαναγράφει» στη γλώσσα των κόμικς ένα αριστούργημα με σεβασμό, αλλά δεν είναι αγκυλωμένη προσκόλληση στο πρωτότυπο. Το αποτέλεσμα είναι ένα νέο έργο, σπουδαίο και απολαυστικό. Που δεν επιδιώκει να υποκαταστήσει το πρωτότυπο αλλά να συνομιλήσει μαζί του παρά τη διαφορά 400 ετών. Το ότι μπορούν πράγματι να συνομιλούν τέτοια έργα αποδεικνύει και την αξία τους.
Ο Rob Davis γεννήθηκε στο Ντόρσετ της Μεγάλης Βρετανίας. Μετά τη δημιουργία του ψυχεδελικού κόμικς SLANG, από το 1989 ώς το 1991, εργάστηκε επαγγελματικά για τα δημοφιλή βρετανικά κλασικά κόμικς Roy of the Rovers και Judge Dredd. Απογοητευμένος από τον κόσμο των κόμικς που δεν ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του, χώρισε τις εικόνες από τις λέξεις κερδίζοντας τα προς το ζην ως εικονογράφος. συνεργαζόμενος με τον «Guardian», τα περιοδικά του BBC και τους εκδοτικούς οίκους Scholastic Books και Random House. Το 2005 επέστρεψε στα κόμικς, γράφοντας και σχεδιάζοντας cοmic strips για το Doctor Who Magazine, διαδικτυακά κόμικς και κόμικς για τον οίκο Solipsistic Pop. Υπήρξε εμπνευστής της ιδέας και, σε συνεργασία με τον Woodrow Phoenix, συντονιστής της υλοποίησης του Nelson, ενός βρετανικού συλλογικού graphic novel με τη συμμετοχή 54 καλλιτεχνών που βραβεύτηκε με το British Comics Award ενώ ήταν υποψήφιο για βραβείο Eisner. Εκτοτε διασκεύασε τον Δον Κιχώτη για τον οίκο SelfMadeHero, ακόμη δύο υποψηφιότητες για βραβεία Eisner, ενώ πρόσφατα ολοκλήρωσε το The Motherless Oven, επίσης προτεινόμενο για βραβείο Eisner.
Την Κυριακή και τη Δευτέρα, ο Rob Davis θα βρίσκεται στην Ελλάδα για να παρουσιάσει τον Δον Κιχώτη του και να πάρει μέρος στο φεστιβάλ κόμικς The Comic Con της Θεσσαλονίκης και στη Διεθνή Εκθεση Βιβλίου. Το πρόγραμμά του έχει ως εξής:
Κυριακή, 2 μ.μ., βιβλιοπαρουσίαση στο θεματικό περίπτερο της Διεθνούς Εκθεσης Βιβλίου Θεσσαλονίκης με τη συμμετοχή του Rob Davis, του δημιουργού κόμικς Σπύρου Δερβενιώτη και της μεταφράστριας Μαρίας Χρίστου.
Κυριακή, 6.30 μ.μ., signing στο The Comic Con Festival, Προβλήτα Γ, Λιμάνι Θεσσαλονίκης
Δευτέρα, 7.30 μ.μ., βιβλιοπαρουσίαση στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας (Μητροπόλεως 23 - Σύνταγμα) από τους Σπύρο Δερβενιώτη και Μαρία Χρίστου
- Στη Γαλλία, ένα από τα εκπαιδευτικά θέματα που προκάλεσαν έντονο δημόσιο διάλογο είναι η κατάργηση των θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια σχολεία. Οι μουσουλμάνοι ισχυρίζονται ότι το μέτρο βάλλει κυρίως κατά της ισλαμικής μαντίλας. Τι γνώμη έχετε;
- Πολύ χειρότερο απ' ό,τι το ζήτημα των κοριτσιών που φορούν ισλαμική μαντίλα στη Γαλλία είναι ότι στην Ισπανία υπάρχει υποχρεωτική διδασκαλία των Θρησκευτικών, όπου η θρησκεία δεν διδάσκεται με επιστημονικό τρόπο, δεν γίνεται συγκριτική μελέτη των θρησκειών, αλλά ορισμένοι καθηγητές, επιλεγμένοι από τους επισκόπους και τους οποίους πληρώνει το κράτος, διδάσκουν Θρησκευτικά. Χρειάζεται, νομίζω, να «αποδραματοποιήσουμε» τις θρησκείες όσο γίνεται περισσότερο. Να απαλείψουμε τη ζοφερή τους πλευρά που οδηγεί σε συγκρούσεις. Αν μετατρέψουμε την ισλαμική μαντίλα σε κάτι το φοβερό, προσδίδουμε πιθανότατα ακόμη πιο δραματικό χαρακτήρα στη θρησκεία. Είναι γεγονός ότι το φανατικό Ισλάμ θέτει περιορισμούς που δεν συνάδουν με το σημερινό κοσμικό κράτος. Σε γενικές γραμμές, αυτό που πρέπει να υπερασπιστούμε είναι ότι οι νόμοι του κράτους είναι πάντα πάνω από οποιονδήποτε θρησκευτικό νόμο.
Ο Μιγέλ ντε Ουναμούνο, ο μεγάλος Ισπανός
στοχαστής, έγραψε ένα βιβλίο με τίτλο «Το τραγικό νόημα της ζωής». Εγώ,
αντιθέτως, έβλεπα πάντα τη ζωή από την κωμική της πλευρά. Οταν
συνάντησα, ύστερα από χρόνια, ένα φίλο που ήμαστε μαζί στη φυλακή, την
εποχή της δικτατορίας του Φράνκο, μου είπε ότι το μόνο που θυμόταν από
τότε ήταν το πώς έκανα τους συγκρατούμενούς μου να γελούν. Είναι ο
μεγαλύτερος έπαινος που εισέπραξα ποτέ. Θαύμαζα πάντα τους στοχαστές
που πραγματεύονταν τα ζητήματα με χιούμορ, εμβαθύνοντας ταυτόχρονα στην
ουσία των πραγμάτων. Οπως ο Βολταίρος, για παράδειγμα, που ερμήνευσε
και εκλαΐκευσε τόσες σπουδαίες ιδέες. Σκεφτείτε ότι επινόησε την
ιστορία με τον Νεύτωνα και το μήλο για να εξηγήσει τη θεωρία της
βαρύτητας.ΠΟΛΟΙ ΥΠΟΤΑΣΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ
ΑΔΙΑΦΟΡΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΝ ΑΥΤ ΘΑ ΕΠΗΡΕΑΣΕΙ ΤΗΝ ΑΥΡΙΑΝΗ ΤΟΥΣΖΩΗ
ΑΠΛΑ ΓΙΑΤΙ ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ ΟΤΙ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΞΙΖΕΙ ΝΑ
ΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΚΕΠΤΩΝΤΑΙ ΕΝΑ ΜΕΛΟΝ ΤΟΣΟ ΑΒΕΒΑΙΟ.
Ελευθερία είναι να μπορείς να λες "ναι" ή "όχι". Ελευθερία είναι να αποφασίζεις, αλλά επίσης -μην το ξεχνάς- να συνειδητοποιείς ότι αποφασίζεις. Αυτό είναι το άκρως αντίθετο από το να παρασύρεσαι, όπως καταλαβαίνεις. Για να ξέρεις αν κάτι είναι πράγματι σωστό ή όχι, θα πρέπει μόνος σου να εξετάσεις σε βάθος αυτό που κάνεις. Η ελευθερία της επιλογής είναι αποκλειστικά δική σου, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν μπορεί να σε απαλλάξει από το να επιλέγεις και να ψάχνεις μόνος σου. Κάποια στιγμή πρέπει να ενηλικιωθείς, δηλαδή να γίνεις ικανός να ανακαλύψεις τη δική σου ζωή και όχι απλώς να ζεις αυτή που άλλοι έχουν επινοήσει για σένα. Φυσικά, εφόσον δεν ζούμε μόνοι μας, δεν μπορούμε να τα καθορίσουμε όλα εμείς στη ζωή μας, πολλά πράγματα μας επιβάλλονται είτε το θέλουμε είτε όχι.
»Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που μας συμβαίνει, μπορούμε αντιθέτως να επιλέξουμε να εναντιωθούμε σε αυτό που μας συμβαίνει»
γράφει ο Φερνάντο Σαβατέρ * στο βιβλίο του
»Μιλώντας στο γιο μου για την Ηθική και την Ελευθερία» **
«Ελευθερία; Μα για ποια ελευθερία μου μιλάς;
Πώς γίνεται να είμαστε ελεύθεροι, όταν μας πιπιλίζουν το μυαλό από την
τηλεόραση, όταν οι κυβερνήτες μας εξαπατούν και μας χειραγωγούν, όταν
οι τρομοκράτες μας απειλούν, όταν τα ναρκωτικά μας κάνουν σκλάβους και
όταν επιπλέον μου λείπουν τα χρήματα για να αγοράσω μια μηχανή που
θέλω; Αν προσέξεις λιγάκι, θα δεις ότι αυτοί που μιλάνε έτσι μοιάζει να
παραπονιούνται αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ικανοποιημένοι
γνωρίζοντας ότι δεν είναι ελεύθεροι. Στο βάθος σκέφτονται: «Ουφ! Μεγάλο
βάρος βγάλαμε από πάνω μας!
Καθώς δεν είμαστε ελεύθεροι, δεν μπορούμε να φταίμε για τίποτε απ’ ό,τι μας συμβαίνει…».
Για να συνεχίσει λίγο παρακάτω:
»Η ηθική δεν είναι τίποτα άλλο από τη λογική προσπάθεια να εξακριβώσεις πώς θα ζήσεις καλύτερα
και Υπευθυνότητα , είναι να ξέρω ότι κάθε πράξη μου με δομεί, με καθορίζει, με ανακαλύπτει.
Επιλέγοντας αυτό που θέλω να κάνω, μεταμορφώνομαι σιγά σιγά. […}
Ενας διανοούμενος πρέπει να διευκολύνει τον στοχασμό, τα σλόγκαν δεν τον διευκολύνουν.
Ο διανοούμενος οφείλει να εκφράζεται με σαφήνεια, να προσφέρει επιχειρήματα και όχι να πετάει συνθήματα.
Πάντα πίστευα ότι πρέπει να φερόμαστε στους ανθρώπους σαν να ήταν έξυπνοι προκειμένου να γίνουν.
Ο συγγραφέας του «Μιλώντας στο γιο μου για την ηθική και την ελευθερία» επιστρέφει με το νέο του βιβλίο.
Πώς μπορούμε να μάθουμε τι σκέφτονται οι νέοι; Ρωτώντας τους. Απάντηση φαινομενικά απλή, που κρύβει όμως μια μεγάλη δυσκολία. Γιατί χρειάζεται να ξέρει κανείς να ρωτάει, χρειάζεται να ξέρει να μπαίνει στη θέση των νέων, να κερδίζει την εμπιστοσύνη τους. Να ακούει και συγχρόνως να συμβουλεύει, να εκφέρει γνώμη, να παίρνει θέση…
Η «Ηθική της ανάγκης» μας προειδοποιεί για τις ανησυχίες αυτών που σύντομα θα κληρονομήσουν τις ευθύνες του κόσμου του αύριο. Ο μεγάλος Ισπανός φιλόσοφος και συγγραφέας του «Μιλώντας στο γιο μου για την ηθική και την ελευθερία» ξαναπιάνει το νήμα του διαλόγου του με τους νέους για όλα τα μεγάλα και καινούρια ηθικά ζητήματα που τους απασχολούν: τη διαφθορά, τις νέες τεχνολογίες, το διαδίκτυο και τα παράνομα κατεβάσματα, τις καταχρήσεις εξουσίας, τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, τη δύναμη και την αδυναμία της δημοκρατίας, το κίνημα 15-Μ, αλλά και την ομορφιά, τον θάνατο, την αλληλεγγύη…
Γεννημένος το 1947, ο Φερνάντο Σαβατέρ θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους Ισπανούς στοχαστές. Είναι καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κομπλουτένσε της Μαδρίτης. Το έργο του ευρύ, περιλαμβάνει φιλοσοφικά, λογοτεχνικά και πολιτικά δοκίμια, αφηγήματα και θεατρικά έργα.
Από τις Εκδόσεις Πατάκη κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του «Μιλώντας στο γιο μου για την ηθική και την ελευθερία» (2009) και «Μιλώντας στον γιο μου για την πολιτική και τη δημοκρατία» (2010), που έχουν μεταφραστεί με μεγάλη επιτυχία σε περισσότερες από 25 γλώσσες.
Όλοι θέλουν να ζήσουν πολύ, κανένας όμως δεν θέλει να γεράσει.
Ο χρυσός αιώνας ποτέ δεν ήταν ο τωρινός.
Ποτέ μην παρακαλάς για κάτι που έχεις τη δύναμη να το κερδίσεις. άρεσε σε 104 | |
• | Να σωπαίνει εκείνος που έδωσε, να μιλάει εκείνος που πήρε. άρεσε σε 40 |
• | Τα γεγονότα, καλέ μου Σάντζο, είναι οι εχθροί της αλήθειας. άρεσε σε 29 |
• | Mην αγαπάς αυτό που είσαι, αλλά αυτό που μπορείς να γίνεις. άρεσε σε 25 |
• | Πάντα μου έλεγαν, Σάντσο, ότι να κάνεις καλό σε χαμερπείς ανθρώπους είναι σαν να χύνεις νερό στη θάλασσα. άρεσε σε 23 |
• | Δεν υπάρχει μεγαλύτερη τρέλα που μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος από το να απελπιστεί. άρεσε σε 18 |
• | Η απουσία, αυτή η κοινή θεραπεία για την αγάπη… άρεσε σε 17 |
• | Υπάρχουν άνθρωποι τους οποίους η γνώση των λατινικών δεν τους εμποδίζει να είναι ζώα. άρεσε σε 13 |
• | Η καθυστέρηση πάντα φέρνει κίνδυνο. Και το να αναβάλλεις ένα μεγάλο σχέδιο σημαίνει, συχνά να το καταστρέφεις. άρεσε σε 13 |
• | Είμαστε οι γιοι των πράξεών μας. άρεσε σε 12 |
• | Τα μάτια, αυτές οι σιωπηλές γλώσσες της αγάπης. άρεσε σε 12 |
• | Το να είσαι έτοιμος είναι η μισή νίκη. άρεσε σε 9 |
• | Ένας άνθρωπος ατιμασμένος είναι χειρότερα από νεκρός. άρεσε σε 8 |
• | Η πείνα είναι η καλύτερη σάλτσα του κόσμου. άρεσε σε 8 |
• | Δεν γεννιούνται όλοι μ’ ένα ασημένιο κουτάλι στο στόμα. άρεσε σε 6 |
• | Σ’
ένα χωριό της Μάντσας, που τ’ όνομά του δεν έχω όρεξη να θυμηθώ, εδώ
και όχι πολύ καιρό ζούσε ένας ιδαλγός από κείνους που έχουν κοντάρι
στην κονταροθήκη, ένα παμπάλαιο σκουτάρι, ένα κοκαλιάρικο παλιάλογο κι
ένα γρήγορο κυνηγόσκυλο. (η πρώτη φράση από τον «Δον Κιχώτη») άρεσε σε 6 |
• | Είναι άλλο πράγμα να εκθειάζεις την πειθαρχία, και άλλο να υποκύπτεις σ’ αυτήν. άρεσε σε 5 |
• | Μια παροιμία είναι μια μικρή πρόταση βασισμένη σε μια μακρά εμπειρία.
|
Σχεδόν οκτώ δεκαετίες μετά, το «Fantastico- Τα δημιουργημένα συμφέροντα» του Ισπανού νομπελίστα συγγραφέα Χαθίντο Μπεναβέντε (1866-1954), επιστρέφει στην πρώτη κρατική σκηνή της χώρας. Αυτήν τη φορά, τη σκηνοθεσία υπογράφει ο καλλιτεχνικός διευθυντής, Σωτήρης Χάτζακης. Η πρεμιέρα της καλοκαιρινής παραγωγής του Εθνικού τοποθετείται στις 23 Ιουλίου στο «Σχολείον» της Ειρήνης Παπά (Πειραιώς 52, Αθήνα).
«Έργο κωμικό, δραματικά επίκαιρο και τραγικά αναγνωρίσιμο στις μέρες που ζούμε»- όπως υποστηρίζει ο Σωτήρης Χατζάκης-, ανέβηκε για πρώτη φορά στη Μαδρίτη το 1907 και έχει ως θέμα του τη διαφθορά. «Η παράστασή μας είναι φόρος τιμής σ' εκείνη του Τάκη Μουζενίδη και των συνεργατών του. Είναι μεγάλη μας χαρά και τιμή που την παρουσιάζουμε στο Σχολείον της Ειρήνης Παπά, που περιήλθε στο Εθνικό Θέατρο μέχρι το 2027. Θεσμοθετείται εδώ η Θερινή Σκηνή του Εθνικού θεάτρου ως αρχή ενός στρατηγικού σχεδιασμού που αναπτύσσουμε για την πολιτισμική και τουριστική ανάπτυξη του χώρου και της ευρύτερης περιοχής», αναφέρει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της πρώτης κρατικής σκηνής.
Οι ήρωες του Μπεναβέντε, φτιαγμένοι από τα υλικά της κομέντια ντελ άρτε, χωρίς όμως να χάνουν ούτε στιγμή τα διαχρονικά χαρακτηριστικά τους, στροβιλίζονται γύρω από το χρήμα, τον κυνισμό, τη ματαιοδοξία και το συμφέρον, χρησιμοποιώντας ακόμα και τον έρωτα για να πετύχουν τους σκοπούς τους.
Η ιστορία του έργου αφορά στον Λέαντρο και τον πονηρό υπηρέτη του Κρισπίν, δραπέτη από τα κάτεργα, που φτάνουν σε μια μεγάλη πολιτεία, έχοντας μόλις ξεφύγει από την αστυνομία που τους κυνηγά για χρέη και παρανομίες. Με μεγάλη πανουργία και εφευρετικότητα, ο Κρισπίν, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό, ρίχνει την ελπίδα για δόλωμα στα θύματά του, προκειμένου να επωφεληθεί ο ίδιος και ο Λέαντρος. Όλοι σαγηνεύονται, μέχρι που η αλήθεια αποκαλύπτεται και οι ελπίδες διαψεύδονται. Όμως, υπηρέτης και αφέντης έχουν καταφέρει να τυλίξουν τα πρόσωπα της κωμωδίας σε ένα δίχτυ από δημιουργημένα και κατασκευασμένα συμφέροντα.
«Από την κομέντια ντελ άρτε μέχρι τον Γκόγκολ και τη νεότερη συγγενή δραματουργία εκτείνεται ένα ευρύ πεδίο θεατρικής συμπεριφοράς, μια αλληλουχία τύπων, χαρακτήρων ή πυκνωμάτων πληθυσμιακών χαρακτηριστικών. Οι «γνωστοί άγνωστοι» του σιναφιού μας οδοιπορούν στη σκηνική επικράτεια, διαδέχονται ο ένας τον άλλον, σκυταλοδρομούν πηγαίνοντας πιο πέρα τις επιδόσεις του προηγούμενου. Έτσι ο αρλεκίνος ή ο zanni της κομέντια ντελ άρτε, διαδεχόμενοι τον μεσαιωνικό μίμο, γίνονται: ο τρελός του Σαίξπηρ, ο κομπέρ στο καμπαρέ, ο κλόουν στο τσίρκο, ο μεταβιομηχανικός κλοσάρ, ο ανέστιος και πλάνης στα έργα του Μπέκετ. Συγκροτείται μια θεατροπαρέα που συχνάζει, δολοπλοκεί, γλεντοκοπά, υπονομεύει, στήνει φάρσες και μας κλείνει πονηρά το μάτι ή γελάει τρανταχτά στο πρόσωπό μας στα έργα του παγκόσμιου δραματολογίου. Με αυτό το ανάμεικτο υλικό έφτιαξε ο Μπεναβέντε τα «Δημιουργημένα συμφέροντα». Θέμα του η διαφθορά όχι μονάχα του ηγέτη εις βάρος του λαού -όπως θα ήθελαν κάποιοι προοδευτικοί κοινωνιολόγοι- αλλά η διαφθορά του ίδιου του λαού στην απόλυτη διήθηση και διάχυσή της στο κοινωνικό σώμα», σημειώνει για την παράσταση ο Σωτήρης Χατζάκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στο έργο του Μπεναβέντε το φανταχτερό δέντρο της διαφθοράς έχει απλώσει τις ρίζες του σε όλες τις κατηγορίες και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Έτσι όλοι συμμετέχουν σε μια φάρσα εξαπατήσεων, ανατροπών, μεταστροφών και ένοχων συγκατανεύσεων. «Η διαφθορά, με τους εκβιασμούς, τις εξαγορές και τα λαδώματα, θα χρησιμοποιήσει ακόμη και τον έρωτα ως μέρος του σχεδίου της. Ο αμοραλισμός των επιτήδειων γίνεται κτήμα και αυτονόητο, αλλά και θεσμός στη συγκρότηση της κοινωνίας του έργου», καταλήγει.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια επιμελείται η Έρση Δρίνη, τη μουσική ο Θοδωρής Οικονόμου, τους φωτισμούς ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος και τη χορογραφία η Κική Μπάκα.
Ερμηνεύουν: Κατερίνα Γιαμαλή, Ανδρομάχη Δαυλού, Ευγενία Δημητροπούλου, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασίλης Ευταξόπουλος, Νόνη Ιωαννίδου, Εφη Λιάλιου, Νίκος Μαγδαληνός, Δάφνη Μαρκάκη, Ελενα Μαρσίδου, Βασίλης Μπισμπίκης, Χρήστος Νίνης, Στέλιος Πετράκης, Βασίλης Ρίσβας, Γιάννης Σοφολόγης, Γρηγόρης Σταμούλης, Ελεάννα Στραβοδήμου, Αντώνης Χαντζής.
Χιμένεθ • Σύγκρουση στήθους με ράχη
Posted: 28 May 2014 12:51 PM PDT
Από τη Μικρή ποιητική ανθολογία, Μετάφραση: Άννα Βερροιοπούλου Poeticanet »» |
Είσαι το όριο της τροχιάς μου και είσαι το
απεριόριστο, το έσω της τροχιάς μου και το έξω,
το βαθύ και το εκτενές· όλα όσα μπόρεσα να
κατακτήσω και όλα όσα θα μπορέσω.
Κι εγώ ξέρω, ξέρω πως μια μέρα θ’ αλαφρώσω
την αέναή μου
διαδρομή· και θα είμαι ο πλάνης οδοιπόρος
δίχως καμπανάκι,
μετά χαράς κυρίαρχος των πάντων
και κυριευμένος, μετά χαράς,
ώσπου τον εαυτό μου ν’ ανταμώσω· σύγκρουση
στήθους με ράχη
και σύγκρουση σάρκας με ψυχή, αλήθειας
με εικόνα.
Θεός επιθυμητός και επιθυμών
|